Η οπαδική βία μέσα από το πρίσμα αιματηρού επεισοδίου που οδηγείται στο ακροατήριο του Κακουργιοδικείου

 
Η οπαδική βία μέσα από το πρίσμα αιματηρού επεισοδίου που οδηγείται στο ακροατήριο του Κακουργιοδικείου

Ενημερώθηκε: 18/02/22 - 12:33

Εκείνες τις μέρες διάβαζε για την εξεταστική στο Πανεπιστήμιο. Στις 12 Ιουνίου 2018, ο (τότε) 21 ετών τριτοετής φοιτητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ξύπνησε νωρίς το πρωί για να πάει στη Σχολή του. Στις 7:45 βγήκε από το σπίτι του και κινήθηκε ανυποψίαστος προς την πυλωτή της οικοδομής, όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό του. Δύο λεπτά αργότερα, μπαίνοντας στο όχημα και πριν προλάβει να το θέσει σε κίνηση, νιώθει ξαφνικά ένα χέρι να τον τραβάει από την μπλούζα και να τον ρίχνει απότομα στο έδαφος. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα βρεθεί περικυκλωμένος από συνολικά τέσσερα μαυροντυμένα άτομα, που είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους με καπέλα τζόκεϊ, κουκούλες ή/και περιλαίμια. Ανήμπορος να αντιδράσει, ο νεαρός φοιτητής δέχεται τουλάχιστον εννέα μαχαιριές στο κορμί, μία εξ αυτών στο ήπαρ, έξι χτυπήματα με σφυρί στο κεφάλι, όπως επίσης αλλεπάλληλες κλωτσιές στο ίδιο σημείο.

Την άγρια επίθεση σταματούν περίοικοι, φωνάζοντας και απειλώντας ότι θα καλέσουν την αστυνομία, ενώ την ίδια ώρα αυτόπτες μάρτυρες καταγράφουν με τα κινητά τους τηλέφωνα το επεισόδιο. Λίγο πριν οι δράστες εγκαταλείψουν αιμόφυρτο τον φοιτητή, ένας εξ αυτών σκύβει προς το μέρος του, βγάζει το καπέλο του και τού αποκαλύπτει το πρόσωπό του.

Αυτό είναι το χρονικό ενός ακόμη βίαιου οπαδικού επεισοδίου, από τα αναρίθμητα που καταγράφηκαν τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ο νεαρός φοιτητής, γόνος παλιού αθλητικού παράγοντα, ήταν τυχερός που δεν είχε την ίδια κατάληξη με τον Άλκη, τον Τόσκο ή τον Νάσο που έχασαν τη ζωή τους ύστερα από (τυφλά) αιματηρά επεισόδια, με οπαδικά κίνητρα. Περίοικος έδεσε με πανί το πόδι του 21 ετών θύματος για να σταματήσει η αιμορραγία και άμεσα έφτασε στο σημείο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, που τον παρέλαβε και τον μετέφερε στα Επείγοντα του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου, όπου δέχθηκε άμεση ιατρική περίθαλψη.

Αξιοποιώντας υλικό από κάμερες ασφαλείας της περιοχής, βίντεο και φωτογραφίες περίοικων, καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, αλλά και την εργαστηριακή ανάλυση βιολογικού υλικού που εντοπίστηκε στον τόπο του εγκλήματος, οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης κατάφεραν να εξιχνιάσουν την υπόθεση (η οποία πέρασε "στα ψιλά" του αστυνομικού ρεπορτάζ), ταυτοποιώντας τους τέσσερις δράστες (νεαρής ηλικίας ημεδαποί) και να τους οδηγήσουν στη Δικαιοσύνη.

Ύστερα από συνεχείς αναβολές -μεταξύ αυτών και λόγω της πανδημίας- το θύμα θα βρεθεί το επόμενο διάστημα πρόσωπο με πρόσωπο με τους κατηγορούμενους ως δράστες, στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, όπου παραπέμφθηκαν να δικαστούν για απόπειρα ανθρωποκτονίας, από κοινού, και κατά περίπτωση για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.

Το κατηγορητήριο κάνει λόγο για «ενέδρα» και «καλά οργανωμένη επίθεση», με τους δράστες να γνωρίζουν καλά τις κινήσεις του θύματος και το ημερήσιο πρόγραμμά του. Περιγράφονται δε ως οπαδοί με ενεργό δράση στα γήπεδα και αδιάλειπτη συμμετοχή στις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις της ομάδας, εντός κι εκτός έδρας. Ως προς τον σκοπό της αιματηρής επίθεσης τονίζεται ότι ήταν να «δώσουν ένα μάθημα» στον παθόντα, υποστηρικτή αντίπαλης ομάδας, ενώ σχετικά με την κίνηση ενός εκ των δραστών να βγάλει το καπέλο αποκαλύπτοντας στο θύμα το πρόσωπό του, επισημαίνεται ότι η ενέργεια αυτή έγινε «θεωρώντας προφανώς ότι (το θύμα) δεν θα ήταν σε θέση να τον αναγνωρίσει, καθώς θα είχε χάσει τη ζωή του, όταν θα ολοκλήρωναν την πράξη τους».

Διαφορετική προσέγγιση ως προς τον χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης πράξης παρουσιάζει η εισαγγελική πρόταση, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από τους δικαστές του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου, που παρέπεμψαν την υπόθεση στο ακροατήριο του Κακουργιοδικείου. Η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε να παραπεμφθούν οι δράστες για το αδίκημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, κατά συναυτουργία, εστιάζοντας στην έλλειψη ανθρωποκτόνου δόλου. «Η αριθμητική τους υπεροχή, τα μέσα που χρησιμοποίησαν και ο τρόπος δράσης, ήταν ικανά, εφόσον το επιδίωκαν, να οδηγήσουν εν ριπή οφθαλμού στον θάνατο», αναφέρεται στην πρότασή της, ενώ τα χτυπήματα χαρακτηρίζονται ως συγκρατημένα και στοχευμένα έτσι ώστε να μην επέλθει ο θάνατος.

Προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή της έλλειψης ανθρωποκτόνου δόλου, συνηγορεί, κατά την ίδια πρόταση, η κίνηση με το τζόκεϊ, η οποία ερμηνεύεται ως κίνηση να «αποτυπώσει ο παθών στην μνήμη του τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, επιζητώντας ηθελημένα την αναγνώρισή του όταν θα ανάρρωνε πλήρως, σε ένδειξη υπεροχής, κύρους και τόλμης, στοιχεία που δεν θα είχαν νόημα σε περίπτωση θανάτωσης».

Ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης όμως αναδεικνύει και μία άλλη πτυχή της μάστιγας της οπαδικής βίας, σύμφωνα με την οποία πολλά από τα θύματα αρνούνται να ανοίξουν τα στόματά τους, συντηρώντας έτσι το γαϊτανάκι της βίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο παθών, όπως περιγράφεται στα δικαστικά έγγραφα, υποβάθμισε την κατάσταση, καταθέτοντας ελάχιστα για το συμβάν, επιχειρώντας έτσι να αποσιωπήσει τα γεγονότα. Κατέθεσε, μάλιστα, ότι δεν κατάλαβε εάν οι δράστες ήταν Έλληνες ή αλλοδαποί διότι σε ανύποπτο χρόνο μίλησαν σε ξένη γλώσσα.

Οι ίδιοι, από την πλευρά τους, απολογούμενοι στην ανακρίτρια, αποποιήθηκαν των ποινικών τους ευθυνών, λέγοντας -όπως έγινε γνωστό- ότι βρέθηκαν τυχαία στο σημείο έπειτα από διασκέδαση. Δύο εξ αυτών φέρονται να απολογήθηκαν ότι τις προηγούμενες μέρες είχε ξεκινήσει μία αψιμαχία με το θύμα, για την οποία όμως δεν θυμούνταν πολλά. Είχαν αφεθεί ελεύθεροι, υπό τον όρο της εμφάνισης μία φορά τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου διαμονής τους.