Στις 23 Δεκεμβρίου 2013, πεθαίνει σε βαθιά γεράματα ο Μιχαήλ Καλάσνικοφ, ο δημιουργός του διάσημου ομώνυμου τυφεκίου εφόδου ΑΚ-47, που κατασκευάστηκε σε περισσότερα από 100 εκατομμύρια κομμάτια παγκοσμίως, εξόπλισε τακτικούς στρατούς, επαναστατικά κινήματα αλλά και τρομοκράτες!
Ο ίδιος πάντως προτιμούσε να είχε δημιουργήσει «κάτι πιο χρήσιμο, όπως για παράδειγμα μία χορτοκοπτική μηχανή», όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, αν και πάντα έλεγε ότι το όπλο του ήταν «ένα όπλο άμυνας», αλλά στην Ιστορία έμεινε για το όπλο που κατασκεύασε και όχι για την ποίησή του, καθώς ο ίδιος έγραφε ποιήματα από πολύ νέος, μέχρι τα βαθιά του γεράματα και είχαν εκδοθεί έξι βιβλία με ποιητικές του συλλογές!
Ο Μιχαήλ Τιμοφέγεβιτς Καλάσνικοφ, γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1919 στην Κουριά του Άλταϊ της τότε Ρωσίας (νυν Ρωσικής Ομοσπονδίας), ήταν ανώτατος αξιωματικός του Σοβιετικού (Ρωσικού σήμερα) Στρατού και σχεδιαστής όπλων. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αλλά στο Σιβηρικό χωριό που ζούσαν, έπρεπε να συνδυάζουν γεωργία και κυνήγι. Σε αυτό το περιβάλλον ο Καλάσνικοφ κυνηγούσε από μικρός με το όπλο του πατέρα του και έτσι απέκτησε οικειότητα αλλά και γνώσεις με τα όπλα.
Το 1938 κατετάγη στον Κόκκινο Στρατό, όπου λόγω του ότι ήταν μικρόσωμος και των δεξιοτήτων του στη μηχανουργία και στα μαστορέματα, εκπαιδεύτηκε ως μηχανικός τεθωρακισμένων, και αργότερα έγινε αρχηγός άρματος μάχης, με τον βαθμό του Λοχία. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείτο με βελτιώσεις και μικροεφευρέσεις πάνω στα όπλα, όπου μάλιστα του απονεμήθηκε ως δώρο ένα ρολόι χειρός από τον ίδιο τον Στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκωφ.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καλάσνικοφ υπηρέτησε σε σχηματισμό εξοπλισμένο με τα νέα τότε άρματα Μάχης Τ-34 (24ο Συντάγματος Τεθωρακισμένων της 108ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων), που έδρευε στην πόλη Στρούι, πριν αυτή υποχωρήσει μετά τη Μάχη του Μπρόντυ τον Ιούνιο του 1941.
Τον Οκτώβριο του 1941, τραυματίστηκε στη μάχη του Μπριάνσκ και νοσηλεύτηκε μέχρι τον Απρίλιο του 1942. Εκεί, στο νοσοκομείο και στην ανάρρωση, άκουγε συνεχώς συναδέλφους του τραυματίες να διαμαρτύρονται για την ποιότητα των σοβιετικών όπλων του 1941, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά.
Γνωρίζοντας και ο ίδιος τα προβλήματα αυτά του γεννήθηκε η ιδέα να σχεδιάσει ένα νέο, σύγχρονο, όπλο για το σοβιετικό στρατό, ένα υποπολυβόλο, εντυπωσιασθείς από τον αριθμό υποπολυβόλων (MP-40) που διέθετε ανά υπομονάδα ο γερμανικός στρατός και τη σχεδόν παντελή αντίστοιχη έλλειψη του Κόκκινου Στρατού, όπου για κάθε απλό τυφέκιο υπήρχαν τρεις άνδρες, ώστε αν σκοτωνόταν ή τραυματιζόταν ο κάτοχος να έπαιρνε αμέσως το όπλο του ένας άλλος άοπλος συνάδελφός του, ο Καλάσνικοφ άρχισε να δουλεύει εντατικώς το σχέδιό του!
Μολονότι το πρώτο του σχέδιο δεν έγινε δεκτό, εντούτοις έτσι «εντοπίστηκε» το σχεδιαστικό του ταλέντο και από το 1942 και μετά, ο επικεφαλής της Διευθύνσεως Πυροβολικού του Κόκκινου Στρατού του είχε ανέθεσε να αναπτύξει ένα νέο τυφέκιο εφόδου για λογαριασμό του Επιστημονικού-Αναπτυξιακού Κέντρου Όπλων.
