Πέρασαν δύο χρόνια από την ημέρα που ο «αιώνιος έφηβος» της καρδιάς μας, Κώστας Βουτσάς έφυγε για το μεγάλο ταξίδι σκορπίζοντας θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο και στο κοινό που τον λάτρεψε.
Έφυγε στα 88 του χορτάτος από ευτυχία, δόξα και άφησε πίσω του τέσσερα παιδιά και μια σπουδαία καριέρα.
Μπορεί να έφυγε πλήρης ημερών ωστόσο όλη η Ελλάδα έκλαιγε για τον «αιώνιο έφηβο» σαν να έφυγε γρήγορα, πρόωρα, καθώς ο Κώστας Βουτσάς δεν είχε ηλικία, μέχρι το τέλος ήταν ένας άνθρωπος με ζωντάνια και αγάπη για τη ζωή.
Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν, ο Κώστας Βουτσάς εισήχθη στο Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ» στις 7 Φεβρουαρίου 2020 με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία, που οδήγησαν σε διασωλήνωση και εισαγωγή στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Το ιατρικό ανακοινωθέν σημειώνει πως ο Κώστας Βουτσάς «ετέθη σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και της νεφρικής λειτουργίας. Η κατάστασή του σταθεροποιήθηκε αρχικά αλλά την 24η Φεβρουάριου το βράδυ παρουσίασε σημαντική επιδείνωση, που εξελίχθηκε σε πολυοργανική ανεπάρκεια και κατέληξε πάρα τις γενόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις, στις 26/02/2020 στις 02:24».
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκεμβρίου του 1931. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης. Το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα τα έλεγαν «βουτσιά».
Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, τού είχε προτείνει θιασάρχης να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά αρνήθηκε. Πέρασε δύσκολα χρόνια καθώς προερχόταν από φτωχή οικογένεια αλλά ήταν μαχητής.
«Η οικογένεια μου ήταν φτωχοί άνθρωποι. Έχω δουλέψει πολύ στη ζωή μου, τρέχαμε να βγάλουμε το ψωμί. Έτρωγα στραγάλια και νερό για να φουσκώσει η κοιλιά μου. Ήμουν αγωνιστής από μικρός, αλλά δεν έχανα ποτέ το χιούμορ και την αισιοδοξία μου», είχε αποκαλύψει.
Μετά τα πρώτα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τα πράγματα έγιναν λίγο καλύτερα. Ο πατέρας του ηθοποιού δούλευε σαν εργάτης οδοποιός και η μητέρα του φρόντιζε το σπίτι τους. Για να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα, ο ίδιος και τα αδέλφια του έκαναν διάφορες μικροδουλειές. Θυμόταν μέχρι το τέλος της ζωής του τον εαυτό του να γυρνάει με το κασελάκι στους δρόμους της Θεσσαλονίκης πουλώντας τσιγάρα. Αυτή ήταν η πρώτη του δουλειά.
Την περίοδο της κατοχής για να επιβιώσει εφάρμοσε ένα κόλπο. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Ο Κώστας Βουτσάς τους έδινε εκατό ελληνικά τσιγάρα κακής ποιότητας και εκείνοι του έδιναν τα δικά τους. Ήταν λιγότερα αλλά μπορούσε να τα πουλήσει πιο ακριβά στους «έχοντες» της πόλης και να βγάλει ικανοποιητικό κέρδος.
Ο νεαρός Κώστας αργότερα βρήκε μια πιο επικερδή δουλειά. Έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες. Την κρίσιμη ώρα ειδοποιούσε για την παρουσία της αστυνομίας ακόμη και όταν δεν υπήρχε, ώστε να πιάσουν κορόιδο κάποιον αφελή. Όσα χρήματα κέρδιζε, τα έδινε πάντα στη μητέρα του. Το κίνητρό του ήταν πάντα η αγάπη και η υποστήριξη της οικογένειας. Αυτή η αγάπη έκανε τα μέλη της οικογένειας Βουτσά να μην λυγίζουν στις δυσκολίες.
Μετά τον πόλεμο και τη γερμανική Κατοχή, ο Βουτσάς ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Ήταν αθλητής ταχύτητας και άλματος εις μήκους σε ένα Βυζαντινό σύλλογο που λεγόταν ΒΑΟ. Όταν ο προπονητής του τον έστειλε για μια προετοιμασία σε μια κατασκήνωση στη Μηχανιώνα, ο ηθοποιός είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο. Καθώς έκανε προπόνηση άκουσε μια πρόβα για ένα θεατρικό της κατασκήνωσης και έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο. Τότε ο υπεύθυνος του θεατρικού για να τον προκαλέσει, του είπε να το κάνει ο ίδιος καλύτερα αν μπορούσε. Και ο Βουτσάς το έκανε.
