Δύο Γερμανοί πολιτικοί- ο Ολαφ Σολτς και ο Αρμιν Λάσετ- διεκδικούν σήμερα τη διαδοχή της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, αλλά υπάρχει ένας τρίτος που δεν αποκλείεται να αποκτήσει τη μεγαλύτερη επιρροή μετά τις εκλογές: Το όνομα αυτού ,Κρίστιαν Λίντνερ. Είναι ο επικεφαλής, του φίλα προσκείμενου στους επιχειρηματικού κύκλους, κόμματος των Φιλελευθέρων Δημοκρατών (FDP) και θεωρείται ο επικρατέστερος για να αναλάβει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Μια θέση που θα δώσει στον Λίντνερ τη δυνατότητα να επηρεάζει όχι μόνο την εσωτερική ατζέντα του νέου καγκελάριου, αλλά και την μελλοντική πορεία της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο υποψήφιος καγκελάριος Όλαφ Σολτς, εκτός από απερχόμενος υπουργός Οικονομικών ήταν επίσης και αντιπρόεδρος της Γερμανίας. Όπως αμελητέος δεν ήταν ο ρόλος του επί μία δεκαετία, πρώην υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στην χρηματοπιστωτική κρίση στην ΕΕ.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει στις σημερινές εκλογές στη Γερμανία, θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός θα αποτελείται από τρία κόμματα, εκ των οποίων το ένα, φαίνεται να είναι το FDP. Για την ιστορία, το κόμμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών, από το 1949 έχει μετάσχει 18 φορές ως μικρότερος εταίρος σε διάφορες γερμανικές κυβερνήσεις. Ταγμένο πάντα στο πλευρό της ελεύθερης αγοράς, το FDP έγινε de facto «ο βασιλιάς» της Γερμανίας, καθώς αποφάσιζε μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση ποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα θα υποστήριζε για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Όταν όμως το 1998, οι Πράσινοι του Γιόσκα Φίσερ έπαιξαν το ρόλο του μικρότερου εταίρου στην κυβέρνηση συνασπισμού με το SPD υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, το FDP πέρασε στην αφάνεια. Στις τέσσερις θητείες της καγκελαρίου Μέρκελ μάλιστα, το FDP μία μόνο φορά λειτούργησε ως κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών. Το 2013, μάλιστα έμεινε εκτός Ομοσπονδιακής βουλής, καθώς δεν έπιασε στις εκλογές το όριο του 5%. Υπό την ηγεσία του Λίντνερ, το FDP επέστρεψε δυναμικά ξεπερνώντας το 10% στις προηγούμενες εκλογές και σήμερα αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο.
O «βασιλιάς» επιστρέφει
«Τώρα ο “βασιλιάς” επιστρέφει», όπως γράφει χαρακτηριστικά η ιστοσελίδα Politico. Ο 42χρονος Λίντνερ ,που εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με το FDP στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία το 2000 σε ηλικία 21 ετών, έχει εκδηλώσει ήδη ενδιαφέρον για το νέο Ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών. Ένα χαρτοφυλάκιο πανίσχυρο, που έχει τον πρώτο λόγο στην κατάρτιση του εθνικού προϋπολογισμού, αλλά προφανώς και έχει τεράστια επιρροή και εκτός Γερμανίας. Στην προεκλογική εκστρατεία, ο Λίντνερ έδωσε έμφαση στην επανεκκίνηση της γερμανικής οικονομίας με μείωση φόρων, περιστολή της γραφειοκρατίας και μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων με τη βοήθεια της αγοράς. Το κόμμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών θεωρείται από τον μετριοπαθή σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς ως πιο ασφαλή επιλογή- σε σχέση με την Αριστερά- για τη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού.
Μπορεί ο Λίντνερ να δηλώνει για παράδειγμα, ότι θέλει να μειώσει τους φόρους ενώ το SPD και οι Πράσινοι επιθυμούν να αυξήσουν τη φορολογία στους πλούσιους, αλλά ο Ολαφ Σολτς είναι «συντηρητικός» στα δημοσιονομικά ζητήματα και έχει πολλά κοινά με το FDP σε θέματα δαπανών. «Για τον Σολτς, ο Λίντνερ θα μπορούσε να αποτελέσει το «αντίβαρο» στην αριστερή πτέρυγα του SPD όταν πρόκειται για αύξηση των κοινωνικών δαπανών» , γράφει το Politico και προσθέτει: «Με τον ίδιο τρόπο, ο Σολτς θα επικαλείται τον Λίντνερ ως τον… κακό ,όταν θα λέει «nein» στις προτάσεις άλλων κρατών της ΕΕ για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και του Συμφώνου Σταθερότητας»!
Θα μειωθεί το ρήγμα Βορρά-Νότου;
Η συμμετοχή του Λίντνερ στην επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας ενδιαφέρει λοιπόν, τους ηγέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς οι δημοσιονομικά συντηρητικές του απόψεις θα μπορούσαν κάλλιστα να βάλουν φρένο στις φιλοδοξίες -κυρίως των κρατών μελών του Νότου- να χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί κανόνες και τα όρια χρέους. Ο ηγέτης του FDP συμμερίζεται περισσότερο την πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική των «οκτώ φειδωλών» χωρών μελών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Ηδη έχει ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση για τη λεγόμενη «ρήτρα διαφυγής» από το Σύμφωνο Σταθερότητας, που εφαρμόζεται στην ΕΕ λόγω της πανδημίας.
Η ενεργοποίηση της ρήτρας τον Μάρτιο του 2020 επέτρεψε στα κράτη μέλη να υιοθετήσουν έκτακτα μέτρα για να μετριάσουν τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο της πανδημίας. Η ρήτρα θα συνεχίσει να εφαρμόζεται το 2022 και αναμένεται να απενεργοποιηθεί από το 2023,αλλά δεν αποκλείεται να δούμε νέες αντιπαραθέσεις μεταξύ των δημοσιονομικά συντηρητικών βορείων χωρών της Ευρώπης, με τα κράτη μέλη του Νότου που απαιτούν εδώ και καιρό μεγαλύτερη ευελιξία στις δαπάνες. Το ρήγμα Βορρά-Νότου είναι γνωστό στην ευρωπαϊκή πολιτική. Έχει οδηγήσει σε βαθιά δυσαρέσκεια στο παρελθόν, όταν επιβλήθηκαν επώδυνα μέτρα λιτότητας με στόχο τη δημοσιονομική εξυγίανση ,μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς οι κυβερνήσεις αύξησαν τον δανεισμό τους για να διατηρήσουν τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις εν ζωή ,το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε στα ύψη σε ολόκληρη την ΕΕ.
Μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2021, το μέσο δημόσιο χρέος της ΕΕ είχε αυξηθεί κατά 14 % σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα. Το χρέος της Γερμανίας ξεπέρασε το 70% του ΑΕΠ ,της Γαλλίας στο 118%, της Ιταλίας στο 160% και της Ελλάδας πάνω από το 200%. Αν οι παλιοί κανόνες επανέλθουν το 2023, όπως έχει προγραμματιστεί, η εφαρμογή τους με τις δαπάνες στα ύψη μετά την πανδημία ,δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε ακόμη πιο αυστηρά μέτρα λιτότητας από ό,τι μετά την οικονομική κρίση του 2008, όπου η δημοσιονομική περιστολή υπονόμευσε την ανάπτυξη για χρόνια. «Εκείνη την εποχή, η Ευρώπη κήρυξε τη νίκη πολύ νωρίς και πληρώσαμε το τίμημα για αυτό», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην πρόσφατη ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. «Δεν θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος», πρόσθεσε…Πολλά θα εξαρτηθούν από τις σημερινές εκλογές!