«Είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης και με το μάνλιχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε στο κάτασπρο χιόνι. Η Παναγία “στρατηγός” στο μέτωπο το 1940 καθοδηγούσε, προστάτευε τους στρατιώτες».
Ως στρατηγό φαντάζονταν την Παναγία οι λογοτέχνες, οι πολιτικοί, αλλά και οι στρατιωτικοί που μάχονταν στα βουνά της Πίνδου σε επίσημα κείμενα της εποχής.
Εκεί, στη μεγάλη μάχη του Έθνους, η Παναγία περπατά με τους στρατιώτες, σώζει τραυματισμένους και αιχμαλώτους, πότε νοσοκόμα, πότε στρατηγός και πότε παρηγορήτρια στα φτωχόσπιτα που έχαναν στην Πίνδο αγαπημένα πρόσωπα. Η μορφή της, τυπωμένη στα επιστολικά δελτάρια, έκλεινε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτιού τον πόνο, την ελπίδα, τα δάκρυα των αγωνιστών του 1940. Της χρονιάς εκείνης που η Τήνος, λίγα μέτρα από τον Ναό της Ευαγγελιστρίας, έζησε την πιο φρικτή όψη του πολέμου. Τότε, στις οκτώμισι το πρωί της 15ης Αυγούστου, ανήμερα του εορτασμού της Θεοτόκου στον όρμο της Τήνου, όπου είχε καταπλεύσει για να αποδώσει τιμές το «εύδρομον Έλλη», οι Ιταλοί χτύπησαν με τον πιο ύπουλο τρόπο. Ένα υποβρύχιο του ιταλικού στόλου, το «Ντελφίνο», τορπίλισε το σημαιοστολισμένο πλοίο. Διοικητής των Δωδεκανήσων τότε ήταν ο Ντε Βέκι, ο οποίος είχε ενημερώσει ψευδώς τον Μουσολίνι ότι στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τήνου και Σύρου κινούνταν αγγλικά πλοία.
Έτσι, το ιταλικό υποβρύχιο ανέλαβε να δράσει χτυπώντας το «Έλλη», με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω συνολικά 10 νεκρούς και 29 τραυματίες. Έντεκα χρόνια αργότερα, η ιταλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το έγκλημα, έδωσε στην Ελλάδα ως αποζημίωση το καταδρομικό «Ευγένιος Σαβοΐας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη ΙΙ».
Ο τορπιλισμός του «Έλλη» είχε ως αποτέλεσμα λαός και πολιτικοί να βγουν από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων, να παραβλέψουν τις όποιες διαφορές τους και να ενωθούν κάτω από την ίδια σημαία. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Γκράτσι, μετά το τέλος του πολέμου, στα απομνημονεύματά του διαπίστωνε: «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω ότι έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα, την Ιταλία».
Δύο μήνες αργότερα, οι καμπάνες του Ναού της Ευαγγελίστριας ήχησαν όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ήπειρο, καλώντας τους πάντες να πολεμήσουν και να εκδικηθούν για το χτύπημα στην «Έλλη». Ο Σπύρος Μελάς έγραφε: «Κλείνοντας βαθειά μέσ’ στην ψυχή του ο καθένας μας τον πόνο και τη λύσσα του -λέει ο αυτόπτης-, ενωμένοι στην αγάπη μας για την Ελλάδα, σε μια μόνη θέληση χαλυβδωμένοι, παρακαλέσαμε τη θαυματουργό Παρθένα να μας αξιώσει να εκδικηθούμε με τα καράβια μας τον εχθρό για το άτιμο έγκλημά του».
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα που προκάλεσε η ιταλική εισβολή, το κλίμα αντιστράφηκε «…και η Ελλάς επήδηξεν εις τα όρη ανένδυτος, γυμνή, κουρελού και επολέμησε με τις πέτρες και εσταμάτησε την άτιμον εισβολήν και… περνούν ένα, δύο, τρία, δέκα, δεκαπέντε εικοσιτετράωρα, ω – και νικά. Τι θα γίνη;… Θα γίνη ό,τι ήθελε ο Ύψιστος, θα γίνη ό,τι έχει αποφασίσει η υβρισμένη Παναγία της Τήνου. Θα νικήσωμεν», σημείωνε στην «Καθημερινή» τον Νοέμβριο του 1940 ο Γεώργιος Βλάχος.
Με τις πρώτες νίκες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ στην ημερήσια διαταγή προς τον μαχόμενο στρατό ανέφερε: «…Ενικήσατε, Έλληνες πολεμισταί, διότι το δίκαιον είναι μαζί σας και διότι ο Θεός και η Παναγία σάς προστατεύουν».
Στο ίδιο πνεύμα και η ημερησία διαταγή του αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου: «…ημείς όλοι είμεθα υπερήφανοι δι’ αυτούς και ο Θεός και η Παναγία τούς ευλογούν από ψηλά».