Στον εμφύλιο ο Κώστας Βουτσάς με τους φίλους του, που ήταν οργανωμένοι στα «Αετόπουλα» της αριστεράς, μοίραζαν προκηρύξεις στους κινηματογράφους. Οι νεαροί ανέβαιναν στον εξώστη, πέταγαν ψηλά τις προκηρύξεις και μέχρι αυτές να προσγειωθούν στο πάτωμα, κατέβαιναν στην πλατεία και παρίσταναν τους θεατές.
Έτσι ο Βουτσάς γνώρισε έναν χώρο στον οποίο αργότερα θα μεγαλουργούσε. Τον κινηματογράφο. Αφού τελείωσε το Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε διάφορες παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα γνωστά μπουλούκια, αποφάσισε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη και να κατέβει στην Αθήνα να αναζητήσει την τύχη του.
Την ημέρα που έφευγε πήγε στον σταθμό του τρένου άρπαξε μια πέτρα που είχε γίνει μαύρη από τα λάδια της ατμομηχανής και την πέταξε μακριά.
Δηλαδή έριξε στην κυριολεξία -όπως λέει και ο ίδιος- μαύρη πέτρα πίσω του. Ήθελε να πετύχει επαγγελματικά στην Αθήνα και να μην αναγκαστεί να γυρίσει πίσω αποτυχημένος.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων (μπουλούκια).
Όταν έφτασε στην Αθήνα έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, που ήταν τότε απαραίτητη για τους ηθοποιούς. Ο Κώστας Βουτσάς χρειάστηκε να δώσει τρεις φορές, μιας και τις δυο πρώτες η επιτροπή τον απέρριψε. Όπως ανέφερε ο ίδιος ο ηθοποιός, ένα από τα μέλη της επιτροπής του είπε πως δεν κάνει για το θέατρο και τον συμβούλεψε να πάει να εργαστεί σε τράπεζα σαν υπάλληλος. Ευτυχώς ο Βουτσάς δεν τον άκουσε, επέμεινε, πήρε την άδεια και έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς μέχρι σήμερα.
Υπήρξε σύζυγος της ηθοποιού και χορεύτριας Έρρικας Μπρόγερ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα (1972).
Έχει άλλες δύο κόρες από τον δεύτερο γάμο του, με τη Θεανώ Παπασπύρου, τη Θεοδώρα (1977) και τη Νικολέτα (1979), με την πρώτη να ακολουθεί τα δικά του βήματα στο χώρο της ηθοποιίας.
Με τις κόρες του είχε σχέση λατρείας και ήταν πάντα στο πλευρό τους. Η μικρότερη κόρη του, Νικολέττα είχε «ραγίσει καρδιές» με τον επικήδειό της. «Ο πατέρας μου αποφάσισε να είναι σήμερα εδώ, να φύγει δηλαδή, γιατί κάποιος από πάνω πρέπει να του σφύριξε πως έρχεται ανάσταση νεκρών πολύ σύντομα. Είμαι σίγουρη, δεν θα έφευγε αλλιώς. Και να σας καθησυχάσω ότι ο μπαμπάς μας έφυγε μετά από μια οικογενειακή γιορτή. Ήμασταν πάνω από το κεφάλι του στην κυριολεξία δύο ώρες, του τραγουδούσαμε, τον φιλούσαμε, του λέγαμε αστεία, του δείχναμε βιντεάκια με τον εαυτό του και αφού μιλήσαμε και για τα επαγγελματικά του και του θυμίσαμε πως είχε δεσμευτεί στη Μιμή Ντενίση τον αφήσαμε να κοιμηθεί. Με ένα πρόσωπο πολύ γαλήνιο και πάρα πολύ χαρούμενο.
Εγώ προσωπικά σήμερα γιορτάζω τον άνθρωπο που ενσάρκωσε και προσωποποίησε την έννοια της ζωής. Ο μπαμπάς ήταν αυθεντικός, ήταν πιστός στον εαυτό του, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, ήταν παρών, δεν αντιστεκόταν στον ρυθμό της ζωής. Εξελισσόταν, ανανεωνόταν, τα είχε βρει με τη γη και τον ουρανό. Σήμερα γιορτάζουμε τον πνευματικό άνθρωπο που με την παρουσίαση του και τη στάση του μας θεράπευε.
Προτείνω ας συνδεθούμε με την εικόνα που έχει ο καθένας μας για εκείνον και ας αντλήσουμε δύναμη για μια ακόμα φορά από το πνεύμα του που βρίσκεται εδώ, που βρίσκεται μέσα μας και στην καρδιά μας για να επιστρέψουμε το κορμί του στη μάνα γη. Και θα είναι για λίγο σας διαβεβαιώ, τα έχει κανονίσει ο μπαμπάς μην ανησυχείτε Και να πω στον μπαμπά ένα μήνυμα από όλους σας: “Κώστα Βουτσέ ηθοποιέ είσαι σπουδαίος σε αγαπάμε”. Μπαμπά μου….είσαι ο μπαμπάς μου και σε αγαπάω».
Ο θετός γιος του (από προηγούμενο γάμο της τρίτης γυναίκας του Εύης Καραγιάννη, πρώην μοντέλου και ηθοποιού), Άνθιμος Ανανιάδης, είναι επίσης ηθοποιός.
Το 2015, ο Κώστας Βουτσάς έκανε σχέση με τη 39 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό, Αλίκη Κατσαβού, με την οποία παντρεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2016 και στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους απέκτησαν ένα γιο, τον Φοίβο.
Αεικίνητος και γεμάτος ενέργεια με πάθος για τη ζωή. «Κούραση καλέ είναι το θέατρο; Εγώ κουράζομαι μόνο όταν κάθομαι. Το θέατρο είναι ανάγκη για μένα, είναι η ζωή μου. Και έχω πολλά πράγματα ακόμα να πω. Είμαι νέος ακόμα, 87 χρονών. Μη με αναφέρεις ως legend. Θρύλο θα με πεις όταν θα αποσυρθώ. Εγώ είμαι ακόμα μάχιμος», είχε πει σε περσινή του συνέντευξη. Προσθέτοντας: «Θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάει, να διασκεδάζει, να περνάει ωραία μαζί μου».
«Κουράζομαι όταν κάθομαι. Η δουλειά με αναζωογονεί, μου δίνει νιάτα. Είμαι 87 και νιώθω ότι είμαι 50, 60 χρόνων. Κάνω πρόβες, τρέχω πάνω-κάτω, ετοιμάζω και τηλεόραση τώρα. Έτσι νιώθω, αιώνιος έφηβος.
Δεν το κάνω επίτηδες. Δεν μπορώ να καθίσω. Το πρωί έκανα πρόβα για τα λόγια μου, μαθαίνω τον ρόλο μου, το απόγευμα έχω πρόβα, το βράδυ θα βγω βόλτα με τον Φοίβο, θα τα διαλύσει όλα και θα τα ξαναμαζεύω…», είχε πει σε άλλη συνέντευξή του έναν χρόνο πριν.
Υπήρξε ένας μεγάλος πρωταγωνιστής, ήταν σταρ αλλά δεν το ένιωσε ποτέ ο ίδιος. «Ουδέποτε ένιωσα σταρ. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να είμαι σταρ. Υπήρξα 35 χρόνια θεατρικός επιχειρηματίας και έλεγα σε όλους τους ηθοποιούς “εδώ δεν υπάρχει εγώ, υπάρχει εμείς”.
Όλοι μαζί δουλεύουμε για την επιτυχία. Οπότε δεν υπάρχει πρωταγωνιστής, βεντέτα ή σταρ. Τι θα πει αυτό; Ο,τι είσαι εσύ είμαι και εγώ, ό,τι είναι ο ταξιτζής είμαι και εγώ, ό,τι είναι ο καστανάς είμαι και εγώ. Δεν θα βγω εγώ να πω “α, είμαι ο Κώστας Βουτσάς”. Αν το πουν άλλοι, εντάξει, αλλά δεν μπορώ να το πω εγώ ο ίδιος».
Όταν είχε πεθάνει ο Στάθης Ψάλτης είχε συγκλονιστεί και είχε δηλώσει: «Είναι μεγάλη απώλεια ο Στάθης για το θέατρο.
Την πρώτη φορά που το άκουσα ότι πέθανε, με έπιασε σπαραγμός, δεν μπορούσα να συνέλθω και να μιλήσω, δεν είχα πάει στο νοσοκομείο να τον δω γιατί θα λιποθυμούσα.
Είναι καλό παιδί ο Στάθης, μεγάλος εραστής… φιλάνθρωπος, βοηθούσε τον κόσμο… Θυμάμαι που τον τάιζε η Χριστίνα… Πωπωπω μεγάλη ζημιά για την Χριστίνα… Δεν θα πάω ούτε στην κηδεία. Εγώ μόνο σε μία κηδεία θα πάω».
