Η Εκκλησία εδώ και χρόνια παροτρύνει τον γόνιμο διάλογο της θε-ολογίας με τις επιστήμες, την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ηθική, και συνάμα προκαλεί συνέργειες με τις οικολογικές οργανώσεις και την κοι-νωνία των πολιτών στον δημόσιο χώρο, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.
Την επισήμανση αυτή κάνει στο μηνυμά του για την παγκόσμια Ημέρα του Περιβάλλοντος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ.Ιερώνυμος.
Το μήνυμα Ιερώνυμου
Η 5η Ιουνίου, ως παγκόσμια ημέρα ευαισθητοποίησης και ανάλη-ψης δράσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, μας υπενθυμίζει δι-αρκώς ένα ανεξόφλητο χρέος, αλλά και την ανεπάρκειά μας στη συνεχι-ζόμενη οικολογική κρίση του πλανήτη μας.
Το οικολογικό πρόβλημα προέκυψε από την απαίτηση του νεωτερι-κού ανθρώπου να κυριαρχήσει στον κόσμο και στην ιστορία με την αλόγι-στη και δίχως όρια εκμετάλλευση της φύσης. Οι επιστημονικές ανακαλύ-ψεις, ο Διαφωτισμός, η Βιομηχανική Επανάσταση και η σύγχρονη προη-γμένη τεχνολογία, παρά τη θαυμαστή πρόοδο της γνώσης και του πολιτι-σμού, πολλαπλασίασαν και ενίσχυσαν την επιθυμία του ανθρώπου για δύναμη και κυριαρχία μέσω της κατάχρησης του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο σύγχρονος άνθρωπος παρασύρεται ολοένα και περισσότερο από τον πολιτισμό της καταναλωτικής ευζωΐας, της τεχνολογίας και οσο-νούπω της τεχνητής νοημοσύνης. Στον σύγχρονο πολιτισμό μας διαρκώς περιθωριοποιείται και η όποια συμβατική ηθική, είτε θρησκευτική είτε κοινωνική. Ωστόσο, κάθε φορά που παραβιάζεται κατάφωρα η ηθική και εν προκειμένω η σεβαστική στάση του ανθρώπου προς το φυσικό περι-βάλλον, η ηθικολογία επανέρχεται στο προσκήνιο για λόγους κοινωνικής η ακόμη και πολιτικής χρησιμότητας.
Η βελτίωση των όρων και των κανόνων που χρειάζεται να διέπουν τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον καθιστά την ηθική και συχνά την ηθικολογία πάντοτε επίκαιρες και παρούσες, έστω και με τραυματι-σμένο το κύρος που είχαν. Ωστόσο, η λύση του οικολογικού προβλήματος και της σοβούσας πλέον κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να προκύψει μονο-σήμαντα ούτε από την ηθική ούτε από τον επιