Η ποινικοποίηση της «θεραπείας της μεταστροφής» έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση στην Εκκλησία της Κύπρου, εν όψει της τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα.
Επί της ουσίας με την τροποποίηση προβλέπεται η δίωξη κατά ανθρώπων οι οποίοι προσπαθούν να αλλάξουν με μεθόδους ψυχοθεραπείας και όχι μόνο τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου. Στον νέο ποινικό κώδικα γίνεται λόγος για «ψευδοθεραπείες μεταστροφής» όρο τον οποίο δεν αποδέχεται η Εκκλησία καθώς και πολλοί ιερείς αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να «συνετίσουν « όσους επιθυμούν να αλλάξουν φύλο.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου συνεδρίασε εκτάκτως και εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία επισημαίνει ότι με την ποινικοποίηση της προσπάθειας μεταστροφής :
- παραβιάζεται και ποινικοποιείται η θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο σαφώς προβλέπει την ελεύθερη και απρόσκοπτη έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεών του, «δημόσια η κατ᾽ ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών».
- Ποινικοποιείται η μακραίωνη παράδοση της Πατρίδας μας, η οποία θέλει τους πιστούς, οι οποίοι εμπιστεύονται ελεύθερα την ποιμαντική φροντίδα της Εκκλησίας, να καταφεύγουν σ᾽ αυτή συμβουλευτικά.
Αναλυτικά το ανακοινωθέν:
Η Ιερά Σύνοδος παραμένει πιστή στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ότι δύο φύλα, «άρσεν και θήλυ εποίησεν ο Θεός». Θεωρεί επίσης ότι το φύλο σε κάθε άνθρωπο είναι δώρο δοσμένο από τον Θεό, το οποίο υπηρετεί το μυστήριο της ζωής. Το φύλο προσδιορίζεται από τη φυσιολογία του ανθρωπίνου σώματος και δεν αποτελεί στοιχείο επιλογής, αυτοπροσδιορισμού, η μεταβολής κατά βούληση.
Η Εκκλησία δεν έχει και ούτε επιθυμεί να έχει τη δυνατότητα επιβολής της θέσης της στους ανθρώπους. Ο ευαγγελικός λόγος είναι σαφής: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…». Διατηρεί ωστόσο το δικαίωμά της να εκφέρει άποψη και να συμβουλεύει τους πιστούς.
Η τροποποίηση του Νόμου και η εισαγωγή του πιο πάνω άρθρου στον Ποινικό Κώδικα ισοδυναμεί με ισοπέδωση του δικαιώματος της ελεύθερης θρησκευτικής έκφρασης και των πεποιθήσεων του Κυπριακού λαού, που προστατεύονται από τα άρθρα 18 και 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και την Ευρωπαική Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με βάση αυτά θεωρούμεν ότι:
α) παραβιάζεται και ποινικοποιείται η θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο σαφώς προβλέπει την ελεύθερη και απρόσκοπτη έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεών του, «δημόσια η κατ᾽ ιδίαν, μέσω της λατρείας, της διδασκαλίας και της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών».
β) Ποινικοποιείται η μακραίωνη παράδοση της Πατρίδας μας, η οποία θέλει τους πιστούς, οι οποίοι εμπιστεύονται ελεύθερα την ποιμαντική φροντίδα της Εκκλησίας, να καταφεύγουν σ᾽ αυτή συμβουλευτικά.
γ) Ποινικοποιείται το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει ελεύθερα, να επιλέγει και αναζητεί, στο πλαίσιο της νομιμότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας, στήριξη και πνευματική καθοδήγηση σε ζητήματα, τα οποία είναι άκρως προσωπικά και ευαίσθητα, για τα οποία μπορεί, στο τέλος, να αποφασίζει ο ίδιος για την αποδοχή τους η μη.
Η Πολιτεία θα πρέπει να αναγνωρίζει τα δικαιώματα όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαιρέτως. Αυτά τα δικαιώματα τα έχουν και οι πολίτες που ασκούν την πίστη τους, η οποία εκφράζεται με τους κανόνες και τα δόγματα τα οποία διαχρονικά ισχύουν στην Ελληνορθόδοξή μας Παράδοση. Η Εκκλησία δεν μπορεί να εξαναγκάζεται στη σιωπή προς χάριν της Παγκοσμιοποίησης και της λεγόμενης Νέας Τάξης Πραγμάτων. Το δικαίωμα του πολίτη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του και τις επιλογές του τρόπου ζωής του τυγχάνει σεβασμού από το Σύνταγμα και τους Νόμους. Θα πρέπει, όμως, να αντικρύζεται μέσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αντανακλούν στο ήθος και τις αξίες της Εκκλησίας και της Κοινωνικής δομής του Κυπριακού Κράτους, που αποτελείται κατά πλειοψηφίαν από Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Υπό το πρόσχημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί μια ομάδα ανθρώπων να επιβάλλει τον τρόπο ζωής της στους άλλους και ούτε το έργο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να υπηρετεί πολιτικά η άλλα συμφέροντα ψηφοθηρίας η και δημοσίας προβολής.
Η Εκκλησία είναι μητέρα όλων ανεξαιρέτως, δεν κατακρίνει ούτε και καταδικάζει. Αποτελεί καταφύγιο στο οποίο όλοι προσφεύγουμε, για να βρούμε μέσα από την αγιοπνευματική της εμπειρία και τα αγιαστικά μυστήριά της, στήριξη, έμπνευση, παρηγοριά και ενίσχυση στις υπαρξιακές αγωνίες και ψυχολογικές πιέσεις που δεχόμαστε.