Ιδιαίτερα αιχμηρή εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής ήταν η τοποθέτηση του Γ. Στουρνάρα από το βήμα του Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου, αφού αποδόμησε όλα τα βασικά στοιχεία των όσων επικαλείται το Μαξίμου.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση του ΠΔΕ και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να μην θεωρείται φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις», σημείωσε χαρακτηριστικά, ένα 24ωρο μετά από τις δηλώσεις Τσακαλώτου, ο οποίος προέβλεψε ποταμό ιδιωτικών επενδύσεων.
Στο ίδιο αιχμηρό κλίμα κινήθηκε η ομολία του σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις και το επενδυτικό περιβάλλον: «απαιτείται η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ανακύπτουν από διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες, που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί» τόνισε χαρακτηριστικά, «φωτογραφίζοντας» το τα όσα συμβαίνουν με το Ελληνικό.
Όσον αφορά στην ανεργία και την απασχόληση τόνισε πως «η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή, ενώ οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, με αποτέλεσμα να συνοδεύονται από χαμηλές αποδοχές» σημείωσε και πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, εκτίμησε ότι συνυπολογίζοντας τα μεγάλα φορολογικά βάρη και τη μείωση των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πιθανόν να εξασθενίσει ή να παραμείνει αναιμική επί μακρό χρονικό διάστημα.
Σχετικά με την τακτική της υπερφορολόγησης είπε: «η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, και εν τέλει δύναται να επιδράσει αρνητικά στα δημόσια οικονομικά και τη διαχειρισιμότητα του Δημόσιου Χρέους» τόνισε, επισημαίνοντας ότι αυτή η συνταγή διώχνει τις επενδύσεις, δίνουν κίνητρο φοροδιαφυγής, απομακρύνει τις επιχειρήσεις σε γειτονικές χώρες και εξορίζει τα νέα μυαλά.
Η έξοδος στις αγορές με βιώσιμους όρους προϋποθέτει:
- Πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Απολύτως αναγκαία είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
- Δεύτερον, επαρκή και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο Eurogroup.
- Τρίτον, εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της στην χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά από επτά χρόνια σημαντικών θυσιών του ελληνικού λαού.