Λίγα μόνο χρόνια έχουν περάσει απ’ όταν η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία και πρωτίστως η Ελλάδα αποτελούσαν τα «άτακτα παιδιά» της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Έκτοτε όμως έχουν αλλάξει πολλά, σύμφωνα και με τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ: «Εμείς στον Νότο μπορούμε επίσης να βοηθήσουμε στην επίλυση κοινών προβλημάτων», δήλωσε ο πολιτικός στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός.
Ο Σάντσεθ αναφέρθηκε στην ενεργειακή κρίση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις δυνατότητες της Ισπανίας για παραγωγή και εξαγωγή μεγαλύτερης ποσότητας καθαρής ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο η Ισπανία θα μπορούσε να γίνει «η καλύτερη οικονομία στον πλανήτη».
Η Γερμανία ακολουθεί αντίθετη πορεία
Όσον αφορά ωστόσο τη συνολική κατάσταση στην Ευρώπη, τα πράγματα δεν μοιάζουν και τόσο ρόδινα: η οικονομία στην Ευρωζώνη είναι στάσιμη. Όπως ανακοίνωσε η Eurostat, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2024 το συνολικό ΑΕΠ έμεινε ίδιο με το φθινοπωρινό τρίμηνο, ενώ κατά το θερινό τρίμηνο καταγράφηκε μία μικρή αύξηση της τάξης του 0,4%.
Πολλοί ειδικοί συμφωνούν: αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στις χρόνιες αδυναμίες της μεγαλύτερης οικονομίας της ηπείρου. Κατά το τέταρτο τρίμηνο και συνολικά κατά το 2024 το ΑΕΠ στη Γερμανία συρρικνώθηκε κατά 0,2%.
Ξεμένει από καύσιμο η ευρωπαϊκή ατμομηχανή;
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης λοιπόν τα βρίσκει σκούρα και τα πρώην άτακτα παιδιά «βγαίνουν μπροστά». Θα μπορούσαν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να ηγηθούν;
Κατά τον οικονομολόγο και διευθυντή του αυστριακού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (WIFO) Γκάμπριελ Φελμπερμάιρ, μάλλον όχι – διότι «είναι οικονομικά πολύ μικρές». Η Γερμανία και η Γαλλία αντιπροσωπεύουν «πάνω από το 50% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Και σε αυτό το βόρειο μπλοκ με την ισχυρή βιομηχανία πρέπει να συγκαταλεχθούν και χώρες όπως η Αυστρία, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Ολλανδία». Και αυτές οι χώρες, όπως και χώρες που είναι εκτός ευρώ αλλά εντός ΕΕ, όπως η Τσεχία, «υποφέρουν από τις αδυναμίες του βιομηχανικού πυρήνα της ΕΕ».
Ο ρόλος του υψηλού ενεργειακού κόστους
Γιατί όμως οι νότιες χώρες ισχυροποιούνται τόσο και αναπτύσσονται ταχύτερα από τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις; Κατά τον Χανς-Βέρνερ Ζιν, πρώην επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo, αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο εξωτερικών λόγων όσο και ορισμένων καθοριστικών πολιτικών εξελίξεων: «Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία έχει υποφέρει πολύ από την ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και την έλλειψη ενεργειακών αποθεμάτων».
Ο ειδικός αντιτάσσεται στην απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα και τη στροφή προς την πράσινη ενέργεια. «ΕΕ και Γερμανία έχασαν το μέτρο» και το αποτέλεσμα είναι η Γερμανία «να έχει την πιο ακριβή ηλεκτρική ενέργεια σε ολόκληρο τον πλανήτη». Λόγω αυτού υποφέρει «ιδίως η χημική βιομηχανία», αλλά και η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία είναι κομβικής σημασίας για τη χώρα, με τον Ζιν να κατηγορεί την ΕΕ πως οδήγησε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία στο «να χάσει την ανταγωνιστικότητά της».
Τα πλεονεκτήματα των νοτίων κρατών
Παρόμοια είναι και η άποψη του Φελμπερμάιρ. Στις νότιες χώρες διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο ο τουρισμός και η γεωργία και μικρότερο η βιομηχανία. Ως εκ τούτου, «οι υψηλότερες τιμές στην ενέργεια, οι εμπορικοί πόλεμοι, οι προκλήσεις εξαιτίας της απεξάρτησης από τον άνθρακα – όλα αυτά επηρεάζουν λιγότερο τις χώρες του Νότου και περισσότερο αυτές του Βορρά».
Επιπλέον, τα νότια κράτη έχουν και το εξής πλεονέκτημα: από το 2010 ο πληθωρισμός σε αυτές τις χώρες είναι χαμηλότερος, «γεγονός που ευνοεί την ανταγωνιστικότητά τους. Οι μεταρρυθμίσεις κατά την κρίση του ευρώ απέφεραν επομένως καρπούς στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία».
Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη έρχεται βέβαια τώρα να προστεθεί και ο Ντόναλντ Τραμπ και οι απειλές του για επιβολή υψηλών δασμών – και σε περίπτωση που οι ΗΠΑ προβούν πράγματι σε ένα τέτοιο μέτρο, η Γερμανία, που βασίζεται πολύ στις εξαγωγές, θα δεχόταν ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα.
«Δεν υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης»
«Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης», παρατηρεί ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας και Έρευνας της Οικονομικής Δραστηριότητας (IMK), Σεμπάστιαν Ντούλιεν, στο Reuters. Επιδιώκοντας να εξηγήσει τα αίτια της ύφεσης διαρκείας της γερμανικής οικονομικής δραστηριότητας, ο ειδικός αναφέρεται μεταξύ άλλων «στην επιθετική βιομηχανική πολιτική της Κίνας, που στρέφεται περισσότερο στις εξαγωγές. Ακόμα, τα επιτόκια της ΕΚΤ, που παραμένουν υψηλά, επιβραδύνουν τις επενδύσεις».
Όπως επεσήμανε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, φαίνεται «να παραβλέψαμε πως δεν πρόκειται για μία βραχυπρόθεσμη, αλλά για μία διαρθρωτική κρίση». Θα πρέπει «να επαναπροσδιορίσουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο», τόνισε ο πολιτικός των Πρασίνων.
Τι χρειάζεται τώρα;
Για το 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει μία μικρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και μία ανάπτυξη γύρω στο 1,3%. Ταυτοχρόνως εκτιμάται πως η ΕΚΤ θα προβεί σε διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων.
Ο Φελμπερμάιρ δεν θεωρεί πως η παρούσα ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα κράτη του Βορρά και του Νότου είναι κάτι το ασυνήθιστο. «Τη μία ηγείται ο βιομηχανικός Βορράς, την άλλη ο Νότος, που είναι ισχυρός στους τομείς παροχής υπηρεσιών. Και κάπως έτσι έχει η κατάσταση και σε άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ».
Το καθοριστικό είναι «ο Βορράς να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, χωρίς όμως ο Νότος να μείνει πίσω. Σημαντικό είναι επίσης να ενισχυθεί και πάλι η εσωτερική αγορά, η οποία αποτελεί σημαντικό όχημα για την εξισορρόπηση της ισχύος των διαφορετικών περιφερειών», επισημαίνει ο ειδικός στην DW.
Πηγή: Deutsche Welle