Στις 3 Ιουλίου 1976, τις πρώτες μεσημεριανές ώρες, ξεκίνησε η «Επιχείρηση Αστροπελέκι» των Ισραηλινών δυνάμεων, δηλαδή η επιτυχής επιδρομή των Ισραηλινών κομάντος στο διεθνές αεροδρόμιο Έντεμπε, της πρωτεύουσας της Ουγκάντα Καμπάλα, που είχε ως αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση των Αράβων και Γερμανών τρομοκρατών, που είχαν πραγματοποιήσει αεροπειρατεία σε αεροσκάφος της Air France, που είχε απογειωθεί από την Αθήνα λίγες μέρες νωρίτερα, το πρωί της 27 Ιουνίου 1976.
Η εκτέλεση της όλης επιχειρήσεως ήταν νυχτερινή και αυτή ολοκληρώθηκε με την επιτυχή επιστροφή κομάντος και απελευθερωμένων ομήρων στο Ισραήλ, εν μέσω φρενίτιδος ενθουσιασμού των κατοίκων της.
Στις 27 Ιουνίου 1976, το πρωί, το Airbus της Air France (AF-139), με 248 επιβάτες και 12μελές πλήρωμα απογειώθηκε από την Αθήνα, προερχόμενο από το Τελ-Αβίβ και με τελικό προορισμό το Παρίσι. Μόλις έσβησε η φωτεινή ένδειξη για τις δεμένες ζώνες ασφαλείας των καθισμάτων, και το αεροσκάφος βρισκόταν πάνω από την Κόρινθο, οι τέσσερις αεροπειρατές, δύο Παλαιστίνιοι, ενός παρακλαδιού της ριζοσπαστικής οργανώσεως «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (PFLP), της PFLP-EO, καθώς και δύο Γερμανοί, της τρομοκρατικής οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες» (Revolutionare Zellen), σηκώθηκαν και με τα όπλα τους έθεσαν το αεροσκάφος υπό τον έλεγχό τους.
Ο επικεφαλής των αεροπειρατών Βίλφριντ Μπέζε έθεσε τα αιτήματά τους προς τις Ισραηλινές αρχές, ζητώντας την απελευθέρωση 40 Παλαιστινίων και 12 άλλων ατόμων, που κρατούνταν σε φυλακές της Κένυας, της Ελβετίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, προκειμένου να αφήσει ελεύθερους τους ομήρους.
Το γαλλικό αεροπλάνο άλλαξε πορεία και προσγειώθηκε στη Βεγκάζη της Λιβύης, όπου παρέμεινε για επτά ώρες και ανεφοδιάστηκε με καύσιμα. Όταν αυτό απογειώθηκε κατευθύνθηκε στην Ουγκάντα, όπου τότε κυβερνούσε ο θηριώδης δικτάτωρ, πρώην μποξέρ και πρώην υπαξιωματικός του Βρετανικού (αποικιακού) Στρατού, Ίντι Αμίν Νταντά, ο οποίος δήλωνε «φίλος των Παλαιστινίων».
Η ισραηλινή κυβέρνηση (Πρωθυπουργός ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Υπουργός Αμύνης ο Σιμόν Πέρες), κατά παγία τακτική της, αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή και διαπραγμάτευση με τους αεροπειρατές. Αφού στάθμισε όλες τις παραμέτρους και εξέτασε ενδελεχώς την κατάσταση αποφάσισε να προχωρήσει στη σχεδίαση και εκτέλεση μιας στρατιωτικής επιχειρήσεως για την απελευθέρωση των ομήρων, πραγματοποιώντας προς τούτοις επιδρομή σε έδαφος, άλλης, κυρίαρχης χώρα, μέλους του ΟΗΕ.
Η «Μοσάντ» ανέλαβε αμέσως δράση για τη συλλογή των απαραίτητων κάθε είδους σχετικών πληροφοριών, ώστε να υπάρχει αίσιο – για τους Ισραηλινούς – τελικό αποτέλεσμα της επιχειρήσεως. Από τη συλλογή πληροφοριών σχετικώς με το αεροδρόμιο του Έντεμπε, που – συμπτωματικώς – είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει ισραηλινή εταιρεία, μέχρι τις έρευνες και επαφές για να βρεθεί χώρα της Ανατολικής Αφρικής, που θα συνεργαζόταν με το Ισραήλ, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ενδιάμεσος σταθμός ανεφοδιασμού, καθώς – τότε – η Ισραηλινή Αεροπορία δεν διέθετε αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού για να ανεφοδιάσουν τα μεταφορικά C-130H Hercules που θα πραγματοποιούσαν την επιδρομή, για το κρίσιμο σκέλος της επιστροφής στη χώρα τους. Και πλήθος άλλων, σημαντικών ή ασήμαντων, «λεπτομερειών», που όλες όμως ήταν κρίσιμες για την τελική έκβαση της επιχειρήσεως. Η κατασκευαστική εταιρία παρέδωσε αμέσως αντίγραφα των σχεδίων του αεροδρομίου και σε χρόνο ρεκόρ κατασκευάστηκαν ομοιώματα των χώρων, στα οποία εκπαιδεύτηκαν με εντατικούς ρυθμούς οι κομάντος.
Στις 3 Ιουλίου 1976, νωρίς το απόγευμα,. τέσσερα μεταφορικά αεροσκάφη C-130H της Ισραηλινής Αεροπορίας, με 100 επίλεκτους κομάντος, κατευθύνθηκαν με σιγή ασυρμάτου προς το αεροδρόμιο του Έντεμπε, όπου έφθασαν λίγες ώρες αργότερα. Ταυτόχρονα απογειώθηκαν και δύο αεροσκάφη Boeing B-707. Το ένα πετούσε συνεχώς κοντά στα C-130 και πάνω από το αεροδρόμιο του Έντεμπε, χρησιμοποιούμενο ως ένα ιπτάμενο κέντρο διοικήσεως, ελέγχου και επικοινωνιών της αποστολής. Το δεύτερο, είχε μετατραπεί σε «ιπτάμενο νοσοκομείο», και διέθετε πλήρεις χειρουργικές μονάδες και συναφές ιατρικό υλικό, ώστε να χρησιμοποιηθεί για άμεσες ιατρικές επεμβάσεις αν υπήρχαν τραυματίες μεταξύ των κομάντος ή των ομήρων. Το αεροσκάφος αυτό προσγειώθηκε στο διεθνές αεροδρόμιο «Κενυάτα» της πρωτεύουσας Ναϊρόμπι της Κένυας, χώρας-κλειδί στην επιχείρηση, καθώς είχε ενταμένες σχέσεις με το καθεστώς Αμίν της Ουγκάντα και ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει, όπως και βοήθησε, το Ισραήλ.
Με πλήρη σιγή ασυρμάτου, και σβηστά φώτα ναυτιλίας, τα τέσσερα Ισραηλινά μεταφορικά αεροσκάφη διήνυσαν με άκρα μυστικότητα περισσότερα από 4.000 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στην Ουγκάντα, πετώντας Νοτιοανατολικά κατά μήκος της διεθνούς διαδρομής πτήσεων πάνω από την Ερυθρά Θάλασσα σε πολύ χαμηλό ύψος για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους από τα ραντάρ της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και του Σουδάν. Κοντά στη νότια έξοδο της Ερυθράς Θαλάσσης, στράφηκαν προς Νότο, περνώντας από Ερυθραία, Αιθιοπία και Κένυα, για να φθάσουν πάνω από τη λίμνη Βικτώρια, στις Βόρειες όχθες της οποίας βρίσκεται το Εντεμπε.
Ο αιφνιδιασμός των Ουγκαντέζων ήταν πλήρης.
Περίπου στις 23:00 της 3 Ιουλίου 1976, τα τέσσερα Iσραηλινά C-130H προσγειώθηκαν στο Έντεμπε, με ανοικτές τις οπίσθιες ράμπες φορτώσεως, ώστε να εξέλθουν αμέσως μόλις ακινητοποιηθούν στα προκαθορισμένα σημεία οι κομάντος και τα οχήματά τους, μία κατάμαυρη λιμουζίνα Μερσέντες, ίδια με την «προεδρική» του Αμίν και ορισμένα αυτοκίνητα συνοδείας, για να παραπλανήσουν τους Ουγκαντέζους σκοπούς, οι οποίοι θα νόμιζαν ότι μετέφεραν τον δικτάτορα και την ακολουθία του. Όπερ και εγένετο.
