Στις 3 Απριλίου 1897 γεννήθηκε στην Πρέβεζα, που ήταν τότε υπό Οθωμανικό ζυγό, ο Αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες στρατιωτικούς του 20ου αιώνος, με δράση σε όλα τα πεδία μαχών του Έθνους, Α’ και Β’ Παγκοσμίους πολέμους, Μικρασιατική εκστρατεία και Ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο.
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος φοίτησε στο τότε ημιγυμνάσιο Πρεβέζης και στα 14 του πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που ζούσε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Κίμων, ο οποίος ζούσε εκεί, φοιτώντας για δύο χρόνια στο εκεί Αβερώφειο Γυμνάσιο.
Μετά την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδος του, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, ο Θ.Τσακαλώτος επέστρεψε αρχικώς στην Πρέβεζα και αμέσως μετά στην Αθήνα όπου έδωσε εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Στις 1 Φεβρουαρίου 1914 εισήλθε στη ΣΣΕ από την οποία αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1916, ονομασθείς Ανθυπολοχαγός Πεζικού. Συμμαθητές του στη ΣΣΕ ήταν μεταξύ άλλων οι Παυσανίας Κατσώτας, Χριστόδουλος Τσιγάντες, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, οι οποίοι αποτελούσαν την Τάξη 1916 της Σχολής, ενώ συμμαθητής τους ήταν επίσης και ο Ναπολέων Ζέρβας, ο οποίος όμως δεν αποφοίτησε μαζί τους.
Μετά την αποφοίτησή του ο νεαρός Ανθυπολοχαγός Θ.Τσακαλώτος συμμετείχε στις μάχες του Α’ΠΠ στο Μακεδονικό, ενώ το 1918, χαρακτηρίστηκε ως αντιβενιζελικός με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να κρατηθεί για σύντομο διάστημα στα Ιωάννινα και, τον Μάρτιο του 1919, να αποταχθεί προσωρινώς εκ των τάξεων του στρατεύματος, όπου επανήλθε μετά την πάροδο τριμήνου. Στη συνέχεια συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία, όπου και διακρίθηκε.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου τον με τον βαθμό του Συνταγματάρχη και Διοικητή του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων της Άρτας, που διακρίθηκε ιδιαιτέρως στην απόκρουση της ιταλικής επιθέσεως στην Ήπειρο τις πρώτες ημέρες του πολέμου, καθώς και στην κατάληψη του στρατηγικής σημασίας αυχένα Κούτσι από τους Ιταλούς (15-20 Δεκεμβρίου 1940) εντός του Αλβανικού εδάφους. Από τον Μάρτιο του 1941 ανέλαβε επιτελάρχης του Β' Σώματος Στρατού.
Στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Αντιστράτηγου Γεωργίου Τσολάκογλου ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Διευθυντού του Υπουργείου Αμύνης συμμετέχοντας ταυτοχρόνως στην αντιστασιακή οργάνωση «Θέρος», που είχε ως αρχηγό της τον τότε Συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο.
Το 1943, διέφυγε από την κατεχόμενη Ελλάδα στην Αίγυπτο, όπου ανέλαβε τη διοίκηση του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ελλήνων Στρατιωτών στην Ισμαηλία. Τον Ιούλιο του 1944, αμέσως μετά την αναταραχή στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, μετά την κομμουνιστική ανταρσία σε αυτές του Απριλίου του 1944, και όντας έμπιστος της εξόριστης Ελληνικής κυβερνήσεως του Καΐρου, ανέλαβε τη διοίκηση της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (ΙΙΙ ΕΟΤ), η οποία διακρίθηκε όλως ιδιαιτέρως στη διάρκεια της εκστρατείας των Συμμάχων στο ιταλικό μέτωπο, όπου κατέλαβε την παραθαλάσσια, στρατηγικής σημασίας, πόλη της Αδριατικής, Ρίμινι (9-21 Σεπτεμβρίου 1944), κέρδιζοντας έτσι επαξίως από τότε και μέχρι σήμερα τον τίτλο «ΙΙΙ Ε.Ο.Τ. – «Ρίμινι» (σημερινή, «3η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού – «Ρίμινι»).
Το Νοέμβριο του 1944, ο Συνταγματάρχης Θ.Τσακαλώτος επιστρέφει στην Αθήνα ως διοικητής της ΙΙΙ Ε.Ο.Τ., συμμετέχοντας στη συνέχεια ενεργώς στη Μάχη των Αθηνών («Δεκεμβριανά») εναντίον των δυνάμεων του ΕΛΑΣ.
Μετά το πέρας των «Δεκεμβριανών» και τη Συνθήκη της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, ο Τσακαλώτος ανέλαβε τη διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών.
Μετά το τέλος του Β’ΠΠ ο Θρ.Τσακαλώτος ήταν ένας από τους πέντε Έλληνες στρατιωτικούς που τιμήθηκαν με ανώτατα παράσημα από τους Συμμάχους, για τη συμβολή τους στη συμμαχική νίκη.
Το 1946, με την έναρξη του «τρίτου γύρου» του Ελληνικού Εμφυλίου, προήχθη σε Υποστράτηγο (δεν υπήρχε ακόμη ο βαθμός του Ταξίαρχου) και ανέλαβε τη διοίκηση της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου (ΑΣΠ).
Τον Απρίλιο του 1948, ανέλαβε Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού (Α’ΣΣ), και επικεφαλής 45.000 ανδρών προέβη στη διενέργεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των κομμουνιστικών δυνάμεων από την Πελοπόννησο (επιχείρηση «Περιστερά») από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ). Αργότερα, το 1948, ανέλαβε τη διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις που οδήγησαν στην τελική νίκη των Εθνικών Δυνάμεων, τον Αύγουστο του 1949, στο Γράμμο και στο Βίτσι, εναντίον του κομμουνιστικού «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος».
