Η πορεία της Εκκλησίας της Κύπρου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε κοινή, δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος μετά το συλλείτουργο που τέλεσε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Φανάρι στην παρουσία και του Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος Νίκου Δένδια.
«Κοινές οι χαρές, κοινές οι λύπες, κοινές οι συμφορές. Και σήμερα κοινά είναι τα συναισθήματά μας, κοινές οι συγκινήσεις μας, κοινοί και οι φόβοι μας», είπε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος.
Κατά το συλλείτουργο τελέστηκε και δέηση για τα θύματα του σεισμού στην Τουρκία και τα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στην Ελλάδα. Μετά το συλλείτουργο ο Οικουμενικός Πατριάρχης δέχθηκε στον Αίθουσα του Θρόνου τον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο και τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας. Ο Παναγιώτατος παραχώρησε την κεντρική θέση στον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο ως το τιμώμενο πρόσωπο, όπως είπε.
Στην ομιλία του μετά το συλλείτουργο ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος απευθυνόμενος στον Οικουμενικό Πατριάρχη του είπε: «ήλθαμε για να σας ευχαριστήσουμε γιατί παρά τους κατατρεγμούς και τις ιδιοτροπίες της Ιστορίας,έχετε μείνει εδώ ‘ἐν ὑπομονῇ πολλῇ καί ἐν θλίψεσι πολλαῖς’ και εκρατήσατε τον φοβερό δαυλό της Ορθοδοξίας και του Γένους αναμμένο, σ’ όλες τις τραγικές περιπέτειες των έξι τελευταίων αιώνων».
Αναφερόμενος στον λαό της Κύπρου, ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος είπε ότι «παρέμεινε πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένος με την Κωνσταντινούπολη, διατηρώντας το ομόγλωσσο, το όμαιμο, το ομόδοξο, το ομότροπο και διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα της εθνικής αυτοσυνειδησίας του».
«Η Κύπρος συνδέθηκε με δεσμούς άρρηκτους με τη βασιλίδα των πόλεων και το πνεύμα που εκείνη εκπροσωπούσε. Πήρε μέρος σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Κύπριοι ανήλθαν και επί του Πατριαρχικού θρόνου. Κι όταν ήλθαν ορμητικοί ποταμοί, έπνευσαν βίαιοι άνεμοι βαρβαρικών επιδρομών και ερήμωσαν τη νήσον, εδώ πάλιν, βρήκαμε οι Κύπριοι καταφύγιο. Διηνεκής ανάμνηση του ιστορικού αυτού γεγονότος παραμένει ο τίτλος του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Κύπρου, ως θητεύσαντος και στη Νέαν Ιουστινιανή», ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος.
Όπως είπε, «και στο πρόσφατο παρελθόν στην πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως απευθυνθήκαμε, πολλάκις, για λύση πολλών προβλημάτων μας».
«Στα μέσα του περασμένου αιώνα, δύο φορές το Οικουμενικό Πατριαρχείο μάς συνέδραμε με την αποστολή ιεραρχών προκειμένου να συμπληρωθεί η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου και να χωρήσει στην εκλογή Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών», ανέφερε.
Και το 2006, υπενθύμισε, «υπό τη δική σας προεδρία και μετά από δική σας πρόσκληση, Παναγιώτατε, συνεκλήθη στη Γενεύη μείζων Σύνοδος η οποία απάλλαξε, τιμητικώς, των καθηκόντων του, λόγω ασθενείας, τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και βοήθησε ώστε να γίνει η εκλογή του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας».
«Είναι γι’ αυτό τον λόγο που, παρόλο ότι έχουμε το Αυτοκέφαλό μας από Οικουμενικές Συνόδους, αναφερόμαστε ευγνωμόνως προς την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ως την μητέρα Εκκλησία», ανέφερε.
«Γενικώς, κοινή υπήρξεν η πορεία των δύο Εκκλησιών μας. Κοινές οι χαρές, κοινές οι λύπες, κοινές οι συμφορές. Και σήμερα κοινά είναι τα συναισθήματά μας, κοινές οι συγκινήσεις μας, κοινοί και οι φόβοι μας», σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι «η συνάντησή μας, σήμερα, μαζί σας, τη σεπτή κορυφή της Ορθοδοξίας, ενδυναμώνει το αίσθημα της ενότητας, διεγείρει τον ζήλο για την κοινή αντίκρυση των αναφυομένων προβλημάτων, δίνει ώθηση για τη διάνοιξη νέων διαύλων επικοινωνίας της Εκκλησίας με το πλήρωμά της».