Στις 5 Μαΐου, η Γαλλία θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη -ενός ηγέτη που άφησε μια τεράστια κληρονομιά σε πολλούς τομείς ,αλλά ήταν και μέτρ στην πολιτική επικοινωνία , όπως γράφει η Franceinfo. Παράδειγμα, ο περίφημος πίνακας του Ζακ Λουί Νταβίντ , «η στέψη του Ναπολέοντα». Ο μεγαλοπρεπής πίνακας που ολοκληρώθηκε το 1807 και σήμερα εκτίθεται στο Λούβρο ,έγινε με παραγγελία του Ναπολέοντα στον επίσημο ζωγράφο του, Ζακ Λουί Νταβίντ.
Όπως γράφει η γαλλική ιστοσελίδα, ο πίνακας αυτός είναι ένα απτό παράδειγμα για το πως ο Μέγας Ναπολέων χρησιμοποιούσε την πολιτική επικοινωνία. Γιατί ο Βοναπάρτης διέταξε τον διάσημο Γάλλο ζωγράφο να περιλάβει στον πίνακα διάφορες «ψευδείς πληροφορίες», για …επικοινωνιακούς λόγους.
Για παράδειγμα, ο Πάπας Πίος VII που κλήθηκε να ευλογήσει την τελετή στέψης, εμφανίζεται να σηκώνει το χέρι του. Στην πραγματικότητα, όμως δεν είχε σηκώσει ούτε το δακτυλάκι του. Αλλά ο Ναπολέων ζήτησε αυτήν την τροποποίηση για να υποστηρίξει τον θεϊκό χαρακτήρα της στέψης. Στην τελετή ήταν επίσης παρούσες οι αδελφές του αυτοκράτορα, αλλά όχι η μητέρα του.
Μικρό το κακό! Ο Ναπολέων διέταξε τον Νταβίντ να την εμφανίσει στον πίνακα και μάλιστα μπροστά μπροστά. «Ο Ναπολέων είναι πρωτοπόρος στην πολιτική επικοινωνία και ανάμεσα στους πίνακες που ανέθεσε σε διάφορους ζωγράφους για να επιδείξει την εξουσία του, αυτός της στέψης είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο του επικοινωνιακό επίτευγμα» σημειώνει η franceinfo.
Όπως λέει ο Λοράν Σαλομέ ,διευθυντής του Μουσείου των Βερσαλλιών «όταν δημιουργείται ένα νέο καθεστώς, η οικογένεια είναι θεμελιώδης (...). Πρέπει να δημιουργηθούν οι μελλοντικοί βασιλιάδες, οι μελλοντικές βασίλισσες για ένα πλήθος δορυφορικών βασιλείων. Η επικοινωνιακή πολιτική του Ναπολέοντα μπορεί να δείξει πολλά για το πώς κυβερνάται η Ευρώπη τώρα»,τονίζει ο Σαλομέ.
Η οικογενειοκρατία αποτελεί μέχρι και σήμερα άλλωστε χαρακτηριστικό παράδειγμα διακυβέρνησης σε πολλές χώρες, μη εξαιρουμένης και της Ελλάδας φυσικά!
Η καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας στο βρετανικό πανεπιστήμιο του Γουόρικ ,Πάιπα Νόρις ,« η πολιτική επικοινωνία ήταν πάντα κεντρική για τη διαδικασία εκλογής και χάραξης πολιτικής. Είναι μια διαδραστική διαδικασία σχετικά με τη μετάδοση πληροφοριών μεταξύ των πολιτικών, των ειδησεογραφικών μέσων και των πολιτών. Η διαδικασία λειτουργεί με τρείς τρόπους:
-προς τα κάτω, από τους κυβερνητικούς θεσμούς προς τους πολίτες,
- οριζόντια , σε διασυνδέσεις μεταξύ πολιτικών παραγόντων, και επίσης
-προς τα πάνω , από την κοινή γνώμη προς τις αρχές».
Όπως έλεγε μάλιστα εδώ και μισό αιώνα ο Μάρσαλ μακ Λιούαν, ο διάσημος Καναδός ακαδημαϊκός και ειδικός στα Μέσα Ενημέρωσης, «το μέσο είναι το μήνυμα». Γιατί «το μέσο ενημέρωσης είναι αυτό που διαμορφώνει και ελέγχει το μέγεθος και τη μορφή της ανθρώπινης επίδρασης και δράσης» .
Τα μυστικά της επικοινωνίας και οι «νικητές πολιτικοί»
Σήμερα, το «μέσο» ακούει στο όνομα twitter, facebook, instagram. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η επιτομή της επικοινωνίας, που είναι απαραίτητη για να κερδίσει ένας πολιτικός τις εκλογές» γράφει εύστοχα η ιταλική εφημερίδα il Giornale. Και αν τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα μπορούν να ελεγχθούν από τις κυβερνήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το διαδίκτυο είναι πολύ πιο δύσκολο.
«Το επιτυχημένο μοντέλο τηλεοπτικής επικοινωνίας που εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του '90 και κυριάρχησε ως τα μέσα της δεκαετίας του 2010, έχει μετακομίσει πλέον στο διαδίκτυο: τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι πλέον μια εικονική πραγματικότητα ,αλλά αποτελούν μέρος της ζωής μας και μέσω αυτών των δικτύων διαμορφώνουμε τη σκέψη μας», λέει ο επικοινωνιολόγος Τιμπέριο Μπρουνέτι .
Τι κρύβεται όμως πίσω από τη δημοτικότητα του κάθε πολιτικού; «Σε μια όλο και πιο κοινωνική και αλληλένδετη εποχή, η επικοινωνία αλλάζει την ισορροπία στην πολιτική , και γιατί όχι, αποφασίζει επίσης το αποτέλεσμα των εκλογών» σημειώνει η il Giornale.
Οι ηγέτες που χρησιμοποιούν καλύτερα τα συστήματα των κοινωνικών αλγορίθμων ,έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν αποτελεσματικά τον κοινωνικό ιστό, να δουν και να εστιάσουν στο συναίσθημα του πληθυσμού. Ο Τιμπέριο Μπρουνέτι ,έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη τα τελευταία χρόνια καθώς έχει βοηθήσει δεκάδες πολιτικούς να επικρατήσουν σε εκλογικές αναμετρήσεις. Με ποιο τρόπο;
«Πρώτα απ' όλα, λέει στην il Giornale, η ανθρώπινη πλευρά έρχεται πάντα πρώτη. Μπορεί ένας πολιτικός να έχει όλο το δίκιο με το μέρος του ή να διαθέτει τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία, αλλά αν δεν είναι αυθεντικός και αξιόπιστος, είναι σαν τον αρχάριο οδηγό που του δίνουν να οδηγήσει μία Ferrari».
Κατά τον Μπρουνέτι, τρείς είναι οι βασικές λέξεις -κλειδιά για έναν πολιτικό: «Αυθεντικότητα, αξιοπιστία και απλότητα. Και αυτό που έχει σημασία είναι η αυθεντικότητα να συνδέεται με την αξιοπιστία, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται με απλότητα».
Η ψυχολογική πτυχή, επομένως, είναι θεμελιώδης για τη διαμόρφωση του πολιτικού ηγέτη. Οι απλές εικόνες που μεταδίδουν στα κοινωνικά τους κανάλια ,στέλνουν ένα μήνυμα προσέγγισης του ψηφοφόρου. Μετά ακολουθούν οι στρατηγικές.
«Ο υποψήφιος - εξηγεί ο Ιταλός επικοινωνιολόγος- πρέπει να βρεθεί στο σωστό …κουτί και ο αντίπαλος στο λάθος». Πως; «Για παράδειγμα, δεν πρέπει ποτέ να υπεισέρχεται σε άμεση διαμάχη με τον αντίπαλό του, αλλά να αφήνει άλλα πρόσωπα από την πλευρά του να το κάνουν» .
Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό της νίκης στις εκλογές, ιδιαίτερα μετά την πανδημία ; «Οι άνθρωποι σε αυτήν την ιστορική στιγμή χρειάζονται ασφάλεια. Γι` αυτό τον λόγο η νικήτρια φυσιογνωμία είναι αυτή ενός ισχυρού αλλά ήρεμου ηγέτη, ο οποίος αντικαθιστά τη διαμάχη με την πρόταση» υποστηρίζει ο Ιταλός επικοινωνιολόγος και προσθέτει: «Για να βγει η χώρα από την κρίση, ο νικητής ηγέτης είναι απαραίτητο -σε επικοινωνιακό επίπεδο-να ενώνει και να ηρεμεί τον πληθυσμό»
Το δίδαγμα του Τσώρτσιλ
Οι πραγματικοί ηγέτες δεν μπορούν όμως σε καμία περίπτωση να κρύβουν την αλήθεια ή ακόμη χειρότερα, να εξωραίζουν την κατάσταση. Παραμονές της Μεγάλης Υφεσης του 1929 για παράδειγμα, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χέρμπερτ Χούβερ, διατυμπάνιζε ανερυθρίαστα ότι «η ευημερία είναι πολύ κοντά».
Λίγο αργότερα, ο κόσμος γνώριζε μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία. «Ομοίως, οι πολιτικοί σήμερα δεν πρέπει να ψεύδονται ,ειδικά σε περιόδους κρίσης, γιατί η αλήθεια ξαναεμφανίζεται αμέσως και βίαια. Ο πολιτικός λόγος δεν πρέπει να επιδιώκει να καθησυχάσει τους πολίτες σαν να είναι παιδιά που χρειάζονται διαβεβαίωση» γράφει το περιοδικό Forbes και προσθέτει: «Είναι σημαντικό οι πολιτικοί να βρίσκουν την ισορροπία μεταξύ της επιθυμίας να καθησυχάσουν τους πολίτες και εκείνης για την αλήθεια, όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο σκληρή και αν είναι. Η εμπιστοσύνη είναι το θεμέλιο κάθε αγώνα σε μια κρίση».
Και σήμερα , στον πόλεμο που ζούμε ,είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη η φράση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στις 13 Μαΐου 1940: «Δεν έχω τίποτα άλλο να σας προσφέρω από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα» .
Οι πραγματικοί ηγέτες μπορούν λοιπόν, να αντλήσουν πολλά μηνύματα από την πανδημία. Γράφει το γερμανικό δίκτυο Ntv στην ιστοσελίδα του:
«Η πανδημία δείχνει τι μπορεί να πάει στραβά κατά την αντιμετώπιση μιας κρίσης - και τι μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά ενόψει των μελλοντικών προκλήσεων». Κατά το πρώτο κύμα του κορονοϊού , η Γερμανία (όπως και η Ελλάδα),πήραν πολλούς επαίνους σε όλη την Ευρώπη για τον χειρισμό της πανδημίας. Σήμερα όμως -με το τρίτο κύμα να σαρώνει -η δυσαρέσκεια διογκώνεται συνεχώς στη Γερμανία και στην Ελλάδα ,ενώ μειώνεται δραστικά η λαϊκή υποστήριξη για την πολιτική των κυβερνήσεων. Τι άλλαξε σε ένα χρόνο; Η κυβερνητική πολιτική απέτυχε σε ένα βασικό σημείο», λέει η Καταρίνα Κλάινεν φον Κένιγκλόου, καθηγήτρια Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
«Δεν αρκεί να εξηγούμε στους ανθρώπους γιατί πρέπει να περιοριστούν, όταν τα διάφορα πακέτα μέτρων είναι συχνά πολύ αντιφατικά. Οι άνθρωποι επιτρέπεται να πάνε στο γραφείο, αλλά δεν επιτρέπεται στα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Στην αρχή της πανδημίας, τέτοιες αντιφάσεις δεν ήταν ακόμη ορατές. Όλοι οι τομείς της ζωής ήταν λίγο πολύ εξίσου περιορισμένοι. Ωστόσο, με τα συνεχή lockdown η αποδοχή των μέτρων μειωνόταν. Τα αντιφατικά μέτρα δίνουν στους ανθρώπους την εντύπωση ότι η κυβερνητική πολιτική προσανατολίζεται όλο και περισσότερο προς τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ενώσεων και των ομάδων λόμπι» λέει η καθηγήτρια Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου και προσθέτει: «Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα αδικίας και μετά πυροδοτεί τη δικαιολογημένη αντίσταση» …