Τον Φεβρουάριο, όλα έμοιαζαν απλά. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα «πουλούσε» στις προεδρικές εκλογές τον οικονομικό του απολογισμό: η χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων 50 ετών, ακόμη και για τους Αφροαμερικανούς, μια ανάπτυξη μεγαλύτερη από εκείνη της Ευρώπης και εμπορικές συμφωνίες που δικαιολογούσαν το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική».
Το τίμημα ήταν ένα μη βιώσιμο δημοσιονομικό έλλειμμα, της τάξης του 5% του ΑΕΠ. Αλλά αυτό αποτελούσε λεπτομέρεια. Ο Τραμπ μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές.
Κι ύστερα ήρθε η επιδημία του Covid-19 που κατέστρεψε αυτό το αφήγημα. Ο Τραμπ φορτώνεται με τη μεγαλύτερη ύφεση της ιστορίας, το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα σε καιρό ειρήνης και τη μεγαλύτερη ανεργία μετά τη δεκαετία του ’30. Όλα δείχνουν πλέον ότι θα χάσει. Αλλά ο Τραμπ δεν θα χάσει χωρίς να πολεμήσει. Κι αν τα καταφέρει, θα έχει ταυτόχρονα μεταμορφώσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Πριν από τέσσερα χρόνια, οι αντίπαλοι του Ντόναλντ Τραμπ - όπως ο Νομπελίστας Οικονομίας Πολ Κρούγκμαν - προειδοποιούσαν ότι η εκλογή του θα οδηγούσε στην καταστροφή και ότι οι ιδέες του δεν είχαν καμιά συνοχή. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια, ο Τραμπ γκρέμισε τα άγαλμα του εμβληματικού προσώπου του “ Grand Old Party” (GOP), του πατέρα της «συντηρητικής επανάστασης»: του Ρόναλντ Ρίγκαν. Από τον συντηρητισμό πέρασε στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό. Κι αυτό, για να ικανοποιήσει τους λευκούς ψηφοφόρους και τους εργάτες που έβλεπαν με όλο και μεγαλύτερη επιφύλαξη την παγκοσμιοποίηση.
Υπήρχαν βέβαια ενδείξεις μιας τέτοιας μεταστροφής και πριν από τον Τραμπ, με την εμφάνιση της Σάρα Πέιλιν στον συνδυασμό του Τζον ΜακΚέιν, το 2008, και στη συνέχεια με την ανάδυση του Tea Party που ταλαιπώρησε την προεδρία Ομπάμα. Ο Τραμπ πήρε τη σκυτάλη και βούτηξε στον λαϊκισμό.
Αν ο Ρίγκαν απεχθανόταν το “big government”, εκείνος δεν διστάζει να παρέμβει. Αν ο «μεγάλος επικοινωνιολόγος» έστελνε ένα αισιόδοξο μήνυμα για την Αμερική, ο σημερινός πρόεδρος παρουσιάζει τις ΗΠΑ ως θύμα και επιδιώκει να αποσυρθεί από τις παγκόσμιες υποθέσεις. Ο ηθοποιός από την Καλιφόρνια υποστήριζε τις ελεύθερες συναλλαγές, έστω κι αν προσπαθούσε να προστατεύσει το Ντιτρόιτ από τα ιαπωνικά αυτοκίνητα. Ο μεγιστάνας από τη Νέα Υόρκη υποστηρίζει τον προστατευτισμό. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπό τον Ρίγκαν ήταν υπέρ της μετανάστευσης, ο Τραμπ θέλει να κτίσει τείχη για να σταματήσει τους μετανάστες.
Το μόνο κοινό τους σημείο είναι η μείωση των φόρων, ιδιαίτερα για τους πιο πλούσιους και τις επιχειρήσεις. Αυτό όμως δεν μειώνει το εύρος της μεταμόρφωσης του GOP, που θα ολοκληρωθεί αν νικήσει ο Τραμπ και δεν θα αμφισβητηθεί κατά 100% σε περίπτωση που χάσει.
Στην οικονομική πολιτική, η ορθοδοξία ανήκει στο παρελθόν. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φτάσει το 25% του ΑΕΠ. Ο Τραμπ έχει τη βοήθεια της κεντρικής τράπεζας, που τυπώνει χρήμα και σώζει τις επιχειρήσεις από τη χρεοκοπία εξαγοράζοντας το χρέος τους. Η πολιτική του σημερινού διοικητή Τζερόμ Πάουελ είναι αντίθετη από εκείνη του Πολ Βόλκερ, ο οποίος επέβαλε στον Ρίγκαν μια ύφεση την περίοδο 1982-83 για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
Στο εμπορικό πεδίο, ο Τραμπ υπονόμευσε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και συγκρούστηκε με την Κίνα. Το φαινόμενο αυτό θα είναι μακροχρόνιο, καθώς μια εταιρεία όπως η Apple έχει τα περισσότερα εργοστάσιά της στην Κίνα, δείχνει όμως αναντίστρεπτο, με τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες να προσλαμβάνουν συχνά ψυχροπολεμικό χαρακτήρα.
Στο κοινωνικό πεδίο, τέλος, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη. Ο Τραμπ δεν αύξησε τον κατώτατο ομοσπονδιακό μισθό, που είναι καθηλωμένος στα 7,25 δολάρια την ώρα από το 2009, οι χαμηλοί μισθοί όμως αυξάνονταν πριν από την πανδημία πιο γρήγορα από τους άλλους επειδή υπήρχε πλήρης απασχόληση και οι πολιτείες είχαν αυξήσει τον τοπικό κατώτατο μισθό.
*Ο Αρνό Λεπαρμαντιέ είναι δημοσιογράφος, ανταποκριτής της Monde στην Ουάσινγκτον
ΠΗΓΗ: Le Monde via ΑΠΕ-ΜΠΕ