Ενώ σοκ έπαθε και με τον χαμό της Ζωής Λάσκαρη: «Την ήξερα από παιδάκι, μέναμε μαζί στην ίδια γειτονιά της Θεσσαλονίκης, μαζί και με τη Ζωζώ τη Σαπουντζάκη. Ήταν ένα αιθέριο πλάσμα, μια νεράιδα, μια κούκλα αλλά και άνθρωπος με το άλφα κεφάλαιο.
Είμαι συγκλονισμένος. Ήταν απρόοπτο, βρε παιδάκι μου. Μου τηλεφώνησε η κορούλα μου, η Σάντρα, και μου το είπε. Έμεινα ξερός, παραλίγο να λιποθυμήσω».
Περνούσαμε πολύ ωραία με τη Ζωίτσα, με τα αστεία μας, με τα γέλια μας. Στη δουλειά μας τότε δεν υπήρχε βεντετισμός, δεν υπήρχε αντισυναδελφικό κλίμα, ήμασταν φίλοι, αδέλφια.
Η Ζωίτσα ήταν από πολύ καλή οικογένεια. Ο θείος της ήτανε αρχηγός του Γ’ Σώματος Στρατού. Ξαδέλφη της ήταν η τραγουδίστρια Ζωή Κουρούκλη.
Ο Φίνος και η Τζέλα η γυναίκα του θέλανε να την υιοθετήσουνε αλλά δεν το δέχτηκε η Ζωίτσα, πώς να αφήσει την οικογένειά της. Χάθηκε η καημένη πάνω που ετοίμαζε νέες δουλειές στην “Αθηναΐδα”…».
Αγαπούσε πολύ τις γυναίκες και ταυτόχρονα τις σεβότανε. Στις γυναίκες της ζωής του είχε αφήσει όλη του την περιουσία και ζούσε με όσα έβγαζε και τη σύνταξή του. Αυτό θεωρούσε δίκαιο και αυτό έκανε χωρίς ποτέ να το μετανιώσει.
«Ζω με τα χρήματα που κερδίζω από τη δουλειά μου. Έχω βγάλει όμως πολλά λεφτά και έχω αφήσει μεγάλη περιουσία στις γυναίκες μου.
Στη Θεανώ έδωσα πέντε σπίτια, στην Έρρικα επίσης ένα σπίτι στο Ψυχικό. Δεν κράτησα τίποτα για τον εαυτό μου. Όσο ζητιανεύεις τα λεφτά τόσο δεν σου έρχονται. Όταν ερωτευόμουνα ήμουν αφιερωμένος στη σύντροφό μου. Πέρασα πολύ όμορφα με τις γυναίκες μου», είχε πει ο ίδιος.
Η Αλίκη Κατσαβού του ομόρφυνε τη ζωή τα τελευταία χρόνια με τον ερχομό του γιου τους να του δίνει έναν ακόμα λόγο να νιώθει νέος και ακμαίος. Ο μικρός Φοίβος τον έκανε παιδί ξανά και τον έκανε να ζήσει πολύ ευτυχισμένες στιγμές.
Φανατικός Αεκτζής πρωταγωνίστησε στο βίντεο της παρουσίασης του νέου γηπέδου της ομάδας.
Οι παρέες του δεν αποτελούνταν από άτομα της ηλικίας του αλλά συνήθιζε να συναναστρέφεται με νέους. «Κάνω παρέα με νέους ανθρώπους, γιατί δίνω ζωή στα χρόνια μου. “Κλέβω” κύτταρα. Έπαιξα διπλή παράσταση για να συνέλθω.
Η αδρανής ζωή σε κάνει χειρότερα. Είμαι 82 χρονών και δεν το νιώθω. Είμαι γεννημένος το 1931 και είμαι Αιγόκερως. Τι να κάνω σπίτι; Να κάτσω να δω τηλεόραση; Είμαι κλαμπάκιας, δεν είναι δυνατόν κάθομαι στο σπίτι συνέχεια. Κάνω παρέα με νέους ανθρώπους αλλά δεν λέω συμβουλές».
Τα τελευταία χρόνια απέφευγε να πηγαίνει σε κηδείες και δήλωνε πως θα πάει σε μία που θα ήταν η δική του. Ο Κώστας Βουτσάς άφησε πίσω του μία σπουδαία καριέρα αλλά και μία σπουδαία οικογένεια. Κατάφερε να μείνει στις καρδιές μας όχι μόνο σαν κορυφαίος ηθοποιός αλλά σαν ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ.
Δεν σε ξεχνάμε ποτέ «αιώνιε μας έφηβε»… «Κωστάκη» της καρδιάς μας….
Πηγή: Espresso