Τρεις ελληνικές ταινίες βγαίνουν απόψε στους κινηματογράφους, από τις συνολικά επτά νέες αφίξεις αυτή την εβδομάδα, την πρώτη εβδομάδα του Απρίλη. Ξεχωρίζουν η δραματική περιπέτεια του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου «Τα Δάκρυα του Βουνού», το «Shazam», με έναν παράξενο ηπερήρωα να κλέβει τις εντυπώσεις, το δραματικό θρίλερ του Στηβ Κρικρή «The Waiter» και η κωμωδία «Ο Δρόμος του Κεραυνού», ένα ενδιαφέρον δείγμα του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά.
«The Waiter»
Δραματικό θρίλερ, ελληνικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Στηβ Κρικρή, με τους Άρη Σερβετάλη, Γιάννη Στάνκογλου, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Κιάρα Τζενσίνι, Ελεάνα Φινοκαλιώτη κα.
Ο Στηβ Κρικρής, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία δίνει ένα στιλιζαρισμένο θρίλερ, με πολλά στοιχεία από νεο-νουάρ κι αυτό γιατί περισσότερο αναλύει την ψυχοσύνθεση του κεντρικού του ήρωα, έναν σερβιτόρο που είναι σχολαστικός με το επάγγελμά του, παρά με το φρικιαστικό έγκλημα, που θα φέρει τη μεγάλη ανατροπή. Ο Κρικρής που έχει σπουδάσει κινηματογράφο στο Σαν Φρανσίσκο και έχει επηρεαστεί από το πειραματικό και αβάν-γκαρντ σινεμά, φαίνεται ότι προτιμά το ονειρικό στοιχείο, θυμίζοντας τον Ντέιβιντ Λιντς, παρά την κοφτερή ζωντανή αφήγηση του κλασικού αμερικανικού σινεμά.
Η ταινία του διαθέτει τεχνική αρτιότητα, εξαιρετική φωτογραφία (του Γιώργου Καρβέλα), μυστηριώδη ατμόσφαιρα, αρκετά ευρήματα που τις περισσότερες φορές κολλάνε στην αφήγηση, αλλά τελικώς δίνει περισσότερες προσδοκίες στον θεατή απ' αυτές που μπορεί να προσφέρει. Καλό το χτίσιμο της συμπλεγματικής συμπεριφοράς του ήρωά του, της καθήλωσής του στο αστικό κύκλο της μοναξιάς, του σαρκασμού του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά η προσήλωση του σκηνοθέτη στη φόρμα ρουφά πολλούς απ' τους χυμούς της ταινίας. Ωστόσο, όλα αυτά ίσως είναι και λεπτομέρειες, καθώς ο Στηβ Κρικρής έχει κάνει ένα ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο ξεκίνημα και θα ποντάραμε στην εξέλιξή του.
Ο Άρης Σερβετάλης συμπαθητικός και απόμακρος όσο πρέπει, ενώ ο Γιάννης Στάνκογλου στο ρόλο του «κακού» κερδίζει το στοίχημα, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στον αυτοσαρκασμό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που διάγει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η ζωή του όμως θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο σκοτεινοί χαρακτήρες, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, μπλεγμένοι με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων γεγονότων. Ο Ρένος, αμφισβητώντας την ιερή καθημερινή του ρουτίνα, θα δοκιμάσει την ικανότητά του και την προθυμία του να αλλάξει τη ζωή του πάνω σε θέματα αγάπης και θανάτου. Σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα μοιραστούν και η εμπιστοσύνη θα αμφισβητηθεί. Θα μπορέσει ο Ρένος να ακολουθήσει;
«Τα Δάκρυα του Βουνού»
Δραματική περιπέτεια, ελληνικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, με τους Νίκο Γεωργόπουλο, Σπύρο Ζαμπέλη, Αργύρη Κόγκα, Σπύρος Φωτίου κα.
Η δεύτερη ελληνική ταινία της εβδομάδας έχει ελληνικό θέμα, φωτίζοντας σημαντικό μέρος της ιστορίας μας, μπαίνοντας στην ψυχή και στη φύση της χώρας, έχοντας ως βάση μία ελεύθερη διασκευή της Οδύσσειας, τοποθετημένη στις αρχές του περασμένου αιώνα και με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, τους περίφημους πετράδες, που μας χάρισαν μερικά έργα αρχιτεκτονικής τέχνης χωρίς να πληγώνουν την Ελλάδα και τη φύση της.
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, που μας έχει χαρίσει μερικά από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ στη χώρα μας («Της Πατρίδος μου η Σημαία») κάνει και πάλι μία σημαντική ταινία, χωρίς κραυγές και βερμπαλισμούς, αλλά διακριτικά και σιωπηλά, αναδεικνύοντας τη μοναχικότητα της Ελλάδας, τη βαριά της ιστορία, γεμάτη πόνο, πολέμους και τις απειλητικές σειρήνες, που βρίσκονται παντού.
Η ιστορία της ταινίας ξεκινά εκεί κοντά στα 1900, στα ελληνικά βουνά, όπου δουλεύουν νομαδικά οι πετράδες, σε μια χώρα που έχει καταστραφεί και πάλι από έναν πρόσφατο πόλεμο, που έχει διχάσει τα χωριά, ενώ κεντρικό πρόσωπο είναι ο πρωτομάστορας Μάρκος, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλα εμπόδια και προκλήσεις, θα συναντήσει τη δική του Κίρκη, αλλά και το δικό του Τειρεσία.
Στην πορεία του προς την πατρίδα, το δικό του χωριό, την οικογένειά του, οι σύντροφοί του θα τον εγκαταλείψουν από κακουχίες, την απληστία, το σαράκι του ανταγωνισμού και ο Μάρκος θα μείνει μόνος έχοντας να κάνει με τη φύση, τη συνείδησή του, την ιδέα της επιστροφής.
Η κινηματογραφική λιτότητα του σκηνοθέτη, οι έξυπνοι υπαινικτικοί σχολιασμοί του, το διακριτικό και μελαγχολικό χιούμορ, τα υπέροχα πλάνα της ορεινής Ελλάδας, που μεταμορφώνονται σύμφωνα με τη διάθεση, αλλά και την ιστορία, δένουν άψογα, σε αυτή την τεράστια προσπάθεια του Χαραλαμπόπουλου, που αν είχε περισσότερα (οικονομικά και τεχνικά) όπλα στη διάθεσή του κι έδινε λίγο περισσότερο προσοχή στη λεπτομέρεια, θα μπορούσε να κάνει μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Ειδική μνεία στην πρωταγωνίστρια της ταινίας, που δεν είναι άλλη από τη φύση, το φόντο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία των πετράδων και του πρωταγωνιστή. Ο Χαραλαμπόπουλος αναδεικνύει έξοχα την ελληνική φύση, η οποία συχνά ορίζει τη ζωή των ηρώων του και την καθημερινότητά τους και τους υποχρεώνει να βρίσκονται σε έναν ιδιότυπο διάλογο μαζί της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένα μπουλούκι μαστόρων πέτρας περιπλανιέται όπου υπάρχει δουλειά χτίζοντας σπίτια, γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμως ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τούς σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Όχι πολύ μακριά τους μαίνεται ο πόλεμος. Εξαιτίας του είναι αποκομμένοι απ' τα χωριά τους σχεδόν δέκα χρόνια. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική Οδύσσεια.
«Shazam»
(«Shazam») Κωμωδία επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ, με τους Ζάκαρι Λίβαϊ, Μαρκ Στρονγκ, Άσερ Έιντζελ, Τζακ Ντίλαν Γκρέιζερ, Ντζιμόν Χουνσού, Λοβίνα Γιάβαρι, Μισέλ Μπορθ, Άνταμ Μπρόντι, Μάρτα Μίλανς κα.
Δυο γεμάτες ώρες διασκέδασης από τον νέο σούπερ ήρωα της Warner, που ακούει στο όνομα Shazam ως ακρωνύμιο των Σολομώντα, Ηρακλή, Άτλαντα, Δία, Αχιλλέα και Ερμή, αλλά παραμένει έφηβος και απρόβλεπτα αστείος. Η ταινία, προσπαθεί να ξεφύγει από το μοντέλο της κατασκευής υπερηρώων, έχοντας το προνόμιο να μη βαρύνεται από το παρελθόν, την μονοδιάστατη έκφανση χαρακτήρων, που έχουν γεμίσει το αμερικανικό σινεμά του είδους και ταυτόχρονα να διαθέτει μια σειρά από πετυχημένες ατάκες, που φέρνουν πιο κοντά στη γη τον σούπερ ήρωα.
Ωστόσο, η ταινία θα παρέμενε εντός του γνωστού πλαισίου των ταινιών με σούπερ ήρωες και εξωφρενικά κατορθώματα, αν δεν είχε για πρωταγωνιστή τον Ζάκαρι Λίβαϊ, που με ενθουσιασμό μπαίνει στο πετσί του πρωταγωνιστή και είναι αρκετά πειστικός ως ένα 15χρονο αγόρι το οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένο σε σώμα ενός ενήλικα υπερήρωα, που τα πάει περίφημα τόσο στις σκηνές δράσης, αλλά και στις στιγμές που δείχνει ευάλωτος, παραδίδοντας μια απολαυστική ερμηνεία, που απογειώνει το φιλμ.
Το «Shazam» διαθέτει και καρδιά και μια θετική ενέργεια για τη δύναμη της οικογένειας και των ανθρώπων με καλές προθέσεις, σε συνδυασμό με ανατρεπτικές σχετικά ιδέες, που δεν συμβαδίζουν με το μέσο αμερικανικό καλούπι, το μοντέλο που θέλει τους υπερήρωες να θυσιάζονται για τα «αμερικανικά ιδεώδη», να δακρύζουν για την ήττα στο Βιετνάμ και να βρίσκουν την ικανοποίηση μπροστά στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου χωριού κάπου στην Ασία, από τα υπερόπλα που χτυπούν από απόσταση ασφαλείας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Όλοι κρύβουμε έναν υπερήρωα μέσα μας, απλά χρειάζεται ένα ξόρκι για να τον κάνουμε να φανερωθεί. Ο Μπίλι Μπάτσον, χάρη στην ευγενική «χορηγία» ενός αρχαίου μάγου, κάθε φορά που φωνάζει τη λέξη SHAZAM! μεταμορφώνεται από 14χρονο έφηβο στον ενήλικα ομώνυμο υπερήρωα. Ωστόσο, παρά το θεόρατο και γεροδεμένο σώμα του, παραμένει μέσα του ένα παιδί που, όπως είναι φυσικό, διασκεδάζει με την ενήλικη έκδοση του εαυτού του, κάνοντας ό,τι θα έκανε κάθε έφηβος που θα αποκτούσε υπερδυνάμεις: κάνει την πλάκα του! Μπορεί να πετάξει; Βλέπει με ακτίνες Χ; Μπορεί να εξαπολύσει αστραπές από τα χέρια του; Μπορεί να κάνει κοπάνα από το σχολείο; Με τη βοήθεια του ειδήμονα σε υπερηρωικά ζητήματα φίλου του Φρέντι, ο Shazam δοκιμάζει τα όρια των ικανοτήτων του με την ανεμελιά του παιδιού που κρύβει μέσα του. Αλλά θα χρειαστεί να μάθει να ελέγχει τις ικανότητες του για να κατατροπώσει τις φονικές δυνάμεις του κακού που βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο του Δρ. Σιβάνα, ο οποίος έχει βάλει στο μάτι τον Shazam.
«Ο Δρόμος του Κεραυνού»
(«Thunder Road») Κωμωδία, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τζιμ Κάμινγκς, με τους Τζιμ Κάμινγκς, Κένταλ Φαρ, Νίκαν Ρόμπινσον, Μέικον Μπλερ κα.
Το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά, που μας έχει δώσει εξαιρετικές ταινίες, έχει ήδη μία πορεία πάνω από μισό αιώνα, από τον Τζον Κασαβέτη μέχρι και τον Τζιμ Τζάρμους και τελευταίως με τον Τζον Σέιλς. Εδώ έχουμε ένα καινούργιο εκπρόσωπό του, τον Τζιμ Κάμινγκς, έναν τύπο που ήρθε από το πουθενά και έχει ήδη αρχίσει να αποκτά το δικό του κοινό, με το «Δρόμο του Κεραυνού».
Μία ιλαροτραγωδία, που απευθύνεται κυρίως στο αμερικανικό κοινό, έχει ένα ιδιότυπο χιούμορ, που μοιάζει με αυτό της Stand-up comedy, που γοητεύει όλο και περισσότερο τη νέα γενιά, αλλά στην ταινία του μάλλον θα προκαλέσει αμηχανία σε όσους έχουν μείνει στα πρώτα βήματα του Γούντι Άλεν.
Ο Κάμινγκς, ένας 35άρης, που έχει κάνει σκηνοθεσία, σενάριο και πρωταγωνιστεί στην ταινία, «φοράει» ένα αστείο μουστάκι και στήνει μία ιστορία στην οποία παρουσιάζεται μέχρι εξαντλήσεως, αφού η κάμερα είναι πάνω του σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του φιλμ, προβάλλοντας την ιστορία ενός ανθρώπου, που γρήγορα καταλαβαίνεις ότι δεν έχει ούτε τη μέση νοημοσύνη, είναι ένας άνθρωπος δύσκολος στην επικοινωνία, αντιλαμβάνεται με καθυστέρηση ότι συμβαίνει γύρω του, συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα και δεν είναι λίγα αυτά που του συμβαίνουν και είναι όλα δυσάρεστα. Χάνει τη μάνα του (η σκηνή της κηδείας είναι ξεκαρδιστική), έχει ένα διαζύγιο, μία κόρη που λατρεύει και φοβάται μη τη χάσει, ενώ βρίσκεται και στο στόχαστρο των συναδέλφων του αστυνομικών, επειδή δεν έχει μία συμβατική συμπεριφορά. Και όλα αυτά σε μια κωμόπολη που βαλτώνει ζωές και στέκεται όρθια από τα στερεότυπα της αμερικανικής μέσης κουλτούρας.
Κλασική περίπτωση: Πίσω από κωμικές και αστείες καταστάσεις κρύβεται ένα δράμα, που αφορά ένα τεράστιο κομμάτι ανθρώπων, που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα της ζωής. Άλλωστε, το τέλος είναι αποκαλυπτικό όταν ο πρωταγωνιστής βλέποντας μια ερασιτεχνική παράσταση κλασικού μπαλέτου δακρύζει.
Ο Κάμινγκς ως πρωταγωνιστής θα παραδοθεί στο σενάριό του και στις ιδέες που θέλει να περάσει, θα τσαλακωθεί και μάλλον θα βγει κερδισμένος.
Ταινία που κάποιοι θα λατρέψουν, πολλοί θα ξινίσουν, κάποιοι θα αρκεστούν σε ορισμένα χοντροκομμένα αστεία, αλλά σίγουρα δεν θα περάσει αδιάφορη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Επηρεασμένος από τον θάνατο της μητέρας του, ένας νεαρός αστυνομικός αδυνατεί να βάλει τάξη στο χάος που ανακύπτει στην προσωπική του ζωή, μετά από ένα διαζύγιο. Εύθραυστος ψυχολογικά, ο κεντρικός ήρωας - εκπρόσωπος της Tάξης - αμφιταλαντεύεται από την πίστη στις αξίες οδηγώντας τον σ' έναν διαρκή αγώνα εφαρμογής του γράμματος του νόμου στην πράξη.
«Θέλημα Θεού»
(«Grace a Dieu») Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Φρανσουά Οζόν, Μελβίλ Πουπό, Ντενίς Μενοσέ, Σουάν Αρλό, Ζοσιάν Μπαλασκό, Ερίκ Καραβακά κα.
Ακόμη μία ταινία για το πρόβλημα της παιδεραστίας στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, που έχουμε δει και ξαναδεί με διάφορους τρόπους και σε παραλλαγές. Αυτή τη φορά έχει επιλεγεί ο άνισος αν μη τι άλλο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν, για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα σκάνδαλο με παιδεραστή κληρικό (που έβαζε ως συνήθως μικρά αγόρια στο ανώμαλο στόχαστρό του), το οποίο σημειώθηκε στη Λιόν και συντάραξε τη Γαλλία. Μια ταινία που όχι μάλλον τυχαία διακρίθηκε και στο 69ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, με την Αργυρή Άρκτο.
Η ταινία μπορεί να αποφεύγει με επιδεξιότητα τη δημαγωγική ρητορική, αλλά ο Οζόν δεν καταφέρνει να μπει σε βάθος, να μιλήσει με ειλικρίνεια για ένα πρόβλημα, που ταλανίζει την ανθρωπότητα και όχι μόνο την καθολική εκκλησία. Ένα τεράστιο ζήτημα, που για κάποιους αποτελεί μια νομική οριοθέτηση, ένα θέμα που αντιμετωπίζεται με υποκρισία και πολλές φορές έναν ανείπωτο κυνισμό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Αλεξάντερ ζει στη Λιόν με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Μια ημέρα μαθαίνει τυχαία ότι ο ιερέας που τον κακοποίησε, όταν ήταν πρόσκοπος, εξακολουθεί να δουλεύει με παιδιά. Αποφασίζει να αναλάβει δράση και τον ίδιο δρόμο ακολουθούν άλλα δύο θύματα του ιερέα, ο Φρανσουά και ο Εμανουέλ. Οι τρεις τους ενώνονται για να «σηκώσουν το πέπλο της σιωπής» γύρω από τη δοκιμασία τους. Αλλά οι επιπτώσεις και οι συνέπειες δεν θα αφήσουν κανέναν ανεπηρέαστο..
«Νεκροταφείο Ζώων»
(«Pet Sematary») Ταινία τρόμου, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Κέβιν Κόλς και Ντένις Γουίντμαγιερ, με τους Τζέισον Κλαρκ, Έιμι Σάιμετζ, Τζον Λίθγκοου κα.
Το γνωστό ευπώλητο του διάσημου συγγραφέα Στίβεν Κινγκ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, για να ευχαριστήσει τους λάτρεις του κινηματογραφικού τρόμου.
Η ταινία μπορεί να προκαλεί στιγμές ανατριχίλας και φόβου, να διαθέτει μία σκηνοθετική επάρκεια, αλλά δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Υπενθυμίζεται ότι το ομώνυμο βιβλίο του Κινγκ κυκλοφόρησε το 1983, το 1989 γυρίστηκε η πρώτη ομότιτλη ταινία, που θεωρείται και η καλύτερη, ενώ το 1992 προβλήθηκε και το sequel της ταινίας, που ήταν μία αποτυχία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Δρ. Λούις Κριντ, μετά τη μετακόμισή του με τη σύζυγό του Ρέιτσελ και τα δύο μικρά παιδιά τους από τη Βοστώνη στο Μέιν, ανακαλύπτει ένα μυστηριώδη τόπο ταφής κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος που βρίσκεται δίπλα στο νέο τους σπίτι. Όταν μια τραγωδία χτυπά την οικογένειά του, ο Λούις θα στραφεί στον ασυνήθιστο γείτονά του Τζαντ Κράνταλ, προκαλώντας μια επικίνδυνη αλυσιδωτή αντίδραση που θα απελευθερώσει ένα άνευ προηγουμένου κακό με τρομακτικές συνέπειες.
«Επαφή»
Δραματική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2017, σε σκηνοθεσία Τώνη Λυκουρέση, με τους: Νένα Mεντή, Άκης Σακελαρίου, Χρήστος Λούλης, Αλεξάνδρα Aϊδίνη, Βασίλης Κουκαλάνι, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Χριστοδούλου, Ναταλία Σουίφτ, Δομνίκη Μητροπούλου, Φανή Τιτίκα Σαριγκούλη
Ένα άνισο σπονδυλωτό ψυχολογικό δράμα του Τώνη Λυκουρέση, που έχει ως κεντρική ιδέα, ένα μπλακ άουτ, εξαιτίας ενός καύσωνα, το οποίο βρίσκει διαφορετικούς ανθρώπους κλεισμένους σε πέντε ασανσέρ της Αθήνας, να αγωνιούν, να έρχονται αντιμέτωποι με τους προσωπικούς τους εφιάλτες και δράματα, να δείχνουν το καλύτερο και το χειρότερο πρόσωπό τους, αλλά τελικά να παραμένουν εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητά τους, στον κυνικό και απρόσωπο τρόπο ζωής και μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση.
Χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους οι πέντε ιστορίες, που ασφυκτιούν στα τρία τετραγωνικά του κουβούκλιου, αλλά και από την έλλειψη έμπνευσης και την απαραίτητη δραματουργία, προσγειώνονται γρήγορα με σχηματικές καταστάσεις και μελοδραματικές ευκολίες, από έλλειψη ρυθμού και της απαραίτητης έντασης, αλλά και από το σύνηθες πρόβλημα της σεναριακής φτώχειας που διακρίνει τον ελληνικό κινηματογράφο.