Στις 3 Νοεμβρίου 1940 οι ελληνικές δυνάμεις καταφέρνουν με μεγάλη προσπάθεια να ανακόψουν την προέλαση της επίλεκτης ιταλικής 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» (ή «Γιούλια» στην ιταλική) πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου. Στην προσπάθεια αυτή έπεσαν ο μόνιμος Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος από τα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα και ο Έφ.Ανθυπολοχαγός Ντάσκας, που είχαν την τιμή να είναι οι πρώτοι νεκροί αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο, ενώ στις 2 Νοεμβρίου τραυματίστηκε στο στήθος ο Διοικητής του «Αποσπάσματος Πίνδου» που είχε ως αποστολή να σταματήσει, αν μπορεί, ή να καθυστερήσει, την ιταλική προέλαση της επίλεκτης Μεραρχίας ορεινού πεζικού, απολύτως εξειδικευμένη να επιχειρεί σε ορεινά εδάφη όπως αυτό της Πίνδου. Από την επομένη μέρα, 3 Νοεμβρίου 1940, που ο Ιταλός διοικητής της Μεραρχίας είχε δώσει «παύση προελάσεως» προκειμένου να προχωρήσει στην ανασυγκρότηση των μονάδων της Μεραρχίας του, ξεκίνησε η προσπάθεια του ΕΣ να εκδιωχθεί αυτή εκτός ελληνικού εδάφους, κάτι που επετεύχθη μερικές μέρες αργότερα στις 14 Νοεμβρίου 1940.
Συμφώνως με το Ιταλικό Γενικό Επιτελείο στη Ρώμη το χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου καταβλήθηκαν επανειλημμένες προσπάθειες προκειμένου να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία της VIII (8ης) Μεραρχίας του Στρατού μας. Στις 9 Νοεμβρίου 1940, οι ιταλικές επιθέσεις διακόπηκαν τελείως και οι δυνάμεις τους στην Ήπειρο άρχισαν να υποχωρούν, λαμβάνοντας αμυντικές θέσεις, προκειμένου έτσι να αντιμετωπίσουν την ελληνική αντεπίθεση!
Η πιο σημαντική απειλή της ιταλικής επιθέσεως ήταν η διείσδυση της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια», δυνάμεως 11.000 ανδρών, στον ορεινό όγκο της Πίνδου, με τελικό αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Μετσόβου και της στρατηγικής σημασίας διαβάσεως της Κατάρας, ώστε να κόψουν στα δύο την Ελλάδα, μπαίνοντας στη Θεσσαλία, και αποκόπτοντας την Ήπειρο με τη Δυτική Μακεδονία.
Ιταλικές Μεραρχίες Αλπινιστών – Μεραρχία «Τζούλια»
Οι δυνάμεις των Αλπινιστών θεωρούνταν (και ήταν) επίλεκτες δυνάμεις ορεινού πεζικού, ικανές να επιχειρούν στους ορεινούς όγκους των Άλπεων, εξ ου και η ονομασία τους, και το 1940 υπήρχαν συνολικώς 5 μεραρχίες Αλπινιστών στον ιταλικό στρατό, μία από τις οποίες ήταν η «Τζούλια», ενώ μία έκτη συγκροτήθηκε το 1941. Έμβλημά τους ήταν (και παραμένει ως σήμερα) το Μαύρο Φτερό αετού, που κοσμεί το τριγωνικού σχήματος καπέλο, όσων υπηρετούν σε αυτήν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άνδρες των μεραρχιών Αλπινιστών προέρχονταν από τις ορεινές περιοχές των Άλπεων, της βόρειας Ιταλίας και ήταν πλήρως εξοικειωμένοι με το περιβάλλον που θα επιχειρούσαν και καλά εκπαιδευμένοι στον ορεινό αγώνα. Όπως όλες οι μεραρχίες του ιταλικού στρατού, έτσι και των Αλπινιστών, διέθεταν δύο συντάγματα, των τριών ταγμάτων έκαστο, καθώς και ένα σύνταγμα πυροβολικού με έξι πυροβολαρχίες με ορειβατικά πυροβόλα των 76mm. Υπήρχε όμως μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ των μεραρχιών του Πεζικού και των Αλπινιστών. Κάθε τάγμα Αλπινιστών είχε προσκολλημένη μόνιμα σε αυτό μια πυροβολαρχία, στοιχεία μηχανικού και υπηρεσιών υποστηρίξεως, αυτό που σήμερα θα λέγαμε «τακτικό συγκρότημα τάγματος, ώστε να μπορεί να δράσει αυτόνομα και αναλαμβάνοντας κάθε είδους αποστολή στα ορεινά εδάφη. Εκτός της «Τζούλια», εναντίον των Ελλήνων πολέμησαν και άλλες τρεις Μεραρχίες Αλεξιπτωτιστών, οι: 2η («Τριτεντίνα»), η 4η («Κουνένσε») και η 5η («Πουστερία»).
