Τζένη Καρέζη: Η πανέμορφη Δεσποινίδα που έγινε η Κυρία του θεάτρου και του σινεμά

 
Τζένη Καρέζη: Η πανέμορφη Δεσποινίδα που έγινε η Κυρία του θεάτρου και του σινεμά

Ενημερώθηκε: 09/01/22 - 10:00

Είχαν να το λένε όσοι την είδαν να κάνει τα πρώτα της βήματα -ακόμη και ως σπουδάστρια στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου- για τη φρεσκάδα, τον αέρα, τη λεπτεπίλεπτη γοητεία, την αύρα μιας σταρ που έφερνε μαζί της.

Η Τζένη Καρέζη, πολύ γρήγορα, πατώντας το πόδι της στο θεατρικό σανίδι, δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, και μπαίνοντας στα πλατό ως πρωταγωνίστρια, χωρίς να έχει άλλη κινηματογραφική εμπειρία, στην τεράστια επιτυχία και πλέον κλασική "Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο", δίπλα στα ιερά τέρατα Μίμη Φωτόπουλο και Βασίλη Αυλωνίτη, αλλά και στην αποκάλυψη ενός νέου ζεν πρεμιέ, του Αλέκου Αλεξανδράκη, μάλλον δεν είχε καταλάβει ακόμη τους δρόμους της δόξας που ανοίγονταν μπροστά της. Άλλωστε, η Τζένη Καρέζη ήταν μία ηθοποιός, μία προσωπικότητα που μπορεί να είχε το ταλέντο, την παρουσία ενός ανθρώπου που χάριζε λάμψη και χάρη, αλλά ωρίμασε σταδιακά. Από μία ξεχωριστή ενζενί, έγινε μία καταξιωμένη πρωταγωνίστρια του παλιού ελληνικού σινεμά, μέστωσε υποκριτικά, έπεσε στα βαθιά του θεάτρου, αλλά και της πολιτικής, κάτι στο οποίο συνέβαλε και ο δεύτερος σύζυγός της, Κώστας Καζάκος, με τον οποίο αισθάνθηκε «ολοκληρωμένη γυναίκα», όπως είχε πει η ίδια.

Η Τζένη Καρέζη, που χάσαμε πρόωρα, μετά από ένα οδυνηρό και βασανιστικό τέλος, δίνοντας το έναυσμα για την ίδρυση του πολύτιμου Ιδρύματος Τζένη Καρέζη, που στόχος του είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και άλλες χρόνιες νόσους, με ιδρυτικά μέλη τον Κώστα Καζάκο, την Μελίνα Μερκούρη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά., γεννήθηκε πριν 90 χρόνια, τις 12 Ιανουαρίου του 1932. Με αφορμή τη γέννησή τις, αξίζει να θυμηθούμε τις σημαντικότερες στιγμές τις ζωής τις, την καλλιτεχνική τις πορεία, αλλά και τις πραγματικά σπουδαίες ερμηνείες τις στο σινεμά, πέρα από τις τις επιτυχίες τις.

Από τις Καλόγριες στην Παξινού

Οι γονείς της Τζένης Καρέζη ήταν εκπαιδευτικοί. Πατέρας της ο Κωνσταντίνος Καρπούζης, καθηγητής και γυμνασιάρχης, με καταγωγή το Μεσολόγγι και μητέρα της η δασκάλα Θεώνη Λάφη. Θα μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, ενώ θα βρεθεί εσωτερική στην "Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί" και μετά στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή "Άγιος Ιωσήφ". Ως μαθήτρια θα παίξει σε αρχαίες τραγωδίες και παρότι ο πατέρας της ήταν αρνητικός, θα μπει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού το 1951, έχοντας ως δασκάλους της τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Γιώργο Παππά, τον Πέλο Κατσέλη κ.ά. Θα αποφοιτήσει με άριστα το 1954 και αμέσως θα την αρπάξουν οι μεγαλύτερες θεατρικές σκηνές της εποχής. Αρχικά θα εμφανιστεί δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στην "Ωραία Ελένη" και αμέσως μετά πλάι στην Κατίνα Παξινού, στο έργο του Λόρκα "Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα".

Γαρύφαλλο στ’ αυτί

Σε ηλικία 22 χρόνων και ζώντας τη μεθυστική της επιτυχία θα βρεθεί ως πρωταγωνίστρια στην αγαπημένη ταινία "Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο", έχοντας μπροστά της τους γίγαντες Μίμη Φωτόπουλο και Βασίλη Αυλωνίτη. Με το πρώτο της πλάνο μπροστά στην κάμερα του "μάστορα" Αριστείδη Καρύδη Φουκς, συναντώντας τους δυο λατερνατζήδες ζητώντας φωτιά για το τσιγάρο της, όλοι όσοι ήξεραν κατάλαβαν, αν και ακόμη άγουρη, ότι έχουν να κάνουν με κάτι διαφορετικό, μία ηθοποιό που θα γράψει τη δική της ιστορία. Μία σταρ, που μπορεί να μην έγινε "εθνική", αλλά είχε τεράστιες υποκριτικές ικανότητες, τόσο στην απαιτητική κωμωδία όσο και στο δράμα, και με τον καιρό τις ξεδίπλωσε και ειδικά στο θέατρο.

Η Χιονάτη που έγινε Δεσποινίδα

Η συνέχεια ήταν ενθαρρυντική τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, στο οποίο θα έχει την τύχη να συμμετάσχει στην κλασική κωμική ηθογραφία "Η Θεία από το Σικάγο", αλλά και το πρώτο ριμέικ στην Ελλάδα, "Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο". Το 1960 θα είναι η χρονιά που καθιερώνεται ως αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια με τις ανάλαφρες κομεντί "Ραντεβού στην Κέρκυρα", δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη, "Η Χιονάτη και τα Επτά Γεροντοπαλίκαρα" μπαίνοντας γλυκά ανάμεσα στη μισή εθνική πρωταγωνιστών κωμωδίας -από Φωτόπουλο και Μακρή μέχρι Σταυρίδη, Λειβαδίτη και Ευθυμίου- και "Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος". Σε αυτή την τρισχαριτωμένη ταινία του Δαλιανίδη, δίπλα στον υπέροχο Ηλιόπουλο, η Καρέζη θα δείξει αρκετά από τα προτερήματά της, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τα χαρακτηριστικά τής λαμπερής ενζενί, αναδεικνύοντας τον χαρακτήρα ενός προχωρημένου για την εποχή της κοριτσιού.

Τζένη, Τζένη

Η δεκαετία του ‘60 θα συνεχιστεί θριαμβευτικά. Μεθυστική εποχή, που θα φέρει και έναν γάμο το 1962, με τον κοσμικό Ζάχο Χατζηφωτίου, που αποδείχθηκε πολύ γρήγορα μια νεανική τρέλα. Τυπικά ο πρώτος της γάμος θα λήξει μετά από τέσσερα χρόνια. Μια τετραετία κατά την οποία η σταρ θα βελτιώνει ραγδαία τις υποκριτικές της ικανότητες σε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες. Ξεχωρίζουν τα φιλμ "Δεσποινίς Διευθυντής", "Τζένη, Τζένη" και "Μια Τρελή, Τρελή Οικογένεια", όλα σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες.

Λόλα

Τη διετία 1963-1964, η Τζένη θα έχει την τύχη να αναδείξει τις ικανότητές της και στο δράμα, αλλά και να ξεφύγει από τη μανιέρα των ρομαντικών κομεντί, με δυο υπέροχες ταινίες, που φώτισαν μια όχι και τόσο συνηθισμένη εικόνα της Ελλάδας, μπαίνοντας στο σκοτεινό κόσμο μιας κοινωνίας που ζούσε στα όρια του περιθωρίου και της νύχτας. Πρόκειται για τα φιλμ "Τα Κόκκινα Φανάρια" του Βασίλη Γεωργιάδη και "Λόλα" του Ντίνου Δημόπουλου, στα οποία ξεχωρίζει η αθάνατη μουσική και τα λαϊκά τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου. Στην πρώτη, που έφτασε μέχρι και να διεκδικεί το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, χάνοντας τελικά από το αριστούργημα του Φελίνι "8 1/2 ", η Τζένη είναι εξαιρετική κάνοντας μία πόρνη στην Τρούμπα του Πειραιά, δίπλα σε θαυμάσιους συμπρωταγωνιστές, όπως είναι οι Γιώργος Φούντας, Δέσπω Διαμαντίδου, Μάνος Κατράκης, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αλεξάνδρα Λαδικού και Μαίρη Χρονοπούλου. Στη δεύτερη, και πάλι με θέμα που τοποθετείται στην Τρούμπα, φτιάχνοντας ένα αλησμόνητο ζευγάρι με τον Νίκο Κούρκουλο, δείχνει πιο ώριμη από ποτέ και έτοιμη για οποιαδήποτε υποκριτική πρόκληση.

Κώστας Καζάκος

Οι κινηματογραφικές προκλήσεις, όμως, δεν θα έρθουν, αφού η χώρα μπήκε "στο γύψο" των συνταγματαρχών και η εύθραυστη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή έγινε κομμάτια στα χέρια των χουντικών, που προσπάθησαν να επιβάλλουν τη δική τους οπτική και γνωστή αισθητική. Το 1966, στα γυρίσματα της ταινίας "Κονσέρτο για Πολυβόλα" θα γνωριστεί με τον Κώστα Καζάκο, τον οποίο θα ερωτευθεί, ενώ το 1968 θα παντρευτούν σε στενό κύκλο και τον επόμενο χρόνο θα αποκτήσουν τον γιο τους Κωνσταντίνο - σήμερα καταξιωμένο ηθοποιό.

Το Μεγάλο μας Τσίρκο

Τα επόμενα χρόνια θα γυρίσει ακόμη έξι ταινίες, μέχρι να εγκαταλείψει το σινεμά και να ρίξει όλο το βάρος της στο θέατρο, όπου μπορούσε ακόμη να δημιουργήσει, να αναπνεύσει καλλιτεχνικά. Το 1973 θα ανεβάσει "Το Μεγάλο μας Τσίρκο", μία αλληγορική παράσταση, σε κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου, που θα μείνει στην ιστορία, ενώ στην εποχή της έκανε απίστευτη επιτυχία, καθώς το κοινό εκτίμησε την πολιτική θέση τού έργου, τα μηνύματα κατά της χούντας, αλλά και τη θεϊκή ερμηνεία των τραγουδιών του Ξαρχάκου, από τον ανεπανάληπτο Νίκο Ξυλούρη. Η παράσταση έκοψε πάνω από μισό εκατομμύριο εισιτήρια, αλλά έστειλε το ζεύγος Καζάκου-Καρέζης στη φυλακή!

Θέατρο και Ανθρωπιά

Η Τζένη Καρέζη συνέχισε και μετά την πτώση της χούντας να θριαμβεύει στο θέατρο, με παραστάσεις όπως "Ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ", σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, σπάζοντας τα ταμεία, ενώ το 1990 πρωταγωνίστησε στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη "Διαμάντια και Μπλουζ", που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της, καθώς ήταν ήδη πληγωμένη από τον καρκίνο. Ήταν το 1989 όταν παίζοντας στον "Βυσσινόκηπο" του Τσέχοφ, διαγνώστηκε με την αρρώστια και άρχισε μια σκληρή άνιση μάχη. Θα την χάσει στις 26 Ιουλίου του 1992. Στην κηδεία της πλήθος συναδέλφων της και χιλιάδες λαού θα την αποχαιρετίσει μέσα σε κλίμα οδύνης.

Η Τζένη Καρέζη είχε να δώσει ακόμη πολλά, αφού μετά από 33 ταινίες, δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικά σίριαλ, έδειχνε ότι μπορούσε να βελτιώνεται συνεχώς, κάτι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα και ειδικότερα για την υποκριτική. Νιώθοντας άβολα στη σιγουριά της επιτυχίας, ριχνόταν χωρίς καμία προστασία σε προκλήσεις και αδοκίμαστες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, προσθέτοντας συνεχώς λιθαράκι λιθαράκι στο μεγαλείο μίας άξιας μορφής της Τέχνης. Αλλά και της Ανθρωπιάς...