Εορτολόγιο-Βίοι αγίων: Σήμερα 19 Φεβρουαρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη:
Αγία Φιλοθέη η Αθηναία, Άγιος Άρχιππος ο Απόστολος, Άγιος Νικήτας ο νέος Ιερομάρτυρας, Άγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ησύχιος και Ασκληπιοδότη, Όσιος Ραβουλάς, Όσιοι Ευγένιος και Μακάριος οι Ομολογητές, Όσιος Κόνων, Όσιος Σωφρόνιος, Οσία Μαρία του Όλονετς.
Γιορτάζουν οι: Φιλόθεος και Φιλοθέη.
Αγία Φιλοθέη η Κυρά των Αθηνών
Γεννήθηκε το 1522 και ονομάζονταν Ρηγούλα ή χαϊδευτικά Ρεβούλα (Παρασκευούλα) Μπενιζέλου. Ο πατέρας της, ο Άγγελος Μπενιζέλος, υπήρξε από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της εποχής και η μητέρα της, η Σηρίγη, ήταν γόνος της βυζαντινής οικογένειας Παλαιολόγου.
Από μικρή η αγία διακρίνονταν για την καλοσύνη και την ευφυΐα της. Και ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη για τα δεδομένα της εποχής. Όταν συναντούσε φτωχούς στον δρόμο, δεν τους γύριζε τη πλάτη, αλλά τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον βίο της, κάποια ημέρα επέστρεψε στο σπίτι χωρίς να φορά το ακριβό πανωφόρι της. Το είχε χαρίσει σε μια άπορη ηλικιωμένη που κρύωνε.
Όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα, τον Ανδρέα Χειλά, επίσης γόνο αρχοντικής οικογενείας. Από τις πρώτες ημέρες του γάμου άρχισαν και οι δυσκολίες. Λέγεται πως ο σύζυγός της την κακομεταχειρίζονταν και, παρά το γεγονός ότι ήταν πλούσιοι, της είχε απαγορεύσει να προσφέρει στους φτωχούς. Ο ίδιος, μάλιστα, έφτανε στο σημείο να κοιτάζει καθημερινά την αποθήκη του σπιτιού, μήπως κι έλειπαν τρόφιμα.
Μια μέρα που εκείνος έλειπε από το σπίτι, η νεαρή Ρηγούλα θέλησε να βοηθήσει κάποιους φτωχούς και τους έδωσε λάδι από το βαρέλι που είχε. Φοβήθηκε, όμως, πως, αν ο άντρας της έβρισκε το βαρέλι άδειο, θα θύμωνε και θα τη χτυπούσε. Γι’ αυτό το γέμισε με νερό, προσευχόμενη διαρκώς εκείνος να μην καταλάβει τίποτα. Ξαφνικά, το νερό μετατράπηκε σε λάδι. Ήταν ένα από τα πρώτα σημάδια όσων θα ακολουθούσαν…
Ο γάμος της διήρκησε μόνο τρία χρόνια, καθώς πέθανε ο άντρας της. Η Ρηγούλα «διέτριβε του λοιπού εις το πατρικόν της οσπήτιον προς ένα και μόνον σκοπόν αφορώσα αγαθοεργίες».
Όμως, οι γονείς της ήθελαν να την αποκαταστήσουν. Εκείνη στα δεκαεφτά της ήταν όχι μόνο πλούσια και μορφωμένη, αλλά και αρκετά όμορφη. Έτσι, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του σύζυγου της, έγινε μια από τις περιζήτητες νύφες, ακόμα και εκτός Αθηνών. Παρά το γεγονός ότι καθημερινά τη διεκδικούσαν πολλοί, δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά. Και, παρά τις νέες πιέσεις που δέχτηκε από την οικογένειά της, αρνήθηκε. Τότε ήταν που για πρώτη φορά αποφάσισε να τους μιλήσει ανοιχτά και να τους ανακοινώσει την πρόθεσή της να γίνει καλόγρια.