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η «Τζούλια», εκτός από τη συμμετοχή της στην εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, συμμετείχε επίσης και στην εισβολή του στη Σοβιετική Ένωση (22 Ιουνίου 1941), στο πλευρό των Γερμανικών δυνάμεων, αλλά σχεδόν διαλύθηκε από τις απώλειες, καθώς οι άνδρες της δεν ήταν ούτε συνηθισμένοι αλλά ούτε και εκπαιδευμένοι να πολεμούν στις αχανείς στέπες της Ρωσίας.
Σήμερα η Μεραρχία «Τζούλια» εξακολουθεί να υφίσταται στον Ιταλικό Στρατό, ως ταξιαρχία Αλπινιστών όμως και όχι ως Μεραρχία, γεγονός που έχει επιφέρει και αντίστοιχη διαφοροποίηση στην οργανική της σύνθεση (λιγότερο προσωπικό), μολονότι οι μονάδες της, επιπέδου τάγματος στην πραγματικότητα, φέρουν για ιστορικούς λόγους και λόγους παραδόσεως, ονομασίες συνταγμάτων Αλπινιστών, μεταξύ των οποίων και τα 8ο και 9ο Συντάγματα Αλπινιστών, που αποτελούσαν τη δύναμη της Μεραρχίας στη διάρκεια της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, το 1940.
Επανερχόμενοι, στην ιταλική εισβολή στη χώρα μας, αρχικώς και λόγω του ιταλικού αιφνιδιασμού, καθότι είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων, η Μεραρχία «Τζούλια» σημείωσε μικρής εκτάσεως επιτυχίες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και η απώθηση των λιγοστών δυνάμεων του «Αποσπάσματος Πίνδου», δυνάμεως 6 λόχων και 12 ορεινών πυροβόλων, του Συνταγματάρχη (ΠΖ) Κωνσταντίνου Δαβάκη, ο οποίος είχε την ευθύνη για την άμυνα της ορεινής περιοχής.
Το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκε να συμπτυχθεί κάτω από το βάρος της ιταλικής επιθέσεως, καθώς ο ρόλος του ήταν προκαλυπτικός, όπως ίσχυε την εποχή αυτή, που καθόριζε επιβραδυντικό αγώνα διάρκειας δύο εβδομάδων μέχρις ότου ολοκληρωθεί η επιστράτευση.
Στις 29 Οκτωβρίου οι αλπινιστές της «Τζούλια», συνέχισαν την επίθεσή τους φέρνοντας έτσι τις ελληνικές δυνάμεις σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, με αποτέλεσμα ο Δαβάκης αφενός να προωθήσει το σύνολο των διαθεσίμων ανδρών του στην πρώτη γραμμή, αφετέρου δε να ζητήσει από τους κατοίκους της περιοχής να αναλάβουν το ρόλο του «μεταφορέα» εφοδίων και πυρομαχικών από τα μετόπισθεν, στην πρώτη γραμμή. Αυτή ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού στο «Έπος της Πίνδου».
Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη ελληνική αντεπίθεση με περιορισμένη όμως επιτυχία.
Στις 3 Νοεμβρίου 1940, οι Αλπινιστές κατάφεραν να καταλάβουν τη Βωβούσα σε απόσταση 20 χιλιομέτρων βορείως του Μετσόβου, αλλά δεν μπόρεσαν να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της επιθετικής τους ενεργείας, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή από το γειτονικό Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας.
Στις 2 Νοεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Δαβάκης εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Στις 4 Νοεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν τη «Τζούλια», που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βωβούσα.
Μέχρι τις 7 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν ανηλεείς μάχες στην ευρύτερη περιοχή της, μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθώς οι αλπινιστές της «Τζούλια», οι οποίοι είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολεμούσαν με εξαιρετικό ηρωισμό για να σωθούν!
Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», Υποστράτηγος Μάριο Τζιρότι, διέταξε την υποχώρηση των δυνάμεών του νότια του Σμόλικα, κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα. Εκεί είχε προωθηθεί και η 47η Μεραρχία Πεζικού «Μπάρι», η οποία αρχικώς προοριζόταν για να αποβιβαστεί και να καταλάβει την Κέρκυρα.
Στις 9 Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι διαπιστώνοντας ότι η ορμή της ιταλικής επιθέσεως είχε τελματωθεί, προχώρησε άμεσα στην αντικατάσταση του Διοικητή των Ιταλικών Δυνάμεων στην Αλβανία Στρατηγού Πράσκα, με τον τέως Υφυπουργό Πολέμου, Στρατηγό Ουμπάλντο Σόντου, ο οποίος διέταξε αμέσως τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια, λαμβάνοντας αμυντικές θέσεις, καθιστώντας έτσι πασιφανές ότι η ιταλική εισβολή εναντίον της Ελλάδος είχε αποτύχει.
Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει όλες τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, εκτός αυτών της περιοχής της Κόνιτσας που ελέγχονταν όπως είδαμε από την 47η Μεραρχία, και η οποία τις διατήρησε μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 1940, οπότε και αποχώρησαν.
Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».