Το Μακεδονικό υπήρχε από παλιά ως θέμα των ανακυκλούμενων βαλκανικών αλυτρωτισμών, ιδιαίτερα στις εποχές που οι μεγάλες δυνάμεις μετέβαλαν την περιοχή σε σκακιέρα στρατηγικών χειρισμών για τα συμφέροντά τους.
Μετά τον πόλεμο ωστόσο έπαψε να είναι πρόβλημα για την Ελλάδα. Απλώς ορισμένες μειοψηφίες, ιδίως στην Αμερική και στην Αυστραλία, προσπαθούσαν να το συντηρήσουν. Και ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός υποχρέωνε τους κληρωτούς στα στρατόπεδα -αλλά και τους μαθητές στα σχολεία- να άδουν το εμβατήριο για την «Ξακουστή Μακεδονία» «που είναι και θα είναι ελληνική Ελλήνων το καμάρι».
Μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού ο συσχετισμός δυνάμεων στα Βαλκάνια εξελίχθηκε υπέρ της Ελλάδας και εξουδετέρωνε κάθε πιθανή απειλή από το γειτονικό κρατίδιο. Πρόβλημα για την ελληνική διπλωματία το Σκοπιανό έγινε τη στιγμή ο Αντώνης Σαμαράς- τον οποίο άφησε στο πόδι του ως υπουργό Εξωτερικών του ο Κώστας Μητσοτάκης κατά τη σύνταξη του ανακοινωθέντος της κοινοτικής Ευρώπης για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας- δεν κατάλαβε τι ακριβώς υπέγραψε και για να καλύψει τη γκάφα του οχυρώθηκε πίσω από την «ορθοδοξία του ονόματος».
Άλλοι λένε ότι το έκανε επειδή αισθάνεται άνεση εμφανιζόμενος ως μετεμψύχωση του Παύλου Μελά και του Μεγάλου Αλεξάνδρου -ταυτοχρόνως. Άλλοι -μεταξύ των οποίων και ο ανατραπείς πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης– ότι απλώς το χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να ρίξει τη κυβέρνηση της ΝΔ «χάριν των διαπλεκόμενων συμφερόντων».
Πρόσχημα, ασχετοσύνη ή ιδεοληψία αλήθεια είναι ο Σαμαράς συνδέθηκε με μια ήττα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αφού όλες οι χώρες μέλη του ΟΗΕ, η μια μετά την άλλη, αναγνώριζαν τη γειτονική χώρα ως «Μακεδονία». Παρά το διπλωματικό κεφάλαιο που σπαταλούσε η Ελλάδα για να επιβάλλει το τυπικό -και προσωρινό- FYROM.
Ο Κώστας Μητσοτάκης ήταν έτοιμος να δώσει μια λύση στο θέμα με τον κυνισμό που τον διέκρινε και η δήλωση «σε δέκα χρόνια ποιος θα θυμάται;» ήταν χαρακτηριστική. Γι’ αυτό απέπεμψε τον Σαμαρά που από ευεργετηθείς αποδείχθηκε κακός δαίμονας για τον ίδιο και την οικογένειά του. Αλλά παρενέβησαν άλλοι παράγοντες και τα πράγματα έφτασαν ως την ανατροπή του.
Μεταξύ τους ο Ανδρέας Παπανδρέου που το ενέταξε στη στρατηγική επιστροφής του μετά το «βρόμικο 89» , ο λαοπλάνος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και παραεκκλησιαστικοί και εθνικιστικοί κύκλοι, εκτός και εντός της χώρας που τροφοδότησαν τα συλλαλητήρια μαζί με τον Σαμαρά που ωστόσο εξαφανίσθηκε από το δημόσιο βίο. Το θέμα μπήκε στο ψυγείο, αλλά όχι και οι ευθύνες του.
Ο Παπανδρέου επιστρέφοντας προτίμησε να το αφήσει παγωμένο με την «Ενδιάμεση Συμφωνία». Ο Κ. Σημίτης το 1997 πλησίασε σε μία λύση με σύνθεση ονομασία, αλλά οι Σκοπιανοί δεν έδειξαν καμία διάθεση για συζήτηση καθώς είχαν επιβάλει το όνομα που ήθελαν.