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο των γονιών της και έχοντας ήδη στο ενεργητικό της πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, εκάρη μοναχή με το όνομα Φιλοθέη. Από την πρώτη στιγμή αφοσιώθηκε στον άνθρωπο και τον Θεό. Η Φιλοθέη δεν ξεχώριζε ανθρώπους. Πιστοί και μη, Τούρκοι και Έλληνες, αμαρτωλοί και κυνηγημένοι, ήταν για εκείνη μια πρόκληση προσφοράς.
Όλα ξεκίνησαν έπειτα από όραμα που είδε, σύμφωνα με την παράδοση. Ήταν ο Άγιος Ανδρέας, χάρη στον οποίον πήρε την απόφαση να ανακαινίσει στο όνομά του το μικρό εκκλησάκι που βρίσκονταν δίπλα στο πατρικό της αρχοντικό, στη περιοχή της Πλάκας. Η Φιλοθέη, με ατέλειωτες ώρες δουλειάς, τελικά κατάφερε να το μετατρέψει σε μοναστήρι, το οποίο και ονομάστηκε «Παρθενώνας». Το Καθολικό του Αγίου Ανδρέα και το πηγάδι της μονής σώζονται σήμερα στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Η Φιλοθέη φιλοξένησε αρχικά στο μοναστήρι τις κοπέλες που τη φρόντιζαν στο αρχοντικό σπίτι, όπου διέμενε με τους γονείς της. Στη συνέχεια, στη μονή εγκαταστάθηκαν κόρες επιφανών οικογενειών της Αθήνας. Ο χρόνος βρήκε τη μονή ασφυκτικά γεμάτη με τουλάχιστον 200 μοναχές. Ανάμεσά τους και πολλές εκχριστιανισμένες μουσουλμάνες.
Όμως, δεν ήταν ένα συνηθισμένο μοναστήρι, όπως όλα τα άλλα. Με προσωπική εργασία της ηγουμένης Φιλοθέης, λειτουργούσαν μέσα σε αυτό σχολείο, νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο και εργαστήρια εκμάθησης υφαντικής. Η ίδια έφτιαξε και πολλούς ξενώνες.
Παρά τις δυσκολίες της εποχής, άνοιξε την πόρτα της μονής και για χιλιάδες κυνηγημένες γυναίκες. Τις έκρυβε σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες και στη συνέχεια τις φυγάδευε για τον τόπο τους. Κάποιες άλλες, αφού ολοκλήρωναν τα μαθήματά τους στα εργαστήρια, αφήνονταν ελεύθερες να αποφασίσουν αν ήθελαν να γίνουν μοναχές ή να παντρευτούν, χωρίς καμία πίεση: να ακολουθήσουν τον έναν ή τον άλλον δρόμο. Αν επέλεγαν τον γάμο, η ηγουμένη φρόντιζε να τις προικίσει.
Το μοναστήρι γέμιζε από ανθρώπους που αναζητούσαν ελπίδα και καταφύγιο. Κάποια στιγμή, έγινε γνωστό ότι η Φιλοθέη φυγάδευε σκλάβες. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στον πασά. Εκείνος, στη προσπάθειά του να την κάνει να απαρνηθεί την πίστη της, την απείλησε ότι θα την αποκεφαλίσει. Η ίδια δεν φοβήθηκε και απάντησε ότι είναι έτοιμη να θυσιαστεί στο όνομα του Χριστού.
Την επομένη, Τούρκοι που είχαν συγκεντρωθεί στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένη, φώναζαν και ζητούσαν τη θανατική της ποινή. Οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τρεις καλόγριες από το μοναστήρι και τις είχαν απομονώσει στο ίδιο κελί. Εκεί, η ηγουμένη δεν το έβαλε κάτω. Ώρες πολλές προσπαθούσε να τις εμψυχώσει, λέγοντας ότι ο Θεός δεν θα τους εγκαταλείψει. Και πράγματι, κάποιοι Χριστιανοί φρόντισαν και έδωσαν χρήματα στον ηγεμόνα και, έτσι, η Φιλοθέη με τις τρεις καλόγριες απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο μοναστήρι.