Στην ημερήσια διαταγή της 28ης Οκτωβρίου, ο Παπάγος ανέφερε: «Στρατιώται, ο Θεός είναι μαζί σας, η πληγωμένη Παναγία της Τήνου ευλογεί τον αγώνα σας και σας οδηγεί και Αύτη θα σας δώσει δύναμη για να συντρίψετε οριστικά και τελειωτικά τον ύπουλο εχθρό, που θέλησε, χωρίς καμία αφορμή, να μας κάνη δούλους»…
Πέρα όμως από τις διαταγές και τα εμπνευσμένα κείμενα των πρωταγωνιστών, το ίδιο το Ίδρυμα της Παναγίας, με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, ήρθε να συνεισφέρει τα μέγιστα στον αγώνα κατά των Ιταλών. «Η Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου του 1940 αποφασίζει ομόφωνα και εκχωρεί, μεταβιβάζει και θέτει εις την διάθεσιν του ευσεβεστάτου Ηγήτορος της Κυβερνήσεως όλα τα εν τω Ιδρύματι της Ευαγγελιστρίας υπάρχοντα και εις αυτό ανήκοντα αναθήματα εις τιμαλφή αντικείμενα και κοσμήματα παντός είδους, συμπεριλαμβανομένων, μετ’ έγκρισιν του αρμοδίου υπουργείου, και των τοιούτων προς αυτό παρ’ ευσεβών προσκυνητών υπό τον όρον της μη εκποιήσεως, ως επίσης και του εντός θήκης της Πανσέπτου Εικόνος, καθηλωμένου από το 1935 έτους, πολυτίμου περιδεραίου εκ πλατίνης και μπριγιάντ, δωρεά Αικατερίνης Βάττη, εις σχήματα εκ χρυσού μετά των του μαρμαρίνου προσκυνηταρίου της Ιεράς Εικόνος χρυσών αφιερωμάτων διαφόρων, εξαιρέσει τινών εξ αυτών εικονιζομένων τον βασιλέα Κωνσταντίνον, εις σχήματα αργυρά και επάργυρα διάφορα, και τα εν τω αποθεματικώ Ταμείω ευρισκόμενα και μη εν κυκλοφορία αργυρά ελληνικά και ξένα νομίσματα, διάφορα, τα περιλαμβανόμενα εις τα γραμμάτια αναθημάτων τιμαλφών διακοσμήσεως ναού…».
Η κίνηση αυτή της επιτροπής έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κυβέρνηση, το παλάτι και την ηγεσία της Εκκλησίας. Την ώρα που η επιτροπή προσέφερε την περιουσία του Ιδρύματος για τις ανάγκες του αγώνα, στο μέτωπο η Παναγιά είναι… παρούσα. Συντροφεύει, παρηγορεί, εμπνέει τους στρατιώτες: «…Μας βελονιάζει τα κόκκαλα η νύχτα στ’ αμπριά.
Εδώ μέσα μεταφέραμε τα φιλικά πρόσωπά μας και τ’ ασπαζόμαστε, τη μυρωδιά του σπιτιού, τη θέα των λόφων, την άπλα της θάλασσας, τις πλεξούδες των κοριτσιών, μεταφέραμε την Παναγία με το γαρούφαλλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν από το χιόνι, που μας διπλώνει στην μπόλια της πριν απ’ το θάνατο», έγραφε ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Και ο Άγγελος Σικελιανός… προσευχόταν: «Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι ως τη στερνή το ’πιαμε στάλα. Δράμε εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε όπου τουφέκι και λιβανιστήρι. Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν! Στο ναό σου να μπη ο στρατός σου κάμε». Την ίδια περίοδο ο Τίμος Μωραϊτίνης εκφραζόταν δυναμικά και απόλυτα με τον δικό του τρόπο: «Δεν είμ’ εγώ το άδικο, το δίκιο είμ’ εγώ/ δεν είμ’ εγώ κατακτητής, εγώ είμ’ η Ελλάδα/ κι έστησα εδώ τη λόγχη μου αλύγιστη λαμπάδα, τη Υπερμάχω Στρατηγώ».
Μηνύματα από την πρώτη γραμμή
Στα γράμματα από το μέτωπο η Παναγία, για στρατιώτες και αξιωματικούς, ήταν η προστάτιδα, η μάνα, η ελπίδα ή ίδια η ζωή, που ανεβοκατέβαινε τα βουνά, διάβαινε τα ποτάμια, φώλιαζε σε σπηλιές πλάι σε τραυματίες και τους περιποιούνταν με υπομονή και αγάπη.
Και αυτή τη δύναμη της παρουσίας Της περιέγραψε στο γράμμα του προς την αδελφή του ένας στρατιώτης από τη Χίο: «Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη».
