Σαν σήμερα 29 Αυγούστου γεννήθηκε στην προσφυγούπολη, στη Νέα Ιωνία ο λαϊκός τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης.
Στην αρχή της εφηβείας του μένει ορφανός από πατέρα και ξεκινά το δύσκολο αγώνα της επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει όλες τις δουλιές του ποδαριού προκειμένου να ζήσει τη μητέρα του και το νεογέννητο αδελφό του. Ανάμεσα σε άλλα δούλεψε σαν αχθοφόρος και σαν μικροπωλητής στις αγορές, ενώ κάτω από αντίξοες συνθήκες στις οικοδομές και σε εργοστάσια της Ν. Ιωνίας.
Ο Στ. Καζαντζίδης πρωτοτραγούδησε επαγγελματικά στις ταβέρνες του «Μπόκαρη», στην Κηφισιά και στο «Βουτσά», στην Καλογρέζα. Το πρώτο του δίσκο με το τραγούδι «Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα» του Απ. Καλδάρα, τον φωνογράφησε το 1952, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε με το δεύτερο δίσκο του, με τις «Βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου. Με τη στήριξη του μεγάλου αυτού λαϊκού συνθέτη βαδίζει στο δρόμο της επιτυχίας, ενώ εμφανίζεται σε διάφορα λαϊκά κέντρα της εποχής.
Στις δύο χιλιάδες δίσκους και στις τεσσεράμισι χιλιάδες τραγούδια υπολογίζεται η δισκογραφική κατάθεση μιας καριέρας μισού αιώνα, η οποία σφραγίστηκε από συνεργασίες του με πολλούς συνθέτες και από ερμηνείες, που άφησαν εποχή.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές, που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.
Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.
Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».
Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».
Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.