Μετά το τέλος του Εμφυλίου ο Αντιστράτηγος Θρ. Τσακαλώτος ανέλαβετα καθήκοντα του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού (ΓΕΠΣ), ενώ στις 31 Μαΐου 1951 ανέλαβε τα καθήκοντα του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Τσακαλώτος ήταν αυτός, ο οποίος αποκάλυψε τη δράση της παραστρατιωτικής οργανώσεως «ΙΔΕΑ» στον τότε Υπουργό Εθνικής Αμύνης Σοφοκλή Βενιζέλο, με αποτέλεσμα να έλθει σε ρήξη με τους αξιωματικούς του «ΙΔΕΑ» και τον ίδιο τον Παπάγο, ο οποίος τον αποστράτευσε στις 20 Νοεμβρίου 1952, δύο μόλις μέρες μετά την ορκωμοσία της κυβερνήσεώς του («Κυβέρνηση Παπάγου»).
Ο Τσακαλώτος είχε έντονη αντιπαράθεση μέσα στον Στρατό με τον Αλέξανδρο Παπάγο, που είδαμε πως κατέληξε. Συμφώνως με τον Βρετανό ιστορικό και στρατιωτικό Κρίστοφερ Γούντχαουζ, επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα στη διάρκεια της κατοχής, ο οποίος είχε γνωρίσει και συνεργαστεί και με τους δύο) σημείωσε τα εξής: «Η δυσαρμονία μεταξύ Παπάγου και Τσακαλώτου, έμοιαζε μ' εκείνη μεταξύ Αϊζενχάουερ και Μοντγκόμερυ... Ο Τσακαλώτος ήταν ένας εξαίρετος διοικητής για το πεδίο της μάχης, εγωιστής και παράφορος, που πίστευε πάντα πως η καρδιά κάθε στρατηγικού προβλήματος βρισκόταν στο σημείο που τύχαινε να διοικεί αυτός. Ο Παπάγος, πάλι, ήταν ένας έξοχος επιτελικός αξιωματικός, αξεπέραστος στον λογιστικό σχεδιασμό και στους ακριβείς υπολογισμούς, αυθεντία στην πολιτική και τη διπλωματία του πολέμου, με μικρή όμως πείρα ανώτατης διοίκησης στο πεδίο της μάχης.» (wikipidia.org).
Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας, ο Αντιστράτηγος ε.α. Θρ.Τσακαλώτος τοποθετήθηκε Πρέσβης της Ελλάδος στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας (1957-1959), όπου έθεσε στον τότε Πρόεδρο της χώρας Στρατάρχη Τίτο της ανησυχίες των Αθηνών για τη μετονομασία της προπολεμικής επαρχίας των Σκοπίων, σε «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», προσπάθειες που δεν τελεσφόρησαν τελικώς καθώς προσέκρουσαν στα «ανοίγματα» που επιχειρούσε η τότε κυβέρνηση Κ.Καραμανλή προς την τότε γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.
Ο Αντιστράτηγος Θρ.Τσακαλώτος σε όλη του τη ζωή ήταν φανατικός αντικομμουνιστής αλλά ουδέποτε υιοθέτησε ακροδεξιές ή φιλοδικτατορικές απόψεις, απέχοντας συστηματικώς από όλες τις σχετικές δράσεις. Μάλιστα, στις εκλογές του 1985, όντας υποστηρικτής του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, προέβη σε γραπτή δήλωση στηρίξεως της τότε κυβερνήσεως (ΠΑΣΟΚ), λέγοντας ότι «αισθάνεται τον Ανδρέα σαν αδελφό του».
Στις 23 Μαΐου 1984 ο Θρ.Τσακαλώτος και έδωσε τα χέρια με τον άλλοτε αντίπαλό του, στρατιωτικό επικεφαλής του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος» Μάρκο Βαφειάδη μπροστά στις κάμερες της κρατικής ιταλικής τηλεοράσεως (RAI) με τον ακόλουθο διάλογο: Τσακαλώτος: «Κάναμε λάθος τότε», Βαφειάδης: «Μάλλον στρατηγέ μου...», ενώ για τους χιλιάδες των νεκρών ανδρών τόσο του Εθνικού Στρατού, όσο και του ΔΣΕ συμφώνησαν ότι: «Ήσαν όλοι τους καλοί Έλληνες!»
Ενδεικτικό του χαρακτήρος του και της προσωπικής φιλοσοφίας και στάσεως ζωής ήταν και το ότι ο Θρ.Τσακαλώτος δε θέλησε ποτέ να γίνει μέλος του οικοδομικού συνεταιρισμού των αξιωματικών που απέκτησαν κατοικίες στον οικισμό Παπάγου, αν και του παρεχωρήθησαν οικόπεδα, εντούτοις ο ίδιος παραιτήθηκε του δικαιώματός του εκχωρώντας το σε μέλη του συνεταιρισμού.
Μέχρι και το θάνατό του, στις 15 Αυγούστου 1989, σε ηλικία 92 ετών, ο Αντιστράτηγος ε.α. Θρ. Τσακαλώτος παρέμεινε σε ένα ταπεινό τριάρι διαμέρισμα σε πολυκατοικία της οδού Σούτσου 17 (στην πλατεία Μαβίλη των Αθηνών).
Ανεψιός του Αντιστρατήγου ε.α. Θρ.Τσακαλώτου είναι ο πρώην Υπουργός κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και νυν στέλεχος της Νέας Αριστεράς Ευκλείδης Τσακαλώτος.