Ο Κ. Καραμανλής αξιοποίησε την πίεση για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και πήρε τη ευθύνη τροποποίησης της απόφασης που είχε πάρει εν θερμώ το 1992 το τετραμελές συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών – με δυο, από τα τέσσερα, κόμματα της Αριστεράς στη σύνθεσή του- να μην δεχθεί «ούτε παράγωγο του όρου Μακεδονία». Διαμόρφωσε νέα εθνική γραμμή με τη σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ υπό τον Γ. Παπανδρέου.
Οι Σκοπιανοί πάλι δεν το δέχθηκαν και το πρόβλημα που δημιούργησε στη χώρα ο Σαμαράς άρχισε να γίνεται βαρύ -και ενίοτε να την γελοιοποιεί.
Το πρώτο ρήγμα από τη πλευρά των Σκοπίων έγινε από την κυβέρνηση Ζάεφ που συνειδητοποίησε ότι η απομόνωση βλάπτει τη χώρα του και προσφέρθηκε για συζήτηση. Ο Αλέξης Τσίπρας -με τον Ν. Κοτζιά που γνωρίζει καλά αυτό το θέμα στο υπουργείο Εξωτερικών-άρπαξε την ευκαιρία και άνοιξε τη διαπραγμάτευση που κατέληξε σε συμφωνία κάνοντας κάτι απλό: προέκτεινε την λύση που πρότεινε ο Καραμανλής με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη.
Υπό κανονικές συνθήκες θα είχε δίπλα του και τη ΝΔ ως αντιπολίτευση. Αλλά στη ΝΔ οι συνθήκες έπαψαν να είναι κανονικές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρόεδρος της βρέθηκε χειραγωγούμενος από το σύστημα Σαμαρά, στο οποίο μετέχει και ο αντιπρόεδρος του Άδωνις Γεωργιάδης.
Του επέβαλαν ανοχή στα συλλαλητήρια των ακραίων και των μισαλλόδοξων και τη γραμμή της μη λύσης. Έτσι η ΝΔ αποσύρθηκε από τη λύση και ο Μητσοτάκης, εγκατάλειψε ακόμη και τις παλιές προσωπικές θέσεις του, φοβούμενος τη διάσπαση.
Μόλις ανακοινώθηκε η συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ και ενώ ο πρόεδρος της ΝΔ έδειχνε παραζαλισμένος – αλλά άφηνε περιθωριακό μεταστροφής -εμφανίσθηκε από το παρασκήνιο στον τόπο του εγκλήματος του, αυτοπροσώπως ο «δολοφόνος»: ο συνήθης Σαμαράς. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι είναι ο αρχιτέκτονας της οπισθοχώρησης της Ν.Δ..
Συμπεριφέρεται άλλωστε ως μεγάλο αφεντικό στο κόμμα των Καραμανλήδων. Πότε αξιώνει να πολιτευτεί ο Μητσοτάκης κατά τρόπο που να τον «δικαιώνει», πότε θέλει τη ΝΔ συνήγορό του στο σύνολο της για μια υπόθεση ηθικής τάξης που αφορά τον ίδιο προσωπικά και πότε εμφανίζεται με την «εντολή των συλλαλητηρίων» να επιβάλλει δεξιά εξωτερική πολιτική στον αδέξιο Κυριάκο.
Η δήλωση Σαμαρά -στρεφομένη με προκλητική αναίδεια και κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, που λειτουργεί ως θεματοφύλακας του Συντάγματος- είναι μνημείο εθνοκαπηλείας και επαγγελματικού πατριωτισμού για πάσα χρήση. Εν προκειμένω η χρήση γίνεται ως ασπίδα σε ό,τι βαρύνει την πολιτική διαδρομή που χάραξε από τα νεανικά του χρόνια, πάντα ως ιντριγκαδόρος.
Μια φορά τον πέταξε έξω από την κυβέρνησή του ο πατέρας Μητσοτάκης. Μια άλλη τον πέταξαν έξω από τη πολιτική οι ψηφοφόροι. Ο γιος Μητσοτάκης τον έβαλε κορώνα στο κεφάλι του και ας καταστρέφει το ένα μετά το άλλο τα μέλη της οικογένειας του- και τον ίδιο εν τέλει. Άβυσσος η ψυχή του κληρονόμου.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο του Γιώργου Λακόπουλου δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα «Ανοιχτό Παράθυρο»