Η επιθυμία της να βοηθά όλο και περισσότερο κόσμο και γενικότερα τη χώρα, την οδήγησαν στην απόφαση να ιδρύσει και δύο παραρτήματα της μονής. Ένα στα Πατήσια και ένα στην περιοχή της Καλογρέζας. Το πρώτο βρισκόταν στην οδό Λευκωσίας, στην πλατεία Αμερικής. Το μετόχι είχε ναό στο όνομα του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος ανεγέρθηκε μετά το 1550.
Χρόνια μετά, παρήκμασε και ερημώθηκε. Ακόμα και ο ναός του Αγίου Ανδρέα (υπάγεται στο Άσυλο Ανιάτων) ερειπώθηκε, αλλά μεταξύ των ετών 1936-1950 αναστηλώθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου. Την περίοδο 1948-1952 ιστορήθηκε ο ναός από τον Φώτη Κόντογλου και σήμερα είναι επισκέψιμος με πλούσια λατρευτική ζωή.
Το άλλο μετόχι, που ιδρύθηκε στην περιοχή της Καλογρέζας (σ.σ.: έλαβε το όνομά της από τη λέξη «καλογραία», δηλαδή καλογριά, που αναφερόταν στο πρόσωπο της Αγίας), ονομαζόταν και «μετόχι του Περσού». Από το νερό, δηλαδή, του ποταμού που περίσσευε και που έδωσε αργότερα και το όνομα στον Περισσό της Ν. Ιωνίας. Αυτό το μετόχι χτίστηκε πάνω σε περιουσία της αγίας, όπου, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Δημήτριο Καμπούρογλου, υπήρχε πριν τον 16ο αιώνα μονή με ναό αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φιλοθέη αγόρασε τεράστιες εκτάσεις γύρω από το μετόχι της Καλογρέζας, οι οποίες σήμερα καλύπτουν το σύνολο της έκτασης του Ολυμπιακού Σταδίου, τις συνοικίες Αλσούπολη και Καλογρέζα και την περιοχή της Φιλοθέης.
Στην ίδια οφείλεται και η ονομασία της περιοχής του Ψυχικού. Με δική της πρωτοβουλία φτιάχτηκε πηγάδι για να υδρεύεται ο τόπος και να ξεδιψούν οι αγρότες, οι οποίοι επί ώρες εργάζονταν κάτω από τον ήλιο. Από το «ψυχικό» αυτό «βαπτίστηκε» έτσι και η περιοχή. Λέγεται, επίσης, πως έγραψε πάνω στο μαρμάρινο χείλος του πηγαδιού την λέξη «ψυχικόν», δηλωτικό της ψυχικής ωφέλειας.
Στο μέρος όπου παρέδωσε το πνεύμα της, στην Καλογρέζα, υψώνεται ο ναός της Αγίας Φιλοθέης, ενώ το όνομά της φέρει και ολόκληρο το γνωστό προάστιο των Αθηνών.
Η αγία ανέγειρε, επίσης, μετόχι στη Τζια που φέρει την προσωνυμία Μονή Δάφνης. Εκεί ζούσαν πάνω από είκοσι μοναχές και χρησίμευε ως καταφύγιο για την προστασία των μοναζουσών από τις επιθέσεις των Τούρκων. Η Φιλοθέη διέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα καθοδηγώντας πνευματικά τις ασκούμενες μοναχές, καθώς στο συγκεκριμένο έστελνε όσες φοβούνταν να μείνουν στην Αθήνα και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο του εξισλαμισμού από τους Τούρκους. Η Μονή Δάφνης λειτούργησε ως γυναικείο κοινόβιο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους Τούρκους.
Παρόλο που η μονή του Αγίου Ανδρέα είχε περιουσία (δύο μετόχια στην Αθήνα, ένα στην Κέα, κτήματα στην Αττική και στην Αίγινα), υπήρχε μεγάλη ανάγκη για οικονομική ενίσχυση. Για αυτό και λέγεται ότι η Φιλοθέη έβαλε ενέχυρο τα σκεύη της εκκλησίας και τα υπάρχοντα του μοναστηριού.
Σε επιστολή της αγίας που εντοπίστηκε από τον Κωνσταντίνο Μέρτζιο σε βιβλιοθήκη της Βενετίας με παραλήπτη τη Βενετική Γερουσία, ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1583, ζητείται χρηματική βοήθεια για να ξεπληρώσει χρέη που είχαν προκύψει γιατί ήθελε να γλιτώσει το μοναστήρι και τις μοναχές από τις τουρκικές λεηλασίες. Η Βενετική Γερουσία αποφάσισε να συνδράμει με 200 τσεκίνια (χρυσά νομίσματα).
Η Φιλοθέη απευθύνθηκε για βοήθεια και στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο απέστειλε στην Αθήνα τον μέγα λογοθέτη, Ιέρακα, ώστε να ερευνήσει από κοντά τα γεγονότα και να ενημερώσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Όταν έφτασε στην Αθήνα, συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη αλλά και με τους Ρωμιούς προεστούς της πόλης και ενημερώθηκε για τη δραστηριότητα της ηγουμένης Φιλοθέης. Ο ίδιος επισκέφθηκε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα και έμεινε έκπληκτος από το φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο που επιτελούνταν εκεί. Αφού ενημερώθηκε για τις δυσκολίες που εμπόδιζαν τη συνέχιση της κοινωνικής δραστηριότητας της αγίας, υποσχέθηκε να ενημερώσει με κάθε λεπτομέρεια το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να στηρίξει υλικά και πνευματικά το έργο της. Έτσι, η μονή επέζησε από την οικονομική «αιμορραγία» και συνέχισε τις φιλανθρωπικές της δράσεις.
Ήταν ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου του 1588, στο μετόχι στα Πατήσια. Η Φιλοθέη και οι μοναχές έκαναν ολονυχτία προς τιμή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Ξαφνικά, ακούσθηκε θόρυβος. Πέντε Τούρκοι είχαν πηδήξει από τον μαντρότοιχο και είχαν εισβάλει μέσα στο καθολικό. Αφού άρπαξαν τη Φιλοθέη, άρχισαν να τη μαστιγώνουν, και μάλιστα με τέτοια μανία, ώστε από τον βασανισμό και τις κακώσεις την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη.
Ήταν τόσο μεγάλο το μίσος τους, ώστε την έβγαλαν στο προαύλιο του ναού και την έδεσαν σε μια κολώνα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τη ζωή της, η Φιλοθέη ευχαριστούσε τον Θεό που την αξίωσε να μαρτυρήσει στο όνομά Του. Οι υπόλοιπες μοναχές κατόρθωσαν και έφυγαν, αλλά όταν επέστρεψαν βρήκαν την ηγουμένη σε άθλια κατάσταση.
Τότε αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στο μετόχι της Καλογρέζας, για να μπορέσει να αναρρώσει, αλλά και για να προστατευθεί από την οργή των Τούρκων. Εκεί έμεινε νοσηλευόμενη επί πέντε μήνες, από τον Οκτώβριο του 1588 έως τις 19 Φεβρουαρίου του 1589, ημέρα κατά την οποία η «κυρά και μαΐστρα των Αθηνών» παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
Ενταφιάσθηκε στο μετόχι της Καλογρέζας και μόλις έπειτα από είκοσι ημέρες ευωδίαζε ο τόπος. Ύστερα από αιώνες, το σκήνωμά της μεταφέρθηκε στην Μητρόπολη Αθηνών, όπου φυλάσσεται έως σήμερα μέσα σε ασημένια λάρνακα.
Τμήμα του λειψάνου και το μικρό δάκτυλο της αγίας βρίσκονται στη Μονή Βρυούλων, πλησίον του Ναού Αγίου Ανδρέα. Οι μοναχές με τα λιγοστά που διέθεταν συνέχισαν το έργο του μοναστηριού έως την Επανάσταση του 1821, όταν λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Στις μέρες μας είναι ανακαινισμένος μόνο ο ναός στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Αργότερα ήρθε και η αγιοκατάταξη της ηγουμένης Φιλοθέης. Έγινε επί Οικουμενικού Πατριάρχη Ματθαίου Β’ (1595-1600), ύστερα από σχετική αναφορά του Μητροπολίτη Αθηνών Νεοφύτου, την οποία συνυπέγραψαν οι Μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών, μαζί με τον κλήρο και τους προκρίτους των Αθηνών.