Από την Κυριακή, λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της νυν αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις ότι θα είναι υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, εκδηλώθηκε μια πλημμυρίδα από ψευδείς εικόνες, σεξουαλικές προσβολές, ρατσιστικούς υπαινιγμούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με στόχο την Δημοκρατική υποψήφια πρόεδρο των ΗΠΑ και οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα φαινόμενα αυτά θα επιδεινωθούν και θα πληθύνουν.
Με την ανακοίνωση του προέδρου Τζο Μπάιντεν ότι αποχωρεί από την κούρσα για μια νέα προεδρική θητεία, έγινε ορατή η προοπτική η Χάρις, έχοντας τη στήριξη του προέδρου, πρωτοκλασσάτων στελεχών του Δημοκρατικού κόμματος, της συντριπτικής πλειονότητας των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών, να γίνει η πρώτη στην αμερικανική ιστορία μαύρη και νοτιοασιάτισα πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτό προκάλεσε πλημμύρα σεξιστικού περιεχομένου και ψευδών ισχυρισμών εναντίον της, με ορισμένους από τους ψευδείς ισχυρισμούς να έχουν ήδη αντικρουστεί στο παρελθόν.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα, πολλοί από το συντηρητικό πολιτικό στρατόπεδο άρχισαν να γράφουν ότι η Χάρις «έφτασε στην κορυφή» της αμερικανικής πολιτικής χάρη σε σεξουαλικές χάρες, αναφερόμενοι στη σύντομη σχέση της με τον πρώην δήμαρχο του Σαν Φρανσίσκο, Γουίλι Μπράουν.
Άλλοι είπαν ότι οφείλει την πολιτική της καριέρα από το γεγονός ότι είναι στην πραγματικότητα άντρας. Μια φωτογραφία που την εμφανίζει μαζί με τον Τζέφρι Έπσταϊν – έναν Αμερικανό χρηματοδότη που αυτοκτόνησε στη φυλακή το 2019 προτού δικαστεί για σεξουαλικά εγκλήματα και σωματεμπορία – έχει επίσης εμφανιστεί.
Ωστόσο, η φωτογραφία αυτή είναι αποτέλεσμα φωτομοντάζ, με την εικόνα του Έπσταϊν να έχει επικολληθεί σε αυτή του συζύγου της αντιπροέδρου, Ντάγκλας Έμχοφ.
«Είναι σημαντικό να ονομάσουμε αυτή τη ρητορική και τα ψέματα σε αυτό που είναι: μια προσπάθεια να υποτιμηθεί το έργο μιας ισχυρής γυναίκας, απλώς λόγω του φύλου της, της καταγωγής της και του χρώματος του δέρματός της», κατήγγειλε η Νίνα Γιάνκοβιτς, συνιδρύτρια του American Sunlight Project, που καταπολεμά την παραπληροφόρηση.
Στόχος οι γυναίκες πολιτικοί
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών, του 2020, η Γιάνκοβιτς ηγήθηκε μιας μελέτης που έδειξε ότι 13 γυναίκες πολιτικοί είχαν γίνει στόχος περισσότερων από 336.000 κομματιών περιεχομένου σχετικά με παραπληροφόρηση ή προσβολές με βάση το φύλο. Το 78% αυτών των επιθέσεων στόχευαν τότε την Χάρις.
Αυτές οι επιθέσεις δεν περιορίζονται σε σεξιστικές νύξεις. Χρήστες του διαδικτύου λένε ότι η αντιπρόεδρος, γεννημένη στις ΗΠΑ, δεν μπορεί να είναι υποψήφια επειδή και οι δύο γονείς ήρθαν στις ΗΠΑ ως μετανάστες, ενώ άλλοι την κατηγορούν ότι «μεγαλοποιεί» την εθνική της καταγωγή με την ελπίδα να κερδίσει πολιτικό αβαντάζ.
Στις τοπικές και εθνικές εκλογές του 2020, υποψήφιοι εθνοτικών μειονοτήτων είχαν διπλάσιες πιθανότητες να γίνουν στόχοι εκστρατειών παραπληροφόρησης από άλλους υποψήφιους, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου για τη Δημοκρατία και την Τεχνολογία με έδρα την Ουάσιγκτον.
Είχαν επίσης τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνουν στόχος βίας από τους λευκούς υποψήφιους.
Η παραπληροφόρηση με βάση το φύλο –ψευδείς ή παραπλανητικές ρητορικές με βάση το φύλο– είναι κοινή πραγματικότητα για πολλές γυναίκες πολιτικούς σε όλο τον κόσμο, με αυτές τις επιθέσεις να στοχεύουν στη σπίλωση της φήμης τους, στην καταστροφή της αξιοπιστίας και της καριέρας τους.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που θα διεξαχθούν στις 5 Νοεμβρίου, δίνουν παραδοσιακά αφορμή για πολυάριθμες εκστρατείες παραπληροφόρησης. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, ερευνητές αναμένουν τέτοιου είδους επιθέσεις κατά της Χάρις να εκτοξευτούν.
Εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης, πλέον ευρέως προσβάσιμες και ικανές να παράγουν ψεύτικες, υπερρεαλιστικές εικόνες, απειλούν να διαταράξουν περαιτέρω την εκστρατεία, ιδιαίτερα στην πλατφόρμα Χ, ιδιοκτησίας του Ίλον Μασκ που χρηματοδοτεί την εκστρατεία για την επανεκλογή Τραμπ.
Αυτό το μέσο κοινωνικής δικτύωσης έχει μειώσει σημαντικά την εποπτεία του περιεχομένου του και επέτρεψε σε λογαριασμούς που είναι γνωστοί για το ρόλο τους στη διάδοση ψευδούς περιεχομένου να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την πλατφόρμα.
«Θα πρέπει να περιμένουμε όλο το φάσμα της παραπληροφόρησης», προειδοποίησε ο Ρόναλντ Ντέιμπερτ, διευθυντής ερευνών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, που κυμαίνονται από «ερασιτεχνικές παραγωγές» έως «υψηλά οργανωμένες επιχειρήσεις επιρροής, που ορισμένες φορές υποστηρίζονται από ξένες δυνάμεις».