Το 1944, περιήλθε στην κατοχή των Σοβιετικών το τελειότερο ως τότε πραγματικά πρώτο τυφέκιο εφόδου των γερμανών, το Sturmgewehr-44, ένα «δείγμα» του οποίου παραδόθηκε άμεσα και στον Καλάσνικοφ. Τότε αυτός, αφού το μελέτησε, προχώρησε στη σχεδίαση ενός νέου τυφεκίου με λειτουργία αερίων για την νέα σφαίρα 7.62x39 mm, επηρεασμένο από το αμερικανικό – εξαιρετικό είναι αλήθεια – ημιαυτόματο τυφέκιο Μ1 Garand. Και αυτή η προσπάθεια του Καλάσνικοφ δεν ήταν πετυχημένη, αφού έχασε στο σχετικό διαγωνισμό από το νέο τυφέκιο Σιμόνοφ που εγκρίθηκε τελικά ως SKS. Η δική του, ανεπιτυχής τότε, προσπάθεια αποτέλεσε τη βάση για την επανεμφάνισή του σε νέο διαγωνισμό του 1946 για ένα τυφέκιο εφόδου του Κόκκινου Στρατού.
Το τυφέκιο εφόδου της προτάσεως Καλάσνικοφ κέρδισε τον διαγωνισμό με την «πεζή» και σαφώς «αντιεμπορική», όπως θα λέγαμε σήμερα, ονομασία "Mikhtim", από το πρώτο του όνομα και το πατρώνυμό του, κατά τη ρωσική παράδοση, «Μιχαήλ Τιμοφέγιεβιτς».
Το 1947, κορυφώθηκε η όλη διαδικασία, όταν το βελτίωσε σχεδιάζοντας τελικά το AK-47 (Avtomat Kalashnikova, μοντέλο 1947).
Το 1949, το AK-47 εντάχθηκε επισήμως στην υπηρεσία του Κόκκινου Στρατού, αποτελώντας έτσι την πλέον διάσημη σχεδίαση του Καλάσνικωφ.
Από τη χρονιά αυτή άρχισε και η ουσιαστική σταδιοδρομική και κομματική ανέλιξη του Καλάσνικοφ, καθώς από τότε έζησε και εργάστηκε στο Ιζέφσκ της Ουντμουρτίας, απέκτησε πτυχίο Διδάκτορος Τεχνικών Επιστημών (το 1971) και ήταν μέλος 16 ακαδημιών, εξελίσσοντας συνεχώς το ΑΚ-47.
Μέχρι το 2009, είχαν παραχθεί περίπου 100 εκατομμύρια AK-47 και περίπου τα μισά από αυτά είναι αντίγραφα, που κατασκευάστηκαν στο εξωτερικό από πρώην κομμουνιστικές χώρες, με ρυθμό περίπου ένα εκατομμύριο ετησίως.
Συμφώνως με την «Βικιπίντια», «Η κατασκευάστρια εταιρία Kalasnikov Concern (πρώην Izhmash) είναι ο επίσημος κατασκευαστής του AK-47 στη Ρωσία, όπου δεν είχε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του όπλου μέχρι το 1997 ενώ το 2006 αντιπροσώπευε μόνο το 10% της παγκόσμιας παραγωγής. Ο ίδιος ο Καλάσνικοφ ισχυρίστηκε ότι το κίνητρό του ήταν η υπηρεσία στη χώρα του και όχι τα χρήματα και δεν είχε κανένα άμεσο κέρδος από την παραγωγή όπλων, όμως κατείχε το 30% της γερμανικής εταιρείας Marken Marketing International (MMI) η οποία διευθύνεται από τον εγγονό του Igor. Η εταιρεία ανανεώνει εμπορικά σήματα και παράγει εμπορεύματα που φέρουν το όνομα Καλάσνικοφ, όπως η βότκα, ομπρέλες και μαχαίρια. Ένα από αυτά τα προϊόντα είναι ένα μαχαίρι που φέρει το όνομα AK-74.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Καλάσνικοφ κλήθηκε για ξενάγηση στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ στο αμερικανικό πολεμικό Μουσείο. Ο πρώην αρματιστής Καλάσνικοφ συγκινήθηκε στη θέα του παλιού άρματος με ζωγραφισμένο το όνομά του στο κυριλλικό αλφάβητο».
Στις 17 Νοεμβρίου 2013, ο Καλάσνικοφ εισήχθη για νοσηλεία σε νοσοκομείο της Ουντμούρτιας όπου και στις 23 Δεκεμβρίου 2013 πέθανε πλήρης ημερών.