Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα πως η ελληνική νομοθεσία που αφορά το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων είναι διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό και ασαφή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία επί του θέματος.
Το κατέληξε στο ανωτέρω συμπέρασμα τοποθετούμενο επί της υπόθεσης της εταιρίας ΑΓΕΤ Ηρακλής, η οποία παράγει τσιμέντο και έχει ως κύριο μέτοχο τη γαλλική πολυεθνική Lafarge και η οποία αμφισβήτησε κατά το παρελθόν απόφαση του Έλληνα υπουργού Εργασίας να εναντιωθεί στο σχέδιό της για ομαδικές απολύσεις (σχέδιο το οποίο προέβλεπε το κλείσιμο ενός εργοστασίου στη Χαλκίδα και την κατάργηση 236 θέσεων εργασίας). Όπως σημειώνει στη σημερινή απόφασή του το ευρωδικαστήριο, στην Ελλάδα, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών (δηλαδή μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων) σχετικά με σχέδιο ομαδικών απολύσεων, ο νομάρχης ή ο υπουργός Εργασίας δύνανται, λαμβάνοντας υπόψη τρία κριτήρια (τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας) να μην επιτρέψουν την πραγματοποίηση μέρους ή του συνόλου των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Εάν το σχέδιο των απολύσεων δεν εγκριθεί, δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Στη σημερινή απόφασή του το υπογραμμίζει ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαγορεύει καταρχήν σε κράτος-μέλος να εναντιώνεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε ομαδικές απολύσεις προκειμένου να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και η απασχόληση.
Ωστόσο, επισημαίνει ότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας εθνικής ρύθμισης, «η οποία πρέπει να κατατείνει στον συγκερασμό και στη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης και, αφετέρου, της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας των εργοδοτών», τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζει η αρμόδια αρχή, προκειμένου να εναντιωθεί σε σχέδιο ομαδικών απολύσεων «δεν μπορούν να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ασχολήθηκε με την υπόθεση αυτή επειδή το Συμβούλιο της Επικρατείας του υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα σχετικό με το εάν η εν λόγω προηγούμενη διοικητική έγκριση είναι σύμφωνη με την κοινοτική οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις, αλλά και με την ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων που κατοχυρώνεται από τις Συνθήκες της ΕΕ. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το Συμβούλιο της Επικρατείας ρώτησε επίσης εάν η εθνική ρύθμιση μπορεί, παρά ταύτα, να κριθεί συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ, δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει καταρχάς εάν η ελληνική νομοθεσία είναι συμβατή με την οδηγία. Κρίνει, συναφώς, ότι η οδηγία δεν αντιτίθεται, καταρχήν, σε εθνική ρύθμιση που παρέχει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέψει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδει μετά από εξέταση του φακέλου και συνεκτίμηση προκαθορισμένων ουσιαστικών κριτηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δεν καθιστά την οδηγία άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. «Η οδηγία θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας εάν, ιδίως, λόγω των εφαρμοζόμενων από την εθνική αρχή κριτηρίων, αποκλειόταν στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις», αναφέρει στη σημερινή απόφασή του το ευρωδικαστήριο.
Συνεπώς, επισημαίνει το ευρωδικαστήριο, εναπόκειται στο ελληνικό δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης να εξετάσει εάν, λόγω των εφαρμοζόμενων από τις ελληνικές αρχές κριτηρίων αξιολογήσεως, η οδηγία 98/59 καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, υπό την έννοια ότι οι εργοδότες δεν έχουν ουσιαστικά καμία δυνατότητα πραγματοποίησης ομαδικών απολύσεων.
Εν συνεχεία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Εν προκειμένω κρίνει, συναφώς, ότι η ελληνική ρύθμιση ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, «μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να καταστήσει εξαρχής λιγότερο ελκυστική την πρόσβαση στην ελληνική αγορά και, εν συνεχεία, να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων άλλων κρατών-μελών να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμεύοντας, στο πλαίσιο αυτό, τους εργαζομένους τους οποίους έχουν προηγουμένως προσλάβει». Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπιστώνει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης.
Περαιτέρω, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρώτο κριτήριο (συμφέρον της εθνικής οικονομίας) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό ελευθερίας όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης. Αντιθέτως, όσον αφορά τα δύο άλλα κριτήρια εκτίμησης (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες της αγοράς εργασίας), μπορεί καταρχήν, όπως αναφέρει, να γίνει δεκτό ότι σχετίζονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης, που αποτελούν θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, ωστόσο, ότι τα δύο αυτά κριτήρια έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή. Κατά συνέπεια, «οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορούν οι ελληνικές αρχές να εναντιωθούν σε σχέδια ομαδικών απολύσεων: οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, τα δε κριτήρια αυτά παρέχουν στις ελληνικές αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί. Τέτοια κριτήρια, τα οποία είναι ασαφή και δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις, υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποιούν τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας», αναφέρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τέλος, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα του ελληνικού δικαστηρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το γεγονός ότι σε ένα κράτος-μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας, δεν διαφοροποιεί την προηγούμενη λύση. Συγκεκριμένα, ούτε η οδηγία ούτε η Συνθήκη για την ΕΕ προβλέπουν δυνατότητα παρέκκλισης εφόσον επικρατούν τέτοιες συνθήκες σε εθνικό επίπεδο, καταλήγει το ευρωδικαστήριο.