Η Τουρκία πρόκειται να επικυρώσει τις στρατιωτικές συμφωνίες-πλαίσιο που υπέγραψε με βαλκανικά κράτη και περιοχές, μια κίνηση που ενισχύει περαιτέρω τη στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας στην περιοχή, ενώ επεκτείνει τη στρατηγική της επιρροή γύρω από την Ελλάδα, σύμφωνα με το Nordic Monitor.
Οι συμφωνίες, που υπογράφηκαν το 2024 με την Αλβανία, το Κόσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία, έρχονται σε μια περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στην ανατολική Μεσόγειο και προκλήσεων της Τουρκίας.. Η Ελλάδα έχει εκφράσει την ανησυχία της για την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε περιοχές με ιστορική και στρατηγική σημασία, όπως είναι και τα Βαλκάνια.
Οι συμφωνίες τέθηκαν γρήγορα στην ημερήσια διάταξη του τουρκικού κοινοβουλίου, σε αντίθεση με παρόμοια στρατιωτικά σύμφωνα που συνήθως υποβάλλονται σε πιο χρονοβόρες διαδικασίες αναθεώρησης. Η Άγκυρα βλέπει τις συμφωνίες αυτές ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την ενίσχυση της επιρροής της.

Βάσει των συμφωνιών, η Τουρκία και οι εταίροι της θα συνεργαστούν σε μια σειρά από στρατιωτικούς και αμυντικούς τομείς, όπως εκπαίδευση και κατάρτιση, κοινές ασκήσεις, συνεργασία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ανταλλαγή πληροφοριών, υλικοτεχνική υποστήριξη, ιατρικές υπηρεσίες, κυβερνοάμυνα, ειρηνευτικές αποστολές και αντιμετώπιση ναρκών και αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών. Οι συμφωνίες διευκολύνουν επίσης την ανταλλαγή προσωπικού, την κοινή έρευνα στη στρατιωτική επιστήμη και τεχνολογία και την επιχειρησιακή συνεργασία σε αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας και ανακούφισης από καταστροφές.
Παράλληλα, η στρατηγική συνδέθηκε με την πώληση από την Τουρκία μη επανδρωμένων αεροσκαφών που παράγονται από την εταιρεία Baykar του γαμπρού του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει έκτοτε επεκταθεί και σε διάφορα αμυντικά προϊόντα.
Το δημοσίευμα επικαλέστηκε τον ταξίαρχο Esat Mahmut Yılmaz, επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών του υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας, ο οποίος αποκάλυψε αυτή την προσέγγιση σε μια κλειστή συνεδρίαση της 21ης Μαΐου 2024 με την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με τον Yılmaz, η Τουρκία ενοποίησε τις τρεις συμφωνίες, οι οποίες αρχικά είχαν διαπραγματευτεί χωριστά, σε ένα ενιαίο πλαίσιο για να επιταχύνει την εμπλοκή σε ξένες στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Μόλις επικυρωθούν και δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, οι συμφωνίες αυτές θα επιτρέψουν στον τουρκικό στρατό να συνάπτει δευτερεύουσες συμφωνίες με ξένους εταίρους παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι η προσέγγιση αυτή αντικατοπτρίζει παρόμοιες στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν σε προηγούμενες αμυντικές συμφωνίες με αφρικανικά και κεντροασιατικά έθνη.
Τέτοιες συμφωνίες έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας, ιδίως σε χώρες όπου η τουρκική στρατιωτική τεχνολογία και τα προγράμματα εκπαίδευσης έχουν τύχει καλής υποδοχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, και όχι η Επιτροπή Άμυνας, επιβλέπει συχνά την εξέταση και την έγκρισή τους, παρά την έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης σε στρατιωτικές υποθέσεις. Αυτό υποδηλώνει μια προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να περιορίσει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Το έντονο προσωπικό ενδιαφέρον του Ερντογάν για ξένες στρατιωτικές συμφωνίες έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση των συμφωνιών αυτών. Η οικογένειά του έχει επωφεληθεί οικονομικά από τις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού, ιδίως από τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar που παράγει η Baykar. Με την πάροδο των ετών, η οικογένεια Ερντογάν φέρεται επίσης να έχει επωφεληθεί έμμεσα από προμήθειες που συνδέονται με αμυντικές συμβάσεις, οι οποίες διευκολύνονται μέσω ευνοϊκών κυβερνητικών πολιτικών, όπως προσφορές χωρίς διαγωνισμούς, φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις.