Η μόνη κυβέρνηση στην Ιστορία του Ισραήλ την οποία στήριζε ένα αραβικό κόμμα και η οποία σχηματίστηκε για να εκδιώξει από την εξουσία τον πρώην πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου θα έπρεπε να αποφεύγει τα διχαστικά ζητήματα αλλά προσέκρουσε στο παλαιστινιακό.
Τον Ιούνιο του 2021, έπειτα από περισσότερα από δυόμιση χρόνια πολιτικής κρίσης που οδήγησαν το Ισραήλ σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, ο επικεφαλής της ριζοσπαστικής δεξιάς Ναφτάλι Μπένετ και ο κεντρώος Γιαΐρ Λαπίντ ανακοίνωσαν τον σχηματισμό ενός ετερόκλητου κυβερνητικού συνασπισμού.
Στόχος ήταν να εκδιωχθεί από την εξουσία ο Νετανιάχου, που διετέλεσε πρωθυπουργός του Ισραήλ επί 12 χρόνια και ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά σε μια σειρά υποθέσεων.
Για να πετύχουν τον στόχο τους ο Μπένετ και ο Λαπίντ ένωσαν τους «αντί- Μπίμπι», όπως είναι το παρωνύμιο του Νετανιάχου, από την αριστερά, το κέντρο, τη δεξιά αλλά και το μικρό αραβικό κόμμα Raam. Το μήνυμα της νέας κυβέρνησης ήταν ξεκάθαρο: πρέπει να προσπαθήσουμε να «ενώσουμε» όλα τα κομμάτια της ισραηλινής κοινωνίας και να «αποφύγουμε» τα θέματα που διχάζουν.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός πέρασε ένα καλοκαίρι του μέλιτος, το φθινόπωρο κατάφερε να περάσει τον πρώτο προϋπολογισμό του κράτους έπειτα από περισσότερα από δύο χρόνια, αλλά άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα την άνοιξη του 2022 μετά τις συγκρούσεις μεταξύ Παλαιστίνιων και Ισραηλινών αστυνομικών στην Πλατεία των Τεμενών στην Ιερουσαλήμ. Τότε το Raam «πάγωσε» τη στήριξή του στην κυβέρνηση.
Στις αρχές Ιουνίου ήρθε η κρίση. Οι Άραβες βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν νομοσχέδιο που θα ανανέωνε νομοθεσία βάσει της οποίας οι 475.000 Εβραίοι έποικοι της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Ισραηλινούς, προκαλώντας την αντίδραση των δεξιών βουλευτών του κυβερνητικού συνασπισμού.
Αρνούμενος να στηρίξει την κυβέρνηση για την ανανέωση της ισχύος της νομοθεσίας ο Νετανιάχου, ο οποίος στηρίζει τον νόμο αυτό, αποκάλυψε τις διαφωνίες στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, ο οποίος πλέον δεν είχε τις απαραίτητες ψήφους για να περάσει έναν νόμο- κλειδί για τους Ισραηλινούς, επεσήμαναν οι αναλυτές.
Καθώς δεν κατάφερε να περάσει τη νομοθεσία, ο Μπένετ παραιτήθηκε χθες Δευτέρα το βράδυ και ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του θα ψηφίσει ως την επόμενη εβδομάδα για τη διάλυση του κοινοβουλίου προκειμένου να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο: η πέμπτη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε τριάμισι χρόνια.
Ο 72χρονος Νετανιάχου αμέσως κατηγόρησε τον συνασπισμό ότι «βασίστηκε στη στήριξη τρομοκρατών» και «εγκατέλειψε τον εβραϊκό χαρακτήρα του Ισραήλ».
«Υπάρχει μια δεξιά πλειοψηφία στην Κνεσέτ, όμως κάποιοι επέλεξαν να συνεργαστούν με ένα αραβικό κόμμα αντί με εμένα (…) Εγώ δεν θα σχημάτιζα συνασπισμό με τον Μάνσουρ Αμπάς», τόνισε.
«Εβραίοι εναντίον Αράβων»
Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Αβίβ Μπουσίνσκι, πρώην επικεφαλής επικοινωνίας του Νετανιάχου, «ένα μέρος της δεξιάς στο Ισραήλ σκέφτηκε ότι η παρουσία Αράβων Ισραηλινών στην κυβέρνηση ήταν μάλλον μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά τελικά το κόστος ήταν πολύ μεγάλο».
Οι Ισραηλινοί Άραβες «ήθελαν περισσότερα από αυτά που ήμασταν έτοιμοι να τους προσφέρουμε. Αν η δεξιά κερδίσει τις εκλογές, ο Μάνσουρ Αμπάς θα παραμείνει στην αντιπολίτευση και μάλιστα ενδέχεται να μην εκλεγεί καν», καθώς πολλοί Άραβες ψηφοφόροι θα τον κατηγορήσουν επειδή συμμάχησε με την κυβέρνηση, πρόσθεσε.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένας από τους βασικούς άξονες της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης αναμένεται να είναι ο εξής: «Εβραίοι εναντίον Αράβων», επεσήμανε σήμερα η εφημερίδα με τις περισσότερες πωλήσεις στο Ισραήλ, η Yediot Aharonot.
«Το Likud (σ.σ. το κόμμα του Νετανιάχου) θα πει ότι η ένταξη ενός αραβικού κόμματος στον κυβερνητικό συνασπισμό ήταν μια ασυγχώρητη αμαρτία, μια προδοσία της χώρας. Οι δημοσκόποι του Likud ήδη διαβλέπουν μεταξύ των Εβραίων ένα είδος μίσους ή μια επιθυμία εκδίκησης εναντίον όλης της μειονότητας», η οποία αποτελεί περίπου το 20% των 9,6 εκ. κατοίκων του Ισραήλ, συνέχισε η εφημερίδα.
Σύμφωνα με την αναλύτρια Ντάλια Σέιντλιν, από τον ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό βγαίνει ένα μάθημα: «Τελικά καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να βάλει στην άκρη την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύρραξη (όπως προσπάθησε να κάνει αυτή)», υπογράμμισε.
«Πιστεύω ότι, από την αρχή, ο Νετανιάχου – που είναι πολύ καλός στην κατάρτιση πολιτικών στρατηγικών—γνώριζε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα στα οποία θα μπορούσε να συμφωνήσει ο συνασπισμός, αλλά υπήρχαν και πολλά που τον χώρισαν, όπως η κατοχή και η σύγκρουση. Και προσπάθησε να τα εκμεταλλευθεί», πρόσθεσε.
Ωστόσο οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν το Likud στην πρώτη θέση της πρόθεσης ψήφου, αλλά χωρίς να καταφέρνει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία (61 έδρες) στην Κνεσέτ μαζί με τους συμμάχους του.
«Από όλες τις δημοσκοπήσεις των δύο τελευταίων μηνών, μόνο μία δίνει στον Νετανιάχου και τους συμμάχους του 61 έδρες και αυτό πριν αρκετές εβδομάδες», σχολίασε η Σέιντλιν.