Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες αρχίζουν να ανησυχούν για τη συνεχή ανατίμηση του δολαρίου στις χρηματαγορές. Πολλές εξαγγέλλουν μέτρα, αλλά παραμένουν ευάλωτες.
Σχεδόν όλες τις χώρες της ομάδας G20 βλέπουν το εθνικό τους νόμισμα να υποτιμάται απέναντι στο δολάριο. «Πρωταθλήτρια» της διολίσθησης είναι η τουρκική λίρα, που από από τις αρχές του 2024 έχει χάσει το 8,8% της αξίας της απέναντι στο αμερικανικό νόμισμα. Αλλά και το ιαπωνικό γιεν έχει υποτιμηθεί κατά 8%, ενώ το γουόν, το νόμισμα της Νότιας Κορέας, καταγράφει απώλειες ύψους 5,5%.
Η εξασθένηση του νομίσματος δεν αφορά μόνο στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το δολάριο Καναδά, για παράδειγμα, έχει υποτιμηθεί κατά 4,4%, το δολάριο Αυστραλίας κατά 3,3%, ενώ για το ευρώ οι απώλειες περιορίζονται στο 2,8%.
Ανατίμηση λόγω «διστακτικής» FED;
Γιατί όμως ενισχύεται συνεχώς το αμερικανικό δολάριο; Κύριος λόγος θεωρείται η διαφαινόμενη απροθυμία της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED) να μειώσει τα επιτόκια και- κατά συνέπεια- το κόστος του χρήματος, καθώς τα νεότερα στοιχεία για την αύξηση του Δείκτη Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης (CPI) στις ΗΠΑ υποδηλώνουν ότι ο πληθωρισμός καραδοκεί και ενδέχεται να επιστρέψει σύντομα.
Έτσι, οι traders ποντάρουν όλο και λιγότερο σε μία μείωση επιτοκίων, γεγονός που συμβάλλει στην ενίσχυση των κερδών του αμερικανικού νομίσματος. Μόνο το 2024 ο δείκτης Bloomberg Dollar Spot Index, που παρακολουθεί το δολάριο έναντι δώδεκα σημαντικών νομισμάτων, έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 4%. Επιπλέον, η αυξανόμενη ένταση στη Μέση Ανατολή ευνοεί το ισχυρό δολάριο, που θεωρείται ελκυστικό «ασφαλές καταφύγιο». Συν τοις άλλοις οι περισσότερες οικονομίες εμφανίζουν ισχνούς δείκτες ανάπτυξης, ενώ την ίδια στιγμή στις ΗΠΑ τα οικονομικά στοιχεία ξεπερνούν κάθε προσδοκία, ακόμη και όσον αφορά στην απασχόληση ή στον κύκλο εργασιών του λιανεμπορίου.
Κίνδυνοι για αναπτυσσόμενες οικονομίες
Ιδιαίτερα οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θεωρούνται εξαιρετικά εκτεθειμένες σε κινδύνους διακυμάνσεων των ισοτιμιών, καθώς το χρέος τους «μεταφράζεται» σε δολάρια. Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) μία άνοδος του δολαρίου κατά 10% στις αγορές συναλλάγματος προκαλεί πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες κατά 1,9% εντός έτους, ενώ οι υπόλοιπες δυσμενείς επιδράσεις (adverse effects) διαρκούν πάνω από δύο χρόνια.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2022, σε μία αντίστοιχη περίοδο ανατίμησης του δολαρίου, η Σρι Λάνκα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της και τελικά χρεοκόπησε. Άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες έσπευσαν να ανεβάσουν τα επιτόκια, σε μία προσπάθεια να αποτρέψουν περαιτέρω διολίσθηση του εθνικού νομίσματος.
Αντίστοιχες παρεμβάσεις σημειώνονται και στη σημερινή συγκυρία. Στην Τουρκία τα επιτόκια έχουν αυξηθεί μέσα σε λίγους μήνες από το 5% στο 50%. Στη Βραζιλία η Κεντρική Τράπεζα της χώρας παρενέβη στην αγορά συναλλάγματος την 1η Απριλίου, για πρώτη φορά από τότε που επανήλθε στην εξουσία ο πρόεδρος Λούλα. Στην Ινδονησία η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει για να στηρίξει το εθνικό νόμισμα, τη ρουπία, που έχει υποχωρήσει σε χαμηλά τετραετίας έναντι του δολαρίου.
Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες φοβούνται μήπως οι αυξήσεις επιτοκίων γίνουν «μπούμερανγκ» για την οικονομική ανάπτυξη, όπως συνέβη στην Τουρκία. Ο Κότα Κιραγιάμα, αναλυτής της SMBC Nikko Securities, εκτιμά ότι «οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Πολλές από αυτές προτιμούν όμως να μην καταφύγουν σε εργαλεία της νομισματικής πολιτικής, αλλά να παρέμβουν στην ισοτιμία με στόχο να 'αγοράσουν χρόνο' για τις επόμενες κινήσεις τους». Για παράδειγμα στην Κίνα ορισμένες κρατικές τράπεζες πωλούν δολάρια, ενώ στη Μαλαισία η κεντρική τράπεζα επιβάλλει στις επιχειρήσεις που συναλάσσονται με το κράτος να «επαναπατρίζουν» κέρδη που είχαν μετατραπεί σε δολάρια.
Πηγή: Deutsche Welle