Την επί της αρχής αταλάντευτη στήριξη της Ουκρανίας, οικονομική, στρατιωτική και πολιτική, στην αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής, επιβεβαίωσαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες στις Βρυξέλλες.
Αυτό προκύπτει από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι εργασίες του οποίου ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια της νύχτας στις Βρυξέλλες. Όπως επισημαίνουν οι 27, που επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντομίρ Ζελένσκι, η ΕΕ θα στέκεται στο πλευρό της Ουκρανίας για όσον καιρό χρειαστεί, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας που θα ακολουθήσει. Ο Ουκρανός πρόεδρος ζήτησε επιτακτικά να ενταχθεί η χώρα του στην ευρωπαϊκή οικογένεια εντός του έτους, μάλιστα στην κοινή συνέντευξη τύπου μαζί με τους επικεφαλής των θεσμών, και απευθυνόμενος προς τον Σαρλ Μισέλ, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, είπε επί λέξει: «Φέτος Μισέλ, και όταν λέω φέτος εννοώ αυτόν τον χρόνο, 2023!».
Ο Ζελένσκι ωστόσο δεν κατάφερε παρά την επιμονή του να αποσπάσει μια συγκεκριμένη ημερομηνία από τους Ευρωπαίους για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μέσα στο 2023. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ναι μεν επιβεβαίωσαν ότι η θέση της Ουκρανίας είναι στην ΕΕ, ωστόσο θεωρούν ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ισχύει για όλες τις υποψήφιες χώρες, δηλαδή να εκπληρωθούν οι οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις του κοινοτικού κεκτημένου.
Ολιγάρχες και μετανάστευση
Προσεκτικές είναι οι κινήσεις και στο θέμα των περιουσιακών στοιχείων των Ρώσων ολιγαρχών σε δυτικές χώρες, προκειμένου με τα χρήματα αυτά που εκτιμώνται σε περίπου 250 δισ. δολάρια να χρηματοδοτηθεί η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Επειδή το θέμα είναι νομικά πολύπλοκο, ορισμένοι ηγέτες ζήτησαν να γίνουν μεθοδικές κινήσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου, ώστε οι όποιες αποφάσεις να είναι σύννομες.
Τέλος, σε σχέση με το θέμα της μετανάστευσης που απασχόλησε τη σύνοδο, οι ηγέτες ζήτησαν την ανάληψη δράσης με στόχο την επιτάχυνση των επιστροφών παράτυπων μεταναστών, την καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και την παροχή μεγαλύτερης κοινοτικής στήριξης στις χώρες της «πρώτης γραμμής».
Πηγή: Deutsche Welle