Προ των πυλών η αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο νέος κατώτατος μισθός, είναι δύσκολο να καθοριστεί καθώς τα μακροοικονομικά και μικροοικονομικά δεδομένα μεταβάλλονται συνεχώς, εξαιτίας των έντονων πληθωριστικών πιέσεων. Το ύψος της αύξησης ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί, ακούγεται πάντως ότι μπορεί να φτάσει το 6% καθιστώντας τον στα 703 ευρώ.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, είχε προγραμματιστεί για την Άνοιξη από καιρό. Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, καθώς η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι τότε θα έχουν υποχωρήσει οι πληθωριστικές πιέσεις. Ο πόλεμος όμως, άλλαξε τα δεδομένα και η αυξητική πορεία του πληθωρισμού συνεχίστηκε, καθιστώντας έτσι δυσκολότερο τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού.
Η αύξηση πρόκειται να επηρεάσει το εργατικό δυναμικό στον ιδιωτικό τομέα. Επηρεάζονται επίσης, όσοι λαμβάνουν επιδόματα καθώς αύξηση κατώτατου μισθού,συνεπάγεται αύξηση μιας σειράς βασικών επιδομάτων. Επομένως, προκύπτει άμεση αλλά και έμμεση στήριξη του πληθυσμού, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημά του και να μπορέσει να τα “βγάλει πέρα” την εποχή της ακρίβειας.
Κάθε αύξηση στον μισθό χαρακτηρίζεται σίγουρα θετική για τους πολίτες. Από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις,ενώ αναγνωρίζουν το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι θετική για την οικονομία στο σύνολο της, εκφράζουν ανησυχίες για το ύψος των εισφορών που θα πληρώνουν καθώς είναι γνωστό ότι όσο αυξάνεται ο μισθός αυξάνεται και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών. Εν μέσω λοιπόν έντονων πληθωριστικών πιέσεων, οι επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι ΜμΕ (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) σκέφτονται πώς θα ανταπεξέλθουν σε υψηλότερους μισθούς και εισφορές προς τους υπαλλήλους τους. Μια λύση θα ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού να συνδυαστεί με νέες μειώσεις στην φορολογία και τις εισφορές των επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα, εν μέσω δύσκολων γεωπολιτικών και οικονομικών συνθηκών, προσπαθεί να αφήσει πίσω της τα κατάλοιπα των μνημονιακών χρόνων, όπου το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών κατά μέσο όρο είχε μειωθεί 34%. Αργούμε βέβαια ακόμη να φτάσουμε στα επίπεδα ανάπτυξης προ χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπου ο μέσος μισθός ενός υπαλλήλου τον μήνα υπολογίζεται πως ήταν 1.250 ευρώ.
Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι το μισθολογικό χάσμα των δυο φίλων, το οποίο βρισκόταν στο 14% το 2019 στην Ε.Ε. Δηλαδή οι γυναίκες αμείβονταν κατά μέσο όρο 14% λιγότερο από τους άνδρες ανά ώρα. Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα τέλη του 2021, συμφώνησε σε σχέδιο νόμου για τη διαφάνεια των αμοιβών, το οποίο υποχρεώνει τις επιχειρήσεις με τουλάχιστον 250 εργαζομένους, να δίνουν πληροφορίες κάθε χρόνο σχετικά με την διαφορά αμοιβών γυναικών - ανδρών.
* Η Δάφνη Γρηγοριάδη είναι Οικονομική Αναλύτρια.