Νέα μελέτη διαπιστώνει ότι η ανάλυση της φωνής θα μπορούσε να χρησιμεύσει για τον εντοπισμό μη διαγνωσμένων περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2.
Η ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Υγείας του Λουξεμβούργου, χρησιμοποίησε ηχογραφήσεις της φωνής των εθελοντών διαρκείας περίπου 25 δευτερολέπτων, καθώς και βασικά στοιχεία για την υγεία τους, όπως ηλικία, φύλο, δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) και αρτηριακή πίεση. Στη συνέχεια, ανέπτυξε ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που μπόρεσε να διαγνώσει τον διαβήτη τύπου 2 με ποσοστό ακρίβειας 66% στις γυναίκες και 71% στους άνδρες.
«Οι περισσότερες τρέχουσες μέθοδοι προσυμπτωματικού ελέγχου για διαβήτη τύπου 2 απαιτούν πολύ χρόνο, είναι επεμβατικές, πραγματοποιούνται στο εργαστήριο και είναι δαπανηρές. Ο συνδυασμός της τεχνητής νοημοσύνης με την φωνητική τεχνολογία έχει τη δυνατότητα να κάνει πιο εύκολα προσβάσιμη τη διάγνωση, αφαιρώντας αυτά τα εμπόδια», εξήγησε η επικεφαλής συγγραφέας Αμπίρ Ελμπέτζι από το Ινστιτούτο Υγείας του Λουξεμβούργου.
Περίπου οι μισοί ενήλικες με διαβήτη- περίπου 240 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο– δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από την πάθηση, επειδή η πλειονότητά τους (το 90%) έχουν γενικά ή ανύπαρκτα συμπτώματα. Για αυτό και η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη σοβαρών επιπλοκών. Η μείωση των αδιάγνωστων περιπτώσεων διαβήτη τύπου 2 παγκοσμίως είναι μια επείγουσα πρόκληση για τη δημόσια υγεία.
Οι ερευνητές ζήτησαν από 607 ενήλικες, ορισμένοι εκ των οποίων έπασχαν από διαβήτη τύπου 2, να διαβάσουν ορισμένες προτάσεις και να τις ηχογραφήσουν στο κινητό τους τηλέφωνο ή στον φορητό υπολογιστή τους. Οι ερευνητές μπόρεσαν στη συνέχεια να ανιχνεύσουν αλλαγές στον τόνο, την χροιά και την ένταση της φωνής, οι οποίες είναι ανεπαίσθητες στο ανθρώπινο αυτί. Αυτό έγινε χρησιμοποιώντας δύο προηγμένες τεχνικές: μία που κατέγραψε έως και 6.000 λεπτομερή φωνητικά χαρακτηριστικά και μια πιο εξελιγμένη προσέγγιση βαθιάς μάθησης που εστίασε σε ένα σύνολο 1.024 βασικών χαρακτηριστικών.
Το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης διέγνωσε τον διαβήτη τύπου 2 με ακρίβεια 71% στους άνδρες και 66% στις γυναίκες. Το μοντέλο απέδωσε ακόμη καλύτερα σε γυναίκες ηλικίας 60 ετών και άνω και σε άτομα με υπέρταση. Όταν οι ερευνητές συνέκριναν τα ευρήματα με αυτά ενός καθιερωμένου διαγνωστικού εργαλείου της Αμερικανικής Εταιρείας Διαβήτη (ADA), διαπίστωσαν ότι συμφωνούσαν σε ποσοστό 93%.
Ωστόσο, οι ερευνητές τονίζουν ότι αν και τα ευρήματα της μελέτης είναι πολλά υποσχόμενα, απαιτείται περαιτέρω έρευνα και επιβεβαίωση και τελειοποίηση της μεθόδου.
Η μελέτη παρουσιάστηκε αυτή την εβδομάδα στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Μαδρίτη.
ΠΗΓΗ: Medicalxpress