Η Βίκυ Μοσχολιού στην οποία είναι απόψε αφιερωμένη η εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, «Στην υγειά μας ρε παιδιά», γεννήθηκε στην οδό Μυρωνίδου στον Κεραμεικό, σε μια φτωχική γειτονιά που είχε αναθρέψει τουλάχιστον δύο γενιές της οικογένειάς της. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας, ο παππούς και ο προπάππους της.
Το μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού άστραφτε από καθαριότητα. Η γειτονιά είχε να λέει για την κυρα Μοσχολιού, που δεν άφηνε ούτε κόκκο σκόνης πάνω στις επιφάνειες. Η αιτία αυτής της εμμονής ήταν η φυματίωση από την οποία έπασχε η μητέρα της Βίκυς.
Πίστευε ότι αν απολύμανε κάθε γωνιά του σπιτιού, μπορούσε να προστατεύσει τα παιδιά της από την ασθένεια.
Ο πατέρας της, ο περίφημος κυρ Αλέκος, ήταν ένας χαμογελαστός και αισιόδοξος άνθρωπος που διατηρούσε την καλή διάθεση της οικογένειας, παρά τη βαριά ασθένεια της μητέρας. Είχε ένα γραμμόφωνο με το οποίο έπαιζε μουσική σε όλη τη γειτονιά και η μικρή του κόρη, Βίκυ, τον ακολουθούσε παντού. Μάλιστα, ο κυρ Αλέκος συνήθιζε να τη ντύνει με αγορίστικα ρούχα και να την ανεβάζει πάνω στα τραπέζια στις ταβέρνες για να τραγουδάει τα αγαπημένα λαϊκά τραγούδια των θαμώνων.
Έτσι, η Βίκυ Μοσχολιού έμαθε να αγαπάει το τραγούδι και το χειροκρότημα. Σε μεγαλύτερη ηλικία, η οικογένεια μετακόμισε στην Αγία Βαρβάρα, γιατί ο καθαρός αέρας έκανε καλό στην εύθραστη υγεία της μητέρας της. Η Βίκυ στα 14 της παράτησε το σχολείο, κάτι όχι και τόσο ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή.
Έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο και δεν σταμάτησε να ονειρεύεται ότι μπορεί να γίνει τραγουδίστρια. Η αγαπημένη της εκπομπή στο ραδιόφωνο ήταν του Γιώργου Οικονομίδη, που εμφανίζονταν άσημοι τραγουδιστές με την ελπίδα να γίνουν διάσημοι. Και μερικοί όντως το κατάφεραν. Το όνομα της εκπομπής ήταν “Χαρούμενα Ταλέντα” και ορισμένα απ’ τα ταλέντα που ανέδειξε ήταν η Νανά Μούσχουρη, η Τζένη Βάνου κι ο Γιάννης Βογιατζής.
Η 14χρονη Βίκυ Μοσχολιού αποφάσισε να πάρει μέρος στο σόου, αλλά χρειαζόταν και η άδεια του πατέρα της. Ο κυρ Αλέκος αρχικά έφερε αντιρρήσεις, αλλά τελικά την άφησε να πάει στο διαγωνισμό. Τη μέρα που διαγωνιζόταν η Βίκυ, στο κοινό βρίσκονταν όλοι οι συγγενείς για να την εμψυχώσουν. Το ταλέντο της ξεχώρισε και της έκαναν πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο Διάνα, αλλά αυτό ο πατέρας της το απαγόρευσε ρητά.
Η Βίκυ κανόνισε να πάει κρυφά. Ο κυρ Αλέκος το έμαθε και κατά δήλωσή της, τη μαύρισε στο ξύλο. Όμως δεν θα αργούσε η μέρα που η Βίκυ Μοσχολιού θα έβρισκε την ευκαιρία να μαγέψει ξανά τον κόσμο με τη φωνή της.
Η συνάντηση με τον Ζαμπέτα και η σωτηρία απ΄ τον Μπιθικώτση
Το 1961, ενήλική πια, η Βίκυ Μοσχολιού επέστρεφε στο Αιγάλεω, ύστερα από μια βόλτα στην Αθήνα. Καθόταν αμέριμνη στο λεωφορείο, όταν σε μια στάση επιβιβάστηκε ένας άντρας, που αμέσως άρχισε να μιλά άνετα με τους επιβάτες και τον οδηγό. Να κάνει θόρυβο και πλάκα με όλους.
Ένας λαϊκός σταρ τον οποίο αγνοούσε εντελώς. Η Βίκυ ρώτησε τους επιβάτες ποιος ήταν αυτός ο αεράτος κύριος και της απάντησαν ότι το όνομά του ήταν Γιώργος Ζαμπέτας κι ήταν τραγουδιστής. Δεν μίλησαν εκείνη την ημέρα, αλλά ένα χρόνο αργότερα, ο Ζαμπέτας θα της άλλαζε τη ζωή.
Το 1962, μετά από αμέτρητα παρακάλια, η Βίκυ κατάφερε να πάρει την άδεια του πατέρα της και να τραγουδήσει πάνω στη σκηνή.
Η πρώτη της οντισιόν ήταν στο κέντρο Τριάνα του Βασίλη Χειλά και απ’ το άγχος της, η Βίκυ κόντεψε να τα χάσει. Οι μουσικοί της είπαν ότι τραγούδησε φάλτσα και την απέρριψαν. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή, έφτασε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Σαν τραγουδιστής άκουσε καλύτερα τη φωνή της προσέχοντας τα χαρίσματα και όχι τα προβλήματα που της δημιουργούσε το άγχος.
Ο Μπιθικώτσης έπεισε τους μουσικούς να την κρατήσουν. Για δύο μήνες, η Βίκυ Μοσχολιού έβγαινε στη σκηνή και τραγουδούσε με την ψυχή της, ακόμα και όταν το κέντρο ήταν άδειο. Όταν τελείωσε η σεζόν, η Βίκυ βρισκόταν σε απόγνωση. Δεν μπορούσε πια να επιστρέψει στα τσαγκαράδικα. Είχε δοκιμάσει τη μαγεία της σκηνής. Τι να έκανε στα τσαγκαράδικα;
Τότε θυμήθηκε τον άντρα που είδε στο λεωφορείο, τον Γιώργο Ζαμπέτα. Πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να της δώσει δουλειά. Ο Ζαμπέτας μεγαλόκαρδος πάντα και ανοικτός στα νέα ταλέντα, την άκουσε και δέχτηκε.
Την πήρε μαζί του στο μαγαζί που εμφανιζόταν με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Εκείνη την εποχή στα κέντρα, μόνο τα μεγάλα ονόματα σηκώνονταν όρθια για να τραγουδήσουν. Η άσημη Βίκυ Μοσχολιού καθόταν στο πάλκο, όπως και όλοι οι ανερχόμενοι τραγουδιστές.
Ήταν όμως αποφασισμένη να ξεχωρίσει και μαζεύοντας όλο της το κουράγιο, στράφηκε προς τον Καζαντζίδη και τον ρώτησε: “Εμείς δεν θα πούμε κάνα τραγουδάκι μαζί;” Ο τραγουδιστής, εντυπωσιασμένος απ’ το θάρρος της νεαρής, δέχτηκε και η Μοσχολιού σηκώθηκε και τραγούδησε δίπλα στον Καζαντζίδη. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μια καριέρας που ξεπέρασε τα όνειρά της....
Μοσχολιού: Η «Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού»
Η φωνή της Μοσχολιού αποτελούσε και αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χαρακτηρίστηκε ως μια φωνή "δωρική", δηλαδή μια φωνή βαθιά ελληνική, "ντόμπρα", με μεγάλες φυσικές ικανότητες. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο πολλοί την χαρακτήρισαν ως «ο θηλυκός Μπιθικώτσης». Όμως, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, η Μοσχολιού επιβλήθηκε καλλιτεχνικά λόγω της ατέρμονης μοναδικότητας των ερμηνειών της, μια μοναδικότητα που έκανε συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης να χαρακτηρίσουν την φωνή της «ογκόλιθο». Υπηρέτησε πιστά τον λαϊκό και έντεχνο χώρο, τραγουδώντας ταυτόχρονα κομμάτια διαφορετικής αισθητικής, αποδεικνύοντας πως ήταν καλλιτέχνιδα ολικού περιεχομένου.
Πιο συγκεκριμένα η Μοσχολιού ως τύπος τραγουδίστριας ήταν alto-mezzo, δηλαδή η βαρύτερη γυναικεία φωνή, σαφέστατα στην λαϊκή εκδοχή της. Κατείχε μεγάλη έκταση φωνής, βαριά ηχητικότητα και φυσικά μια μελαγχολική βραχνή χροιά η οποία αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της, καθώς είναι αδύνατο για τους ακροατές να μην καταλάβουν ποια τραγουδάει από την πρώτη κιόλας λέξη.
Στις ικανότητες της φωνής της συγκαταλέγονται επίσης το ισχυρό «συρτό» vibrato της, που δραματοποιούσε τις ερμηνείες της κι οδηγούσε σε μια μοναδική επιβολή της φωνητικής δύναμης, τα εκπληκτικά της γυρίσματα, τα οποία της έδιναν την ικανότητα να ερμηνεύει με ευκολία δημοτικά τραγούδια ή τραγούδια με jazz-blues επιρροές. Βασικότερο στοιχείο όλων αναμφισβήτητα στο φυσικό μουσικό της όργανο ήταν η ασυνήθιστη δύναμη και ο ενστικτώδης συναισθηματισμός. Η δύναμη της φωνής της Μοσχολιού ήταν αξεπέραστη και σε συνδυασμό με την μπάσα φωνή της, η ερμηνεύτρια μπορούσε ξεκάθαρα να ακούγεται ισχυρότερα από ότι μια soprano σε έναν χώρο.
Χαρακτηριστικό αυτού του φωνητικού χαρακτηριστικού της, είναι η ερμηνεία της στο τραγούδι "Αλήτης", στον οποίο η Μοσχολιού, όποτε το τραγουδούσε ζωντανά, κατέβαζε το μικρόφωνο, χαμήλωνε την ορχήστρα και γέμιζε τον χώρο με την επιβλητική φωνή της. Ο συναισθηματισμός ήταν η δεύτερη μεγάλη κινητήρια δύναμη του οργάνου της. Με την ξεκάθαρη άρθρωση των λέξεων, συμφώνων και φωνηέντων μαζί, η ερμηνεύτρια κατάφερνε να δραματοποιεί και να αγγίζει ψυχικά, γνωρίζοντας και μη το τι εξιστορεί-ερμηνεύει. Αυτό ήταν και είναι βασικό γνώρισμα του ερμηνευτικού-υποκριτικού ταλέντου της.
Η πληρότητα της σπουδαιότητας της φωνής της σημαδεύονταν από την πρωτοφανή ερμηνεία της. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως "Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού", διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια. Ήταν μια πραγματική ερμηνεύτρια, γεμάτη κύρος επί σκηνής, πολύ παραπάνω από τραγουδίστρια, μια φωνή που επανέφερε την αίσθηση του αρχαιοελληνικού δράματος μέσω της έκφρασης του καημού και της χαράς των Ελλήνων του σήμερα.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr, el.wikipedia.org