Η μεγάλη μορφή της μουσικής, ο Λέοναρντ Κοέν, πέθανε στον ύπνο του, έπειτα από πτώση κατά τη διάρκεια της νύκτας, στο σπίτι του στο Λος Άντζελες, ανακοίνωσε ο μάνατζέρ του.
"Ο θάνατός του ήταν αιφνίδιος, αναπάντεχος και ειρηνικός", αναφέρει σε ανακοίνωσή του που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Cohencentric ο Ρόμπερτ Κόρι.
Ο θρυλικός ποιητής, τραγουδοποιός και καλλιτέχνης έφυγε από τη ζωή στις 7 Νοεμβρίου σε ηλικία 82 ετών. Οταν ανακοινώθηκε, τρεις ημέρες μετά, δεν διευκρινίσθηκε η αιτία του θανάτου του.
Τάφηκε σε ένα λιτό φέρετρο από πεύκο, δίπλα στην μητέρα και τον πατέρα του, έγραψε την Κυριακή στο Facebook ο γιος του Άνταμ.
"Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές σκέφτομαι τον μοναδικό συνδυασμό που είχε ο πατέρας μου--αυτο-υποτίμηση μαζί με αξιοπρέπεια, προσιτή φινέτσα, χάρισμα χωρίς θράσος, παλιομοδίτικη ευγένεια, το προσωπικά σμιλεμένο ύψος του έργου του", έγραψε ο Άνταμ .
Τον περασμένο μήνα, σε συνέντευξή του στο περιοδικό New Yorker, ο Κοέν είχε δηλώσει πως υπήρχαν πολλά που ήθελε να κάνει ακόμη, αλλά πως ήταν έτοιμος και να πεθάνει. Σύμφωνα με το άρθρο, ο Κοέν έχει έναν θησαυρό με αδημοσίευτα και ημιτελή ποιήματα που θέλει να προλάβει να τα ηχογραφήσει ή να τα δημοσιεύσει.
Αγγλόφωνος του Καναδά, ο Κοέν ήταν γιος ενός ευκατάστατου εβραίου εμπόρου υφασμάτων. Σε ηλικία έξι ετών, έχασε τον πατέρα του και αυτό τον σημάδεψε για όλη του την ζωή. Έφηβος έμαθε κιθάρα και έγινε μέλος του μουσικού γκρουπ Buckskin Boys, το οποίο έπαιζε μουσική κάντρι.
Αργότερα, τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Ύδρα, όπου συνέχισε να γράφει. Με το μυθιστόρημα Beautiful Losers (Θαυμάσιοι αποτυχημένοι, 1966), γνώρισε την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Ωστόσο, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ για να αφοσιωθεί στην μουσική.
Το 1992 κυκλοφόρησε τον πιο πολιτικοποιημένο δίσκο του με τίτλο The Future, και δύο χρόνια κατόπιν αποφάσισε να γίνει βουδιστής, μέχρι που χειροτονήθηκε μοναχός. Αλλά το 1999 εγκατέλειψε τον μοναστικό βίο, για να εκδώσει δύο ακόμα δίσκους.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά είναι πατέρας δύο παιδιών, του Άνταμ και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με την Σούζαν Έλροντ.
Το 2010 βραβεύτηκε με Τιμητικό Γκράμι για το σύνολο της προσφοράς του.