Ένας άλλος στρατιώτης εξηγούσε στους γονείς του γιατί δεν πρέπει να ανησυχούν: «Αγαπητοί μου γονείς, σεις θα φαντάζεσθε πράγματα φοβερά και τρομερά, ενώ εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό να μη στεναχωριέσθε. Άλλως τε, για όλα τα Ελληνόπουλα του μετώπου φροντίζει η Μεγαλόχαρη της Τήνου να τα κρατή γερά και να τους δίνει νίκες και μόνο νίκες. Θέλω να μου γράφετε τακτικά».
Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη
Σε κάθε ευκαιρία οι στρατιώτες φρόντιζαν να έχουν κάτι από τη μορφή της Παναγίας. Κάτι σαν φυλαχτό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που Την ήθελαν οδηγήτρια: «Καίτη μου», γράφει στη γυναίκα του ένας στρατιώτης, «δεν θέλω να μου στείλης φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξης και να μου στείλης μια σημαία της ξηράς, στο μέγεθος που έχουν τις σημαίες των τα σωματεία. Στο κέντρον, μέσα σ’ έναν χρυσό κύκλο, να βάλης τον Ντίνο να ζωγραφίση την Παναγία της Τήνου. Μια τέτοια σημαία θέλω να κάνω σημαία στον λόχο μας. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου πιστεύω κι εγώ ότι μια θεϊκή δύναμις συντροφεύει τον στρατόν μας. Άλλωστε, πώς μπορούσα να μείνω μόνος εγώ ασυγκίνητος μέσα στο κύμα της πίστεως που έχει όλος ο στρατός μας προς την Παναγία της Τήνου, που την πιστεύει προστάτιδά του;».
Και οι ίδιοι οι στρατιώτες φρόντιζαν να δείχνουν με κάθε τρόπο τη βαθιά τους πίστη προς την Ευαγγελίστρια. Από το αλβανικό μέτωπο, 23 στρατιώτες του 23ου Συντάγματος Πεζικού με επιστολή τους προς το ιερό ίδρυμα ζητούν να τελεσθεί παράκλησις: «Οι κάτωθι στρατιώτες του 23ου Συντάγματος προσέφερον τον πενιχρόν οβολόν των διά μιαν παράκλησιν υπέρ της υγείας και της τελικής νίκης του ελληνικού στρατού. Παρακαλούμεν την εκκλησιαστικήν επιτροπήν όπως κάνη παράκλησιν και διαβασθούν τα ονόματα της υποβαλομένης καταστάσεως, οίτινες κατέβαλον το ποσόν των δραχ. 630, ας αποστέλομεν διά ταχυδρομικής επιταγής, ήνα τελεσθή η παράκλησις».
Από τα πλέον συγκινητικά γράμματα προς τα μέλη της επιτροπής είναι αυτό του υπαξιωματικού Δ. Μεϊμάρη, ο οποίος μέσα από ανορθόγραφες λέξεις τον Μάρτιο του 1941 διατύπωσε με αγνότητα την επιθυμία του: «κύριε επίτροπε Τύνου Ευαγγελιστρίας. Σας παρακαλώ να δεχθίται αυτό το μικρό δόρον διά την χάριν της Παναγιάς, διότι έτιχα να είμαι ις την Ντίνο ις 15 Αυγούστου 1940 που βούλιαξαν τη Ελλη και ήδα μαι τα μάτια μου την λαχτάραν που πέρασαν τα ναυτάκια μας και όλοι μας όσοι βρεθήκαμε εκη και οι κάτικη, και γι’ αυτό νικάμε έναν τόσο ισχιρό εχθρό, μαι τη δύναμη της Μεγαλόχαρης, και όταν ζήσω, με το καλό, θα έλθω μόνος μου και θα φέρω το αφιερομά μου, το οποίον έχω τάξη, αφού θα γυρίσομεν νικιταί και θα εορτάσομε τη χάρι της όλοι μαζή. Σας παρακαλώ αν λάβεται την παρούσα μου, αν θέλετε γράψετέ μου ότι λάβατε και το μικρόν δόρον μου, μια 10άρα, το οποίον περισέβη από ένα στρατιότι».
Με συντροφιά την Παναγιά οι πολεμιστές της Πίνδου χάραζαν τη δική τους πορεία στα χιόνια «με τη λαβομένη της Τήνου να προβαδίζει ψηλόλιγνη». Αυτή την «κοινή πορεία στρατιωτών και Παναγίας» περιγράφει μοναδικά ο Άγγελος Τερζάκης στο έργο του «Ελληνική εποποιία 1940-1941»: «Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει … Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα -μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια … Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακριά γινόταν. Στο μέτωπο, σε όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχαν τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος στρατηγός».