Η Αντίπαρος είναι το “Suntan”, η ταινία του Λ. Παπαδημητρόπουλου που αποτυπώνει με πολύ διεισδυτικό τρόπο το βίαιο πέρασμα από το κλείσιμο του χειμώνα στο άνοιγμα του καλοκαιριού και από τη μιζέρια της εσωστρέφειας στην απελευθέρωση των σωμάτων και των ενστίκτων.
Το νησί μεταμορφώνεται μέσα στην αλλαγή των εποχών και η άνυδρη εικόνα της ερημιάς σπάει με την πληθωρικότητα των διακοπών Σκανδιναβών, Γάλλων, Ιταλών και ελληνικών παραθεριστικών φυλών που όσο περνούν τα χρόνια έρχονται με όλο και βαρύτερα πορτοφόλια.
Η Αντίπαρος είναι οι αντιθέσεις της. Υπάρχει πάντα το κάμπινγκ της νεανικής ορμής και η θρυλική La Luna με τους πιτσιρικάδες που μπορεί να μη θυμούνται το πρωί τι ακριβώς έκαναν μετά τις τρεις τη νύχτα όταν πήραν το δρόμο για το στέκι που ίσως εκεί πρωτοφιλήθηκαν οι γονείς τους τριάντα χρόνια πριν. Υπάρχουν όμως και ακριβά εστιατόρια, πολυτελή κότερα και ελικόπτερα που πηγαινοφέρνουν ιδιοκτήτες χλιδάτων βιλών και τους φιλοξενούμενούς τους. Ψαρόβαρκες και θαλασσοδαρμένα καΐκια δίπλα στις θαλαμηγούς των μεγάλων ανέσεων, Φιλιππινέζες που προσέχουν τα παιδιά όταν οι γονείς περπατούν στη χώρα και ο Ταϊλανδός που βγάζει βόλτα το σκύλο στο λιμανάκι του Αη Γιώργη όταν τα αφεντικά αναπαύονται πριν από τη βραδινή ψαροφαγία.
Η Αντίπαρος είναι όσοι την αγαπούν. Εκείνοι που μαγνητίστηκαν από την ησυχία της που εσωτερικεύεται, όσοι μαγεύτηκαν από την ενέργειά της, όπως αναδύεται από τον ιερό ναό του Απόλλωνα στο Δεσποτικό απέναντι, από το γλυκό χρώμα των βράχων της που κάνει έναν μοναδικό συνδυασμό με τα νερά της, από τις συνεχείς εναλλαγές του τοπίου και του ορίζοντα, από τις παραλίες-αγκαλιές στα ακατοίκητα νησάκια που είναι τόσο κοντά, από τη χρυσή άμμο και τη σκιά που κάνουν τα αρμυρίκια. Και εκείνοι που την έμαθαν αργότερα σαν εναλλακτική εκδοχή κοσμικού νησιού, για να διαλέξει το μέρος ο Τομ Χανκς κάτι θα ήξερε, πώς μαζεύτηκαν εκεί τόσοι πλούσιοι, εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες, πότε χτίστηκαν τόσα εντυπωσιακά σπίτια, πώς χωράνε τόσα μεγάλα σκάφη, γιατί άνοιξαν τόσα μαγαζιά στον έναν και μοναδικό κεντρικό δρόμο της χώρας, πώς είναι δυνατόν να πουλιούνται τόσες υπερτιμημένες σαγιονάρες;
Η Αντίπαρος είναι η συνάντηση τριών τουλάχιστον κόσμων. Αρέσει στις οικογένειες γιατί οι παραλίες προσφέρονται για παιδιά, ενώ αποκλείεται να χαθούν το βράδυ στα σοκάκια, όσες βόλτες και να κάνουν θα καταλήξουν στην πλατεία. Αρέσει στους πιτσιρικάδες γιατί κουβαλάει το μύθο της (ήταν, λέει, κάποτε ένα χίπικο νησάκι…), γιατί είναι όλα κοντά και εύκολα, γιατί ο τόπος είναι μικρός και μπορεί να γίνουν όλοι μια παρέα αργά μέσα στη νύχτα, γιατί δεν είναι Πάρος. Αρέσει και στους chic alternative που δεν έχουν πρόβλημα να πληρώσουν όσο-όσο τη διαφοροποίησή τους από τους mainstream κοσμικούς της τάξης τους. Αρέσει και στους ερωτευμένους γιατί μπορούν να εξαφανιστούν όταν δεν θέλουν βλέμματα πάνω τους, να μπερδευτούν με το πολύχρωμο πλήθος όταν τα θέλουν και να δουν εδώ τη Σίκινο, εκεί τη Σίφνο, πιο πέρα τη Φολέγανδρο, κάποιες φορές ακόμη και τη Σαντορίνη.
Η Αντίπαρος είναι μια επιτομή του καλού και του κακού της ελληνικής κατάστασης. Όλα σε μεγάλες ποσότητες γιατί ξεχειλίζουν στο περιορισμένο μέγεθος του νησιού: και η απλότητα και η υπερβολή και η σεμνότητα και η επίδειξη και η αγάπη για τη θάλασσα και η αγάπη για την ξαπλώστρα, και η γαλήνη και η φασαρία, και η αισθητική και η κακογουστιά, και η αυθεντικότητα και η επιτήδευση και το μέσα και το έξω. Άλλοι τρέχουν κάτω από τον ήλιο, άλλοι κάνουν το γύρο του νησιού με ποδήλατο, πολλές «γουρούνες», πολλές φωτογραφίες στη βάρκα της Μανταλένας, η «παντόφλα» που πάει και έρχεται φέρνοντας κόσμο που έρχεται για πρώτη φορά και για εκατοστή και σε ποιο νησί θα βρεις το θερινό σινεμά του Γιάννη να παίζει καλές παλιές ταινίες.
Η Αντίπαρος είναι το μυστήριό της. Ότι φτάνοντας δεν καταλαβαίνεις γιατί τόσος ντόρος, μένοντας δεν βρίσκεις τι την ξεχωρίζει από τα άλλα κυκλαδονήσια αλλά φεύγοντας ξέρεις ότι θα επιστρέψεις, ακόμη και αν δεν μπορείς να εξηγήσεις ακριβώς γιατί.
Γιατί η Αντίπαρος είναι η ατμόσφαιρά της. Αν το περιέγραφε κανείς με χρώματα θα ήταν απαλό κίτρινο, σχεδόν χρυσό, κάπως σαν ώχρα, κάτι ανάμεσα σε κερί και ήλιο, δεν καφετίζει ούτε πορτοκαλίζει, κόντρα στο γαλάζιο, όχι ακριβώς θαλασσί, ούτε βαθύ μπλε, όχι πετρόλ ή τυρκουάζ, δεν πρασινίζει ούτε μαυρίζει, δεν είναι έντονο ούτε άτονο, κάπου στη μέση - μην το παιδεύουμε, είναι το κίτρινο και το γαλάζιο της Αντιπάρου, μόνο εκεί και μόνο καλοκαίρι.
Πηγή: athensvoice.gr