Οι Ισραηλινοί κομάντος κατευθύνθηκαν αμέσως και με ταχύτητα στο παλιό κτίριο του αεροδρομίου, όπου οι αεροπειρατές, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν αυξηθεί σε δέκα, κρατούσαν μόνο τους 103 ομήρους (τους εβραϊκής καταγωγής και το 12μελές γαλλικό πλήρωμα που εθελοντικώς ζήτησε να παραμείνει για να μην εγκαταλείψει τους παραμένοντες επιβάτες του), καθώς τους υπόλοιπους επιβάτες, τους είχαν απελευθερώσει προηγουμένως σε δύο «δόσεις».
Οι κομάντος φώναξαν στους ομήρους στα εβραϊκά και τα αγγλικά να καλυφθούν, πέφτοντας στο έδαφος, και άρχισαν αμέσως καταιγιστικά πυρά κατά των αεροπειρατών οι οποίοι και τα ανταπέδωσαν, έχοντας βοήθεια της φρουράς των Ουγκαντέζων του αεροδρομίου.
Περίπου μισή ώρα αργότερα, όλα είχαν τελειώσει.
Κατά την επιχείρηση σκοτώθηκαν και οι επτά από τους δέκα τρομοκράτες, μεταξύ των οποίων και όλοι οι αεροπειρατές, τρεις όμηροι, ενώ μία τέταρτη όμηρος πέθανε σε νοσοκομείο της Ουγκάντα, όπου είχε μεταφερθεί ΠΡΙΝ από την επιδρομή, και από ισραηλινής πλευράς ο Διοικητής των κομάντος Αντισυνταγματάρχης Γιόναθαν Νετανιάχου, αδελφός του σημερινού πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Τέλος, σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και δεκάδες στρατιώτες της Ουγκάντας, ενώ το κτίριο του αεροδρομίου υπέστη σοβαρές ζημιές.
Στο περιθώριο της επιχειρήσεως και προκειμένου οι Αεροπορία της Ουγκάντα να μην καταδιώξει μετά την επιχείρηση τα άοπλα μεταφορικά αεροσκάφη με τους κομάντος και τους ομήρους, οι Ισραηλινοί καταδρομείς κατέστρεψαν στο έδαφος και οκτώ μαχητικά MiG-17 και MiG-21 της Ουγκάντας, που στάθμευσαν σε άλλο σημείο του ίδιου αεροδρομίου.
Πραγματοποιώντας τη μία και μοναδική στάση ανεφοδιασμού στο Ναϊρόμπι της Κένυας, οι κομάντος και οι όμηροι επιβαίνοντες στα τέσσερα C-130H επέστρεψαν με ασφάλεια στο Ισραήλ, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιδρομή αυτή συμμετείχαν ενεργώς τρεις εν ενεργεία ή μελλοντικοί Πρωθυπουργοί του Ισραήλ, όλοι τους απόστρατοι ανώτατοι αξιωματικοί.
- Ο τότε Πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν ο οποίος διέταξε την εκτέλεση της επιχειρήσεως.
- Ο τότε ΥΠΑΜ και μελλοντικός Πρωθυπουργού Σιμόν Πέρες.
- Ο τότε Συνταγματάρχης Εχούντ Μπάρακ, επίσης μελλοντικός Πρωθυπουργός, ο οποίος ήταν αυτός, ο οποίος μετέβη στην Κένυα για τις κρίσιμες επαφές με τους Κενυάτες αρμοδίους, παραμένοντας εκεί ως «σύνδεσμος» για την προετοιμασία της προσγειώσεως όλων των αεροσκαφών και του «νοσοκομειακού» Β-707.
- Ο σημερινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έχει έμμεση μόνο σχέση με την όλη επιχείρηση, λόγω του θανάτου του αδελφού του και Διοικητή αυτής, ο οποίας και ανακηρύχθηκε «Ήρωας στο Ισραήλ».