Ο θάνατος του μεγάλου σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έφερε στην επικαιρότητα, για μια ακόμα φόρα, το θέμα της πολυσυζητημένης σκηνής του βιασμού στην ταινία «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Ήταν ή δεν ήταν αληθινή η σκηνή του βιασμού;
Η δημιουργία αυτή του Μπερτολούτσι έχει προκαλέσει αμέτρητες συζητήσεις για το αν η Μαρία Σνάιντερ βίωσε έναν πραγματικό βιασμό από τον Μάρλον Μπράντο.
Οι συζήτησεις για την επίμαχη σκηνή ξεκίνησαν το 2013, δύο χρόνια μετά το θάνατο της Σνάιντερ, όταν ο Μπερτολούτσι είχε δηλώσει με κυνικό τρόπο, ότι η πρωταγωνίστριά του δεν γνώριζε τι ακριβώς θα συνέβαινε στη σκηνή του σεξ με το βούτυρο. Είχε πει χαρακτηριστικά ότι η Σνάιντερ ήταν «θύμα συνωμοσίας» του με τον Μάρλον Μπράντο.
Ο σκηνοθέτης είχε δικαιολογήσει την απόφασή του αυτή λέγοντας, πως ήθελε να αιφνιδιάσει την ηθοποιό, για να πετύχει την αυθόρμητη αντίδρασή της και να την ταπεινώσει στ' αλήθεια, για να κάνει τη σκηνή πιο ρεαλιστική. Βέβαια, μετά από πολλά χρόνια αναφέρει, πως αισθάνεται ένοχος, που δεν της το είπαν, αλλά δηλώνει πως δεν μετανιώνει για τη σκηνή.
Η παραδοχή αυτή του Μπερτολούτσι ερμηνεύτηκε από πολλούς ότι η σκηνή του βιασμού με το βούτυρο στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» ήταν αληθινή.
Όμως αυτό τελικά δεν ήταν αληθινό. Η «συνωμοσία», βέβαια αυτή, του Μπερτολούτσι με τον Μπράντο, ήταν από μόνη της απαίσια και χωρίς την επίμαχη σκηνή. Μια σκηνή άκρως εξευτελιστική την οποία η Μαρία Σνάιντερ αναγκάστηκε να γυρίσει, νεαρή ηθοποιός τότε.
Παρ' όλα αυτά η αληθεια είναι ότι ο βιασμός δεν ήταν αληθινός. Ήταν ψεύτικος. Οι ηθοποιοί υποκρίθηκαν πως υπήρχε διείσδυση. Δεν τον είχαν προβάρει ποτέ και δεν υπήρχε στο σενάριο. Η ίδια η Μαρία Σνάιντερ, είχε πει ότι δεν ήταν ακριβώς έκπληξη της στιγμής, η σκηνή με το βούτυρο, αλλά την έμαθε λίγο πριν τη γυρίσει: «Μου είπαν γι' αυτή λίγο πριν να πάμε να τη γυρίσουμε και θύμωσα».
Ο Μπερτολούτσι -που είχε δηλώσει πως ποτέ δεν της είπαν για τη σκηνή- ίσως να θυμόταν λάθος και όντως, όπως είχε υποστηρίξει η ηθοποιός, να της το ανέφεραν λίγο πριν το γυρίσουν. Σε κάθε περίπτωση, το παιχνίδι που της έπαιξαν είναι από μόνο του φρικτό.
Η Μαρία Σνάιντερ σε συνέντευξή της, το 2007 στη Daily Mail είχε δηλώσει ξεκάθαρα πως όχι μόνο καμία ερωτική σκηνή στην ταινία δεν ήταν αληθινή, αλλά ότι ο Μπράντο ήταν για αυτήν μια πατρική φιγούρα. «Καθόλου αληθινή. Δεν υπήρχε έλξη μεταξύ μας. Για μένα ο Μπράντο ήταν μια πατρική φιγούρα».
Με τον Μάρλον Μπράντο έμειναν φίλοι αν και για λίγο δεν μιλούσαν για την ταινία. Δήλωσε μάλιστα πως ό,τι καλύτερο για αυτήν ήταν η γνωριμία της με τον Μπράντο. Με τα παραπάνω ξεκαθαρίζει ότι, παρά τις φήμες, καμία ερωτική σκηνή δεν ήταν αληθινή.
Για την επίμαχη σκηνή του βιασμού λέει ότι δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και ότι ήταν μια ιδέα του Μπράντο. Συνεχίζει λέγοντας πως έπρεπε να είχε καλέσει τον ατζέντη της και το δικηγόρο της επειδή δεν μπορείς να αναγκάσεις κάποιον να κάνει κάτι που δεν είναι στο σενάριο, δεν το έκανε όμως γιατί δεν το γνώριζε τότε. Αυτός ήταν και ο λόγος που ένιωσε ταπεινωμένη και «λίγο βιασμένη» και από τους δύο.
Μετά τη σκηνή ο Μπράντο δεν απολογήθηκε ούτε την παρηγόρησε. Ευτυχώς η σκηνή βγήκε με μία λήψη και δε χρειάστηκε να την επαναλάβουν.
Μετά την ταινία, το ενδιαφέρον των ΜΜΕ γι' αυτήν μεγάλωσε, κι ο κόσμος την ταύτισε με τον χαρακτήρα της ταινίας. Όλο αυτό την τρόμαξε, και έπεσε στα ναρκωτικά τα οποία τα έβλεπε σαν διαφυγή. Κάποτε πήρε χάπια για να αυτοκτονήσει, αλλά, όπως είπε «ο Θεός είχε άλλη γνώμη».
Τον Μπερτολούτσι λέει πως δεν τον συγχώρησε ποτέ, και ότι αυτός και ο Μπράντο έβγαλαν πολλά χρήματα, σε αντίθεση μ' αυτήν που η αμοιβή της ήταν μικρή. «Και να φανταστεί κανείς ότι ο Μπερτολούτσι ήταν και κομμουνιστής!» είχε δηλώσει.
Στη συνέντευξη της, τέλος,είχε υποστηρίξει πως και αυτή και ο Μάρλον Μπράντο χειραγωγήθηκαν από τον Μπερτολούτσι: «Ήταν χοντρός, και μόνιμα ιδρωμένος, και πολύ χειριστικός. Έκανε διάφορα για να εκμαιεύσει μια αντίδραση από μένα. Κάποια πρωινά στα γυρίσματα ήταν πολύ ευγενικός, κι άλλες μέρες με αγνοούσε εντελώς. Ήμουν όμως πολύ μικρή για να καταλάβω τι συνέβαινε. Αργότερα ο Μάρλον είπε ότι ένιωθε πως τον είχε μεταχειριστεί, και μιλάμε για τον Μάρλον Μπράντο, οπότε φαντάζεστε πώς ένιωσα εγώ...»