Ανελλιπώς και στη διάρκεια κάθε κρίσης ανάμεσα στην Τουρκία και στις ΗΠΑ – ειδικά μετά το 1974- εμφανίζονταν στον ατλαντικό τύπο μια στερεότυπη ερώτηση: “Ποιος απώλεσε την Τουρκία;” (“Who lost Turkey?”).
Με την ερώτηση εννοούνταν πως εάν η συγκεκριμένη κρίση δεν τερματίζονταν θετικά για την Τουρκία, τότε μια “απογοητευμένη” και “αδικημένη” Τουρκία θα εγκατέλειπε – ο μη γένοιτο- το ατλαντικό στρατόπεδο. Και οι μακροχρόνιες συνέπειες θα ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε τελικά θα κατέρρευε ο δυτικός πολιτισμός – ναι ο δυτικός πολιτισμός!
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ο κίνδυνος που η Τουρκία “απέτρεπε”, λόγω της γεωστρατηγικής της σημασίας, ήταν η επικράτηση του άθεου κομμουνισμού. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του κομμουνισμού, ο κίνδυνος προέρχονταν από τον θρησκευτικό εξτρεμισμό ή – να το πω κάπως αλλιώς- από τη λεγόμενη “σύγκρουση των πολιτισμών”.
Στη δεύτρη περίπτωση, η κοσμική μεν αλλά μουσουλμανική σε κουλτούρα Τουρκία των Κεμαλιστών, θα λειτουργούσε ως “γέφυρα” ανάμεσα στους πολιτισμούς. Αλλά ακόμη και με την επικράτηση των ισλαμιστών του Ερντογάν το 2002 και μέχρι πρόσφατα, το μήνυμα ήταν πως το “τουρκικό” Ισλάμ ήταν ήπιο και πως η Τουρκία του ήπιου Ισλάμ θα λειτουργούσε ως “μοντέλο” ανάμεσα στα μη δυτικά και μουσουλμανικά κράτη και ως “γέφυρα” με τη Δύση. Και έτσι και χάριν μόνο της Τουρκίας, θα αποτραπεί η μεγάλη σύγκρουση.
Συνεπώς το διαχρονικό επιχείρημα ήταν πως οι όποιες ανάγκες και απαιτήσεις της Τουρκίας – έστω και παράλογες- έπρεπε να ικανοποιούνται αλλιώς η Τουρκία θα “απωλεσθεί”. Και τότε τι θα απογίνει η Δύση; Πως θα αντιμετωπίσει τους υπαρξιακούς κινδύνους που την απειλούν; Έτσι κανένα κόστος δεν θεωρούνταν απαγορευτικό. Η Τουρκία θα έπρεπε να παραμένει “αγκυροβολημένη” στην Δύση και εντεταγμένη σε όλους ανεξαιρέτως τους ατλαντικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ.
Μια στοιχειώδης έρευνα των ευρωατλαντικών σχέσεων από τη ψυχροπολεμική διακήρυξη του Προέδρου Τρούμαν το 1947, την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952, τη δημιουργία του Συμφώνου της Βαγδάτης το 1955 (1η Απριλίου), τη δημιουργία το CENTO το 1958 κλπ, τεκμηρειώνει την παραπάνω θέση. Όσο για την μη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαική Ένωση θα αναφερθώ πιο κάτω.
Τα επί μέρους παραδείγματα είναι κυριολεκτικά αμέτρητα αλλά θα περιοριστώ σε δυο:
Το ένα το γνωρίζω προσωπικά ως μέλος της Κυπριακής πρεσβείας στην αμερικανική πρωτεύουσα. Ήταν αρχές του 1980 συνόδευσα τον πρέσβη Άνδρεα Ιακωβίδη σε μια συνάντηση με τον Γερουσιαστή Charles Percy που κατείχε τότε την θέση του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, μια εξαιρετικά σημαντική θέση για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αφού τελειώσαμε ο Γερουσιαστής απευθυνόμενος στον Κύπριο πρέσβη του είπε κάτι που έμεινε στη μνήμη μου από τότε.
“Κύριε πρέσβη δεν γνωρίζεις τι έχεις να αντιμετωπίσεις σε αυτή τη πόλη αναφορικά με την Τουρκία. Πρίν από εσένα με επισκέφθηκε αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών για ένα εξαιρετικά σημαντικό, όπως μου είπαν, ζήτημα που αφορούσε την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τον δέχθηκα και μου ζήτησε το εξής. Να παρέμβω ώστε να αφαιρεθεί τροποποίηση από νομοσχέδιο για τη εξωτερική πολιτική που αφορούσε την εισαγωγή φουντουκιών από τη Τουρκία διότι αλλιώς η Τουρκία απειλούσε να αποχώρησει από το ΝΑΤΟ! Αυτή είναι η κυρίαρχη νοοτροπία και αντίληψη σε αυτή την πόλη αναφορικά με την Τουρκία.” Και ο Γερουσιαστής μας ευχήθηκε καλή επιτυχία στη αμερικανική πρωτεύουσα.
Με την ανεξέλεγκτη εισαγωγή φουντουκιών από την Τουρκία – λόγω προνομιακών εξαιρέσεων για την Τουρκία- οι αμερικανοί παραγωγοί είχαν μεγάλες οικονομικές απώλειες. Και κατάφεραν να προσθέσουν τροπολογία σε νομοσχέδιο που θα περιόριζε τις εισαγωγές και θα έθετε όρους κλπ. Και το αμερικανικό ΥΠΕΞ υιοθέτησε τον εκβιασμό της Άγκυρας περί αποχωρήσεις από το ΝΑΤΟ και τα λοιπά ψυχροπολεμικά και ανόητα. Και απαίτησε μαζί με την Άγκυρα να αφαιρεθεί η τροπολογία!
Το άλλο παράδειγμα είναι από τη μεταψυχροπολεμική εποχή με πρωταγωνιστές τον πολύ γνωστό μας αξιωματούχο Richard Holbrook και τον αμερικανικό τύπο. Τον Δεκέμβριο του 2007 το εβδομαδιαίο περιοδικό Newsweek International – με ακροατήριο την Ευρώπη- είχε ως πρωτοσέλιδο (cover page) την Τουρκία και με τίτλο, μαντέψτε, “Who lost Turkey?” Η Τουρκία μας έλεγαν οι επαΐοντες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού – και με πρωταγωνιστή τον μακαρίτη Holbrook- θα “χάνονταν” για τη Δύση εκτός εάν οι κοντόφθαλμοι ευρωπαίοι της άνοιγαν διάπλατα της πόρτες της ΕΕ αλλά με βάση τις τουρκικές ανάγκες και προτεραιότητες και με έκπτωσεις στα κριτήρια ένταξης.
Το 2007 η συνομοταξία Ερντογάν και του Χότζα Γκιουλέν ήταν κυρίαρχη. Κυριολεκτικά παντού, στη ατλαντική Δύση και στο Ισραήλ, όλοι εκθείαζαν την μετριοπάθεια του καθεστώτος, τις δημοκρατικές πεποιθήσεις των μελών του, και την φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας (θυμίζω τον περιβόητο Νταβούτογλου και το κλισέ του περί “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες”).
Πάνω από όλα εκθείαζαν την “μετριοπάθεια” του τουρκικού Ισλάμ και του Ερντογάν. Κατά τον Holbrook κλπ, μέσα στην ΕΕ η ισλαμική Τουρκία θα λειτουργούσε ως ένας καλαούζος ελευθερίας (“a beacon of freedom”) για τη ασταθή Μέση Ανατολή και σαν γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αν λοιπόν η Τουρκία δεν ενταχθεί στη ΕΕ, υποστήριξε, ο κόσμος θα οδηγηθεί σε ένα Αρμαγεδδώνα και το φταίξιμο θα ανήκει στους ευρωπαίους. Δεν θα φταίει η Τουρκία “που χάθηκε” για τη Δύση!
Με τη σημερινή κρίση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, παρακολουθώντας δηλώσεις ατλαντικών αξιωματούχων και δημοσιεύματα στον αμερικανικό τύπο, δεν εντοπίζω πουθενά το ερώτημα “ποιος απώλεσε την Τουρκία” και, μαζί, την “αυτοματοποιημένη” απάντηση πως την απώλεσε η Δύση με τις κοντόφθαλμες της πολιτικές και την αδυναμία της να κατατανοήσει τις “ανάγκες” της Άγκυρας ώστε να μπορεί η τελευταία να εφαρμόζει ανεξέλεγκτα τις πολιτικές της μέσα και έξω από την επικράτειά της.
Φαίνεται πως το διαχρονικό αυτό επιχείρημα και οι συναφείς με αυτό νοοτροπίες των ατλαντιστών έχουν εγκαταλειφθεί. Οι ισλαμιστές της Άγκυρας τους έχουν αφαίρεσει τις όποιες δικαιολογίες. Αν λοιπόν τελικά “χαθεί” η Τουρκία δεν θα φταίνε πλέον αυτοί. Θα φταίνε οι Τούρκοι. Σε μια τέτοια περίπτωση λέτε να επιβιώσει ο Δυτικός πολιτισμός; Οψόμεθα.
Πηγή: