Στο σημερινό φύλλο των «ΝΕΩΝ» η Λυδία Σέρβου αποκαλύπτει πως ο συνθέτης που την κυνηγούσε γυμνός ήταν ο Δήμος Μούτσης. Ονοματίζει τον συνθέτη διότι με την αρχική της αναφορά έγιναν υποθέσεις για καταξιωμένους συνθέτες οι οποίοι καμία σχέση δεν είχαν με την υπόθεση.
Τι είχε καταγγείλει η Λύδια Σέρβου
«Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων, λοιπόν, και ξεκίνησα για την οδό Πόντου, πίσω από τη Μιχαλακοπούλου, για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα. Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… “Γιατί κλειδώσατε;” ρώτησα. “Από συνήθεια, πάντα κλειδώνω” μου λέει. Χαμπάρι εγώ, τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε έναν χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιάνο, ένα βιολί, μια κιθάρα. Χάρηκα εγώ… Σκεφτόμουν τι ωραία! Με ρωτάει: “Θέλεις ένα τσάι; Έναν χυμό;”. “Ενα ποτήρι νερό, σας παρακαλώ” του είπα. Έφυγε και πήγε να φέρει υποτίθεται το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου, αλλά εκείνος, ατάραχος, συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει “όσο και να φωνάζεις, δεν θα σε ακούσει κανείς”. Το αποτέλεσμα; Να κάτσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη, αφού αυτοϊκανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε: “Τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μια απάντηση στον πατέρα σου”. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω, χωρίς βέβαια να τραγουδήσω».