Ο διορισμός του Μπρετ Μακ Γκαρκ στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, με αρμοδιότητα τον συντονισμό των θεμάτων της Μέσης Ανατολής και τη Βόρεια Αφρική είναι μια επιλογή που τρόμαξε την Άγκυρα και που θα μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας σημειώνουν αναλυτές σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Ahval.
Ο ΜακΓκαρκ ήταν στο παρελθόν ο ειδικός προεδρικός απεσταλμένος στον πολυεθνικό στρατιωτικό συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ενάντιων του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) τόσο στις κυβερνήσεις Ομπάμα όσο και στου Τραμπ. Υπό αυτήν την ιδιότητα, συνομιλούσε και υποστήριζε τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), που ουσιαστικά αποτελούνται από τις Κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), δηλαδή τον ένοπλο βραχίονα του Εργατικού Κόμμματος του Κουρδιστάν (PKK). Το SDF/YPG ήταν, και παραμένει, ο κύριος σύμμαχος της Αμερικής ενάντια στο ISIS στη Συρία και έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην μάχη κατά του ISIS τα τελευταία έξι χρόνια.
Ο ΜακΓκαρκ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 ως ένδειξη διαμαρτυρίας στην ανακοίνωση του Προέδρου Τραμπ ότι θα αποσύρει όλα τα στρατεύματα των ΗΠΑ από τη Συρία. Αργότερα, όταν ο Τραμπ διέταξε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ερντογάν, η Άγκυρα ξεκίνησε την εισβολή της στην Συρία, την οποία ο ΜακΓκαρκ, τότε εκτός κυβέρνησης, επέκρινε έντονα. Μάλιστα σε μια περίπτωση που τα αμερικανικά στρατεύματα δέχτηκαν πύρα από τις τουρκικές δυνάμεις, έγραψε κατηγορηματικά στο προσωπικό του λογαριασμό στο twitter ότι: «Αυτό δεν ήταν λάθος».
Όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια επιδρομή στη βορειοδυτική επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ηγέτη του ISIS Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκνταντί, ο ΜακΓκαρκ έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα «The Washington Post», ότι το κρησφύγετο του ηγέτη των τρομοκρατών ήταν κοντά σε μια μεγάλη τουρκική στρατιωτική παρουσία, επισημαίνοντας ότι η Άγκυρα θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις για αυτό.
Ακόμα και όταν ήταν στην κυβέρνηση, η Άγκυρα και τα κατευθυνόμενα από αυτή ΜΜΕ συχνά κατηγορούσαν τον ΜακΓκαρκ για υποστήριξη του PKK. Μετά την ανακοίνωση του διορισμού του στην νέα του θέση, ένας Τούρκος αξιωματούχος, μιλώντας υπό καθεστώς ανωνυμίας, είπε στην ιστοσελίδα «Middle East Eye» ότι: «Χωρίς αμφιβολία, ο ΜακΓκαρκ έχει βλάψει τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις».
Σύμφωνα με αναλυτές που ερωτήθηκαν για τις ανάγκες του άρθρου από την ιστοσελίδα Ahval η κίνηση αυτή του Μπάιντεν να διορίσει τον ΜακΓκαρκ στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ αποτελεί κακό οιωνό για τις μελλοντικές σχέσεις των δύο χωρών.
«Αν και δεν θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα ένας μόνο διορισμός προσώπου, σίγουρα όμως αποτελεί απόδειξη ότι ο Έρντογαν θα περάσει δύσκολα με την νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ» δήλωσε ο Νίκολας Ντάνφορθ, αναλυτής στο German Marshall Fund και συνέχισε τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Άγκυρας δεν είναι ο ΜακΓκαρκ αλλά ότι: «πολλά μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης φαίνεται να συμμερίζονται την άποψη του για την Τουρκία». Επιπρόσθετα ο Ντάνφορθ σημειώνει ότι η Ουάσινγκτον θα έχει πολύ λιγότερη υπομονή απέναντι στην Άγκυρα για θέματα από την αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 ως τις εξελίξεις στη Συρία.
Ο Σουλεϊμάν Οζερέν, ειδικός στα θέματα της Τουρκίας στο Πανεπιστήμιο George Mason, πιστεύει ότι αυτός ο διορισμός είναι σημαντικός, δεδομένου ότι ο ρόλος του ΜακΓκαρκ θα είναι σημαντικότερος και ευρύτερος από αυτόν των προηγούμενων αρμοδιοτήτων του σχετικά με τη Συρία και το Ιράκ. Ωστόσο, αναμένει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν πιθανώς θα δοκιμάσει διάφορες τακτικές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Τουρκία, ξεκινώντας αρχικά με τον διάλογο, αλλά σημειώνει ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να δείξουν ιδιαίτερη υπομονή ειδικά για τα σοβαρά εκκρεμή ζητήματα των Κούρδων στην Συρία και της ενεργοποίησης των S-400.
«Ο ΜακΓκαρκ δεν είναι το μόνο άτομο στην νέα αμερικανική κυβέρνηση που έχει επικρίνει τον Ερντογάν. Ο ίδιος ο εκλεγμένος πρόεδρος Μπάιντεν είχε προηγουμένως αποκαλέσει τον Τούρκο ηγέτη «αυτοκράτορα» και είπε ότι η κυβέρνησή του θα δώσει προτεραιότητα στην υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου» τονίζει ο Οζερέν και επισημαίνει ότι το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι εάν προχωρήσει πραγματικά στον εκδημοκρατισμό της χώρας του και εγκαταλείψει τις απολυταρχικές πρακτικές του τότε αυτό θα μπορούσε να φέρει το τέλος του.
Ο απολυταρχισμός του Ερντογάν είναι το βασικό σημείο τριβής μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον σημειώνει ο Οζερέν και προβλέπει ότι για να καλοπιάσει τον Μπάιντεν ο Ερντογάν πιθανότατα να προχωρήσει δήθεν σε μεταρρυθμίσεις για να φτιάξει ένα κράτος δικαίου αλλά στην πραγματικότητα δεν θα αλλάξει τίποτα από αυτά που κάνει. «Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν χρειάζεται ελεγχόμενες εντάσεις για να διατηρήσει την εξουσία του στην Τουρκία» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Τέλος, υπογραμμίζει ότι ο Μπάιντεν θα ακολουθήσει την πολιτική του Ομπάμα στην Συρία και αυτό θα είναι μια συνεχή πηγή ένταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία, ιδιαίτερα από την στιγμή που η Άγκυρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει την πολιτική προς τους Κούρδους.
Ο Αλί Μπακίρ, πολιτικός αναλυτής με έδρα την Άγκυρα, προβλέπει επίσης ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα υιοθετήσει πολλές από τις ίδιες πολιτικές με αυτές του Ομπάμα. Ειδικότερα τόνισε ότι «ο Μπάιντεν πουλάει παλιό κρασί σε νέο μπουκάλι» εξηγώντας ότι ο Μπάιντεν επανέφερε πολλά από τα μέλη της διακυβέρνησης Ομπάμα οπότε οι προσδοκίες να φέρει κάτι νέο η διοίκησή του σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής μειώνεται.
Ο Μπακίρ πιστεύει ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι στη Μέση Ανατολή να «αντιμετωπίσουν καταστροφές παρόμοιες με αυτές που ξέσπασαν στη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Ομπάμα».
Προσέθεσε, πάντως, ότι μετά τις επιχειρήσεις των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία, η Άγκυρα θεωρεί ότι στην περιοχή έχουν δημιουργηθεί «νέες πραγματικότητες» τις οποίες η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να λάβει υπόψη, καθώς θα έχει μικρά έως ανύπαρκτα περιθώρια ελιγμών.
«Ο διορισμός του ΜακΓκαρκ σε αυτή την θέση θα δηλητηριάσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας και θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη ρήξη μεταξύ τους εξαιτίας της στενής και λανθασμένης αντιλήψης του για την περιοχή» κατέληξε ο Μπακίρ.