Αν η επερχόμενη κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ κάνει πράξη τις προεκλογικές υποσχέσεις της όσον αφορά την οικονομική πολιτική, τότε η αξία του δολαρίου αναμένεται να εκτοξευθεί. Και μπορεί ένα ισχυρό δολάριο να έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα για την αμερικανική οικονομία, αλλά συνήθως συνεπάγεται προβλήματα για την ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο.
Δεν είναι ακόμα σαφές κατά πόσο θα εφαρμοστεί η οικονομική ατζέντα του Τραμπ όταν αναλάβει επισήμως τη διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, η ευφορία στα αμερικανικά χρηματιστήρια ίσως αποτελεί μια ένδειξη για το τι περιμένουν οι επενδυτές: ο κομβικός δείκτης S&P 500 της Wall Street, για παράδειγμα, σημείωσε διαδοχικά ρεκόρ στις 6, 7 και 8 Νοεμβρίου.
Αν κρίνουμε λοιπόν από το γενικά θετικό αίσθημα των αγορών στις ΗΠΑ, οι επενδυτές φαίνονται αισιόδοξοι ότι η νέα κυβέρνηση θα ενισχύσει όντως τα κέρδη των αμερικανικών επιχειρήσεων μέσω φορολογικών περικοπών, ενισχύοντας παράλληλα τον δανεισμό. Ο συνδυασμός υψηλότερων ελλειμμάτων και ενισχυμένου πληθωρισμού, με τη σειρά του, μπορεί να αναγκάσει την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να διατηρήσει τα επιτόκια δανεισμού υψηλότερα. Αυτά τα υψηλότερα επιτόκια θα καθιστούσαν το δολάριο πολύ πιο ελκυστικό, σημειώνει σε ανάλυσή του ο Economist.
Η άνοδος της αξίας του δολαρίου τις περισσότερες φορές συνεπάγεται αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας. Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2023 διαπίστωσε ότι, ύστερα από ένα έτος, μια αύξηση της αξίας του δολαρίου κατά 10% θα μειώσει την παραγωγή στις αναδυόμενες οικονομίες κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Οι πλούσιες χώρες επηρεάζονται λιγότερο, αλλά και πάλι θα δουν μια μείωση της παραγωγής τους κατά 0,6%. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι δυσμενείς επιπτώσεις ενός ισχυρού δολαρίου τείνουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους για τουλάχιστον δυόμισι χρόνια σε αναδυόμενες οικονομίες και για ένα χρόνο για τις πλούσιες χώρες.
Οι διακυμάνσεις στην αξία του δολαρίου έχουν σε γενικές γραμμές επιπτώσεις σε δύο βασικούς τομείς: το εμπόριο και τον διακρατικό δανεισμό.
Στον πρώτο τομέα, ένα απλό μέγεθος δείχνει την επιρροή του αμερικανικού νομίσματος: περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου εμπορίου τιμολογείται σε δολάρια. Ενα ισχυρότερο δολάριο αυξάνει επομένως το κόστος των εισαγωγών για πολλά κράτη, γεγονός που μειώνει τη ζήτηση για αγαθά από το εξωτερικό. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί στη συνέχεια να μειώσει τον συνολικό όγκο του εμπορίου. Επομένως, σε μεγάλο μέρος της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, οι μεταβολές στην αξία του δολαρίου έχουν μεγαλύτερη οικονομική σημασία από την αξία των τοπικών νομισμάτων. Ενδεικτική είναι ακαδημαϊκή μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2020, η οποία διαπίστωσε ότι μια αύξηση της αξίας του δολαρίου κατά 1% έναντι όλων των νομισμάτων θα σήμαινε μείωση του εμπορίου μεταξύ των χωρών του υπόλοιπου κόσμου κατά 0,6%.
Εξίσου σημαντικές με τις εμπορικές επιπτώσεις της ανόδου του αμερικανικού νομίσματος είναι και οι οικονομικές. Για τις χώρες και τις επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε δολάρια αλλά δεν έχουν πηγές εσόδων σε δολάρια, η άνοδος της αξίας του νομίσματος διογκώνει το χρέος τους και αυξάνει το κόστος των τόκων τους. Τα ενδεχομένως υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την άνοδο του δολαρίου, καθιστούν επίσης τις επενδύσεις στον υπόλοιπο κόσμο λιγότερο ελκυστικές. Τα κεφάλαια τείνουν να «αποχωρούν» από τις αναδυόμενες αγορές προς την ασφάλεια του δολαρίου και των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, πράγμα που αναγκάζει αυτές τις αγορές να αυξήσουν επίσης τα επιτόκιά τους για να συγκρατήσουν την κατάσταση.
Πηγή: kathimerini.gr