Εορτολόγιο-Βίοι αγίων σήμερα 17 Μαρτίου :
Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού, Όσιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής, Άγιος Πατρίκιος, Μνήμη της φοβεράς απειλής του σεισμού, Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας, Άγιος Μαρίνος, Άγιος και Δίκαιος Λάζαρος ο φίλος του Χριστού, Όσιος Μακάριος ηγούμενος της μονής Κολγιαζίν της Ρωσίας, Άγιος Γαβριήλ ο Μικρός ο Οσιομάρτυρας, Άγιος Θεόδουλος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης, Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας ο ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας
Γιορτάζουν οι: Αλέξιος, Αλεξία, Γερτρούδη.
Όσιος Αλέξιος
Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ονωρίου . Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός καθημερινά παρέθετε τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί. Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό. Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα. Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο .Έφτασε στη Λαοδικεία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμη και τα ιμάτιά του, και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς. Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι το ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλέξιου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μια θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκκο και παρέμεινε κοντά στην πεθερά της.
Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου.Μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανένα παρά μόνο τον Αλέξιο. Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Όμως άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στη Ρώμη. Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιο υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι δούλοι από την οικία τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.
Έμεινε για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς να τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Ο ς Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του .
Η Κάρα του Οσίου Αλεξίου δωρήθηκε στη Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων το 1398 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ τον Παλαιολόγο. Κατά την πυρπόληση της Μονής από τους Οθωμανούς το 1585 μ.Χ. διασώθηκε από δύο μοναχούς.