Το Μοναστήρι είναι κτισμένο στη Βορινή πλευρά ενός αντερείσματος που ενώνει τον Ταΰγετο με τα τελευταία προς Ανατολή προ βουνά του σε υψόμετρο περίπου χίλια μέτρα. Το κλίμα είναι υγιεινότατο και μάλιστα η περιοχή εθεωρείτο ως ιδεώδης τόπος παραθερισμού. Το 1912 το Μοναστήρι ανήκε στην κοινότητα Γοράνων λόγω του ότι η απόσταση από το Μοναστήρι ήταν τέτοια και μάλιστα ο δρόμος για το Μοναστήρι κατασκευάστηκε με προσωπική εργασία Γορανιτών. Βάσει νόμου όμως το Μοναστήρι ανήκε στο δήμο Φελλίας και παλιότερα, ίσως, στο Δήμο Φάριδος.
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί Έλληνες εγκαταλείπουν τις εστίες τούς και ανεβαίνουν στα βουνά. Εκεί δημιουργούν οικισμούς και αργότερα χωριά ολόκληρα. Μεταξύ των φυγάδων συγκαταλέγονται και μοναχοί οι οποίοι ιδρύουν νέου χώρους λατρείας. Οι περισσότεροι Ναοί θυμίζουν ονόματα γνωστών ναών της Κωνσταντινουπόλεως. Οι τοιχογραφίες μαρτυρούν ότι οι Ναοί αυτοί κατασκευάστηκαν τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση. Από την πληθώρα των ναών στις περιοχές αυτές του Ταϋγέτου φαίνεται ότι οι άνθρωποι παρότι δεν είχαν σπίτια να μείνουν θεωρούσαν αναγκαίο να έχουν εκκλησίες. Σε αυτούς τους χρόνους τοποθετείται η ίδρυση της Γόλας. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι πολλά καταφύγια δημιουργήθηκα εκείνη την εποχή και κατανοητή είναι η ύπαρξή τούς. Όσον αφορά το Μοναστήρι της Γόλας από κτιτορικές επιγραφές συμπεραίνεται πως ο ναός αυτός κτίστηκε ή ν ανακαινίστηκε το 1632. Αξιόλογη όμως είναι και η μαρτυρία, σχετικά με την ύπαρξη του Μοναστηριού από το 1608, μοναχού της Μονής, που κάνει αναφορά προς την Διοίκηση με την οποία ζητούνται διευκρινήσεις για τον τρόπο φορολόγησης του βελανιδόκαρπου. Από επιγραφή σε εντοιχισμένο μάρμαρο αντλούμε την πληροφορία ότι ο νάρθηκας που φαίνεται να μην ταιριάζει με το υπόλοιπο του Ναού κτίσμα, είναι μεταγενέστερος. Από άλλη επιγραφή πιστοποιείται πως η αγιογράφηση του νάρθηκα έγινε λίγο αργότερα το 1673 και από άλλο αγιογράφο.
Να υπογραμμιστεί οτι σημαντικός είναι ο ρόλος του Μοναστηριού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην παιδεία αφού βοήθησε οικονομικά τα σχολεία στα διπλανά χωριά.
Όσον αφορά τις τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής το Καθολικό, ο Ναός και ο Νάρθηκας της Μονής είναι κατάγραφα με τοιχογραφίες που καλύπτουν όλες τις εσωτερικές επιφάνειές του. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες το εικονογραφικό έργο του Καθολικού δεν ανήκει στον αυτό αγιογράφο, ούτε έγινε την ίδια χρονική περίοδο. Μία επιγραφή που σώζεται πάνω από την είσοδο μαρτυρεί πως οι τοιχογραφίες του Ναού είναι έργα του Δημητρίου Κακαβά, που τελείωσαν τον Οκτώβριο του 1632.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι τοιχογραφίες στον τρούλο του Ναού, όπου εκεί ο Παντοκράτορας δεσπόζει στο κέντρο και ακολουθούν τέσσερις ζώνες κύκλωθεν αυτού, στις οποίες διαφαίνονται τα εξής: στην πρώτη οι Αγγελικές τάξεις (Ουράνιες δυνάμεις) από δώδεκα Αρχαγγέλους, άλλοι με Ιερατικά και δύο με Ελληνικά φορέματα, στη δεύτερη ζώνη παριστάνονται σκηνές από των κύκλο της ζωής Θεοτόκου, στην τρίτη ζώνη παριστάνονται ολόσωμοι 14 συνολικά προφήτες και στην τέταρτη ζώνη στην οποία ιστορούνται δύο θέματα. Στο δυτικό τμήμα παριστάνεται το θέμα «Άνωθεν οι Προφήται» και στο ανατολικό «Εγώ ειμί η άμπελος και υμείς τα κλήματα».