Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, απαντώντας σε ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο εκ νέου επικοινωνίας μεταξύ του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, και του Προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αναφέροντας ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί στενά τη διαδικασία των συνομιλιών στην Γενεύη, οι οποίες αρχίζουν στις 6 το απόγευμα και «αν χρειαστεί η νέα συνομιλία θα γίνει».
Είπε ότι η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη σε μια σκληρή προσπάθεια για την εξεύρεση λύσης και ότι η παρουσία του πρωθυπουργού στην Γενεύη εξαρτάται μόνο από την πιθανότητα εξεύρεσης λύσης. Ερωτηθείς αν ο κ. Τσίπρας θα μεταβεί στην Γενεύη, ακόμα και αν η Τουρκία δεν εκπροσωπηθεί από τον Πρόεδρο Ερντογάν, ο κ. Τζανακόπουλος είπε πως η Τουρκία είναι εκείνη που αποφασίζει για τον τρόπο εκπροσώπησής της, ενώ η Ελλάδα δεν έχει καμία πρόθεση να εμπλακεί σε αυτό το ζήτημα.«Το σημαντικό είναι να διαφανεί η πιθανότητα εξεύρεσης λύσης», επανέλαβε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Αναφορικά με το αν έχει εγκαταλειφθεί η ελληνική θέση, ότι «η πολυμερής διάσκεψη δεν μπορεί να είναι επιτυχής, αν δεν προηγηθεί διμερής συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν για το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας», είπε ότι υπήρξε μακρά συνομιλία του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Τουρκίας, και «εκείνο που υποστηρίζαμε ήταν ότι χρειαζόταν μια συνάντηση, έτσι ώστε να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των ελληνικών θέσεων και των αντίστοιχων τουρκικών για τα ζητήματα των εγγυήσεων και των τουρκικών στρατευμάτων». «Αυτό το οποίο μας απασχολεί δεν είναι το διαδικαστικό μέρος, είναι η ουσία: Αν υπάρχει διάθεση απ' όλες τις πλευρές, έτσι ώστε να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση σε ότι αφορά τα ζητήματα της ασφάλειας στα οποία εμπλέκεται η ελληνική πλευρά, τότε ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Γενεύη και θα έχουμε την πιθανότητα για την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού. Αυτό που μας απασχολεί δεν είναι η διαδικασία, είναι η ουσία των ζητημάτων».
Η β' αξιολόγηση
Ερωτηθείς αν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και η ένταξή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης "πάνε πακέτο", καθώς "κυκλοφορούν πληροφορίες από ευρωπαϊκές πηγές σε ευρωπαϊκά δίκτυα ότι μπορεί να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, αλλά να μείνει ανοιχτή η ένταξη στο QE μέχρι να συζητηθούν τα μεσοπρόθεσμα", ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε ότι «αυτό το οποίο γνωρίζουμε εκ μέρους του Διοικητή της ΕΚΤ είναι ότι έχει σαφώς υποστηριχθεί πως σε περίπτωση που έχουμε κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, τότε ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς το βασικό ζήτημα είναι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αν το ελληνικό χρέος κρίνεται βιώσιμο, τότε ανοίγει ο δρόμος για την ένταξή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης».
«Είμαστε αισιόδοξοι ότι εφόσον, έχουμε μια θετική εξέλιξη στο ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης, θα έχουμε και τη δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, εντός του πρώτου τριμήνου του 2017», πρόσθεσε.
Ο κ. Τζανακόπουλος, είπε ότι «δεν συζητείται οποιαδήποτε αύξηση του ΦΠΑ, ενώ δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για μείωση του αφορολογήτου και ένταξή του στον αυτόματο δημοσιονομικό διορθωτή, δεν έχουν καμία βάση». «Η αξιολόγηση αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε ένα σημείο, όπου οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ κάνουν διαφορετικές προβλέψεις για την μακροοικονομική πορεία της ελληνικής οικονομίας και των μεγεθών της: Από τη μία πλευρά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, λένε ότι θα έχουμε τη δυνατότητα να επιτύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, το ΔΝΤ, από την άλλη μεριά, ισχυρίζεται ότι με τα όσα έχουν ψηφισθεί -κατά τη γνώμη μας απαισιόδοξα το ισχυρίζεται αυτό και ούτως ή άλλως έχει διαψευσθεί από τη μέχρι τώρα πορεία των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας- ότι το 2018 θα επιτευχθεί πλεόνασμα, ύψους 1,5%», ανέφερε.
«Εμείς δεν αποδεχόμαστε αυτήν τη θέση», συνέχισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «όπως δεν την αποδέχεται και η Κομισιόν με βάση τις δικές της προβλέψεις. Από εκεί και πέρα το ΔΝΤ, λέει ότι μετά την λήξη του προγράμματος να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, περίπου στο 1,5%, έτσι ώστε το πρόγραμμα να είναι βιώσιμο. Η Γερμανία, από την δική της πλευρά, λέει ότι δεν συζητά οποιαδήποτε μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν συζητά, τουλάχιστον σε αυτήν την φάση, την απομείωση του ελληνικού χρέους, την οποία ζητά το ΔΝΤ. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τεχνικό. Είναι μια πολιτική διαφωνία μεταξύ ευρωπαϊκών θεσμών, της Γερμανίας σε μεγάλο βαθμό, αλλά και του ΔΝΤ. Θεωρούμε ότι από την στιγμή που το πρόβλημα είναι πολιτικό, μόνο μια πολιτική λύση μπορεί να δοθεί. Κατ' αυτήν την έννοια έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά από εκεί και πέρα είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε και άλλες προτάσεις που θα μας επιτρέψουν να ξεπεράσουμε αυτήν την στιγμή τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί ώστε να κλείσει το συντομότερο δυνατό η δεύτερη αξιολόγηση. Περιμένουμε να ακούσουμε πως θα εξελιχθεί σήμερα το Euroworking Group και στη βάση των συζητήσεων να προχωρήσουμε να ορίσουμε τους όρους και τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε όποια δυσκολία αυτή την στιγμή παρουσιάζεται».
Ερωτηθείς ποιές είναι οι προτάσεις που συζητά η κυβέρνηση ώστε να ξαναρχίσει η αξιολόγηση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, η οποία θα επέτρεπε τη μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018 στο 2,5%. Και το 1% που θα προέκυπτε ως υπερβάλλων δημοσιονομικός πόρος, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή για μείωση φόρων. Από εκεί και πέρα ξέρουμε ότι από άλλες πλευρές έχουν υπάρξει προτάσεις για διατήρηση του 3,5% ως στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για το μεσοπρόθεσμο διάστημα και υπάρχει και διαφωνία μεταξύ αυτών των πλευρών για το τι σημαίνει μεσοπρόθεσμο διάστημα: Δηλαδή κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό είναι τρία χρόνια, κάποιοι λένε για πέντε χρόνια, ενώ υπάρχει και η τοποθέτηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών που το ορίζει στα δέκα χρόνια».
«Αυτή τη στιγμή δεν έχει συμφωνηθεί απολύτως τίποτα από όλα αυτά, βρισκόμαστε σε διαδικασία διαπραγματεύσεων, το ΔΝΤ λέει ότι δεν μπορούμε να επιμείνουμε στο 3,5%, αλλά πρέπει να πέσουμε στο 1,5%, επομένως εδώ υπάρχει μια συνολική πολιτική συζήτηση που αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα. Τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί, μέχρι όλα να συμφωνηθούν και από την δική μας πλευρα είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε στην βάση σοβαρών και ορθολογικών επιχειρημάτων και όχι παράλογων απαιτήσεων για μακρά διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%, είμαστε ακόμα διατεθειμένοι να συζητήσουμε άλλες προτάσεις οι οποίες θα συγκεκριμενοποιούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και θα καθορίζουν ένα βιώσιμο δημοσιονομικό μονοπάτι για μετά το πρόγραμμα», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς αν υπάρχει ορόσημο για την ελληνική κυβέρνηση, ο κ. Τζανακόπουλος είπε οτι «αυτή τη στιγμή δεν είναι η ελληνική πλευρά που πιέζεται. Δεν έχουμε άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες, αντιθέτως έχουν εξασφαλιστεί οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου για μακρό χρονικό διάστημα. Αυτό που μας οδηγεί στην ανάγκη για ταχύτερο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης είναι οι ούτως ή άλλως φιλόδοξοι στόχοι του προγράμματος για 1,75% πρωτογενές πλεόνασμα το 2017».
«Αυτό που επιδιώκουμε είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη λήξη των συζητήσεων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο πρώτο τρίμηνο του 2017, γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην επίτευξη των στόχων που το ίδιο το πρόγραμμα θέτει. Αν λοιπόν οι εμπλεκόμενοι στην διαπραγμάτευση θέλουν πραγματικά η Ελλάδα να πετύχει τον στόχο του προγράμματος, θα πρέπει να επιδείξουν την ίδια ακριβώς βούληση που επιδεικνύει η ελληνική πλευρά», πρόσθεσε.
Επισήμανε ότι ο χρόνος πιέζει άλλα κράτη που εισέρχονται σε προεκλογική διαδικασία και «δεν έχουν κανένα λόγο να μπουν σε προεκλογική διαδικασία με το βάρος ενός ανοιχτού ελληνικού ζητήματος, το οποίο δεν μπορεί να αναζωπυρωθεί ως κρίση, παρά μόνο με τεχνητό τρόπο». «Το λέω αυτό διότι η ελληνική οικονομία βαδίζει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τρία τελευταία τρίμηνα του 2016, έχει πετύχει όλους τους στόχους όπως έχουν οριστεί από την συμφωνία του Αυγούστου 2015 και η ελληνική κυβέρνηση δεν βρίσκει κανένα λόγο να υπάρξει μια τεχνητή αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης επειδή κάποιοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά πολιτικά τους προβλήματα», τόνισε ο κ Τζανακόπουλος, ο οποίος απέκλεισε την παράταση της διαπραγμάτευσης ως το καλοκαίρι.
Επανέλαβε ότι βασικός στόχος είναι το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το πρώτο τρίμηνο του 2017.
«Ημερομηνία-κόμβος είναι η ημέρα που θα συνεδριάσει το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει το θέμα και επιδιώκουμε να συζητήσει και το θέμα της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Για την υπόθεση Κουρτάκη-Τζένου
Με αφορμή το θέμα που έχει προκύψει με τον κ. Καμμένο και τους δημοσιογράφους και ερωτηθείς αν η κυβέρνηση σκέπτεται να θεσμοθετήσει την άρση της ασυλίας του μηνυτή πολιτικού, έναντι του μηνυόμενου, είπε ότι αυτό το θέμα -της άρσης ασυλίας βουλευτών- είναι ανοιχτό προς συζήτηση στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Ερωτηθείς -με αφορμή τις συλλήψεις των Ι. Κουρτάκη και Π. Τζένου- αν η κυβέρνηση "υιοθετεί τις πρακτικές αυταρχισμού και κατάχρησης εξουσίας που απορρέουν από το νόμο Βενιζέλου, τον οποίο στο παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταδικάσει και χαρακτηρίσει 'τυποκτόνο'", ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «ο υπουργός Εθνικής 'Αμυνας προχώρησε στην έγκληση ενός εκδότη και ενός διευθυντή εφημερίδας για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξαν να επιτεθούν στον κ. Καμμένο χρησιμοποιώντας ως βασικό τους επιχείρημα -κατά τις δηλώσεις που έχουν γίνει εξάλλου ψευδές- τις υποτιθέμενες πολιτικές σχέσεις ενός ανήλικου παιδιού με την ένοπλη δράση. Σε σχέση με τη συγκεκριμένη πρακτική, νομίζω, ότι κρίνει ο ελληνικός λαός, αλλά θα κληθούν να κρίνουν και τα ελληνικά δικαστήρια με την διαδικασία η οποία προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Ερωτηθείς για τη θέση της κυβέρνησης και με αφορμή δημοσίευμα της εφημερίδας "Αυγή" που κάνει λόγο για "ολισθηρούς δρόμους", αναφορικά με τη δίκη του δημοσιογράφου Α. Πετρουλάκη, ο κ. Τζανακόπουλος είπε οτι «ο καθένας στην δημόσια σφαίρα, στη δημόσια ζωή, στην πολιτική σύγκρουση είτε είναι πολιτικός, δημοσιογράφος, υπουργός, βουλευτής κρίνεται για τις πρακτικές του, για το ήθος του και το ύφος του, για τον τρόπο τον οποίο επιλέγει να δίνει την πολιτική σύγκρουση. Σε περίπτωση που ένας πολίτης είτε είναι υπουργός της κυβέρνησης, είτε οποιοσδήποτε άλλος, θεωρεί ότι θίγεται από ένα δημοσίευμα, ο νόμος του παρέχει την δυνατότητα να προστατεύσει τον εαυτό του, την τιμή του και την υπόληψή του».
«Από εκεί και πέρα, τον λόγο έχει η αστική Δικαιοσύνη. Όμως όταν πρόκειται περί ζητημάτων που εμπλέκουν ανηλίκους, γιατί αυτό είναι το ζήτημα που έχει προκύψει αυτήν την στιγμή, ανήλικα παιδιά που αύριο θα πρέπει να πάνε στο σχολείο τους, θα πρέπει να έχουν σχέση με τον κοινωνικό τους περίγυρο, τότε πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί και να μην τα εμπλέκουμε στην πολιτική αντιπαράθεση όσο σφοδρή κι αν είναι αυτή», πρόσθεσε.
Στην επισήμανση ότι ο μεγάλος γιός του κ. Πάνου Καμμένου ο οποίος είναι ενήλικος, έκανε μήνυση στη συνέχεια στην εφημερίδα "Παραπολιτικά" και "άρα ο κ. Καμμένος πρέπει να ξεκαθαρίσει αν (η μήνυσή του) αφορούσε τα ανήλικα ή τον ενήλικο", ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι «όταν οι κύριοι αυτοί αναφέρθηκαν στην εκπομπή τους στο παιδί, δεν είχαν τουλάχιστον τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια να συγκεκριμενοποιήσουν τις κατηγορίες τους. Αντιθέτως, άφησαν ανοιχτά όλα τα πιθανά ενδεχόμενα ψευδή ή αληθή».
«Νομίζω ότι είναι πασιφανές ότι κατ' αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται πολιτική κριτική, αλλά επιδιώκεται μια δολοφονία χαρακτήρων. Ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολεί και νομίζω ότι αυτό το ζήτημα οφείλει να γίνει θέμα στον δημόσιο βίο. Ξαναλέω ότι ο καθένας κρίνεται από την στάση του, το ύφος, το ήθος, την γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί για να κάνει επιθέσεις ή για να υποστηρίξει τον πολιτικό του χώρο ή το έντυπο το οποίο κάθε φορά εκπροσωπεί», πρόσθεσε.
Σχετικά Θέματα:
Διαψεύδει η κυβέρνηση μείωση αφορολογήτου με ένταξή του στον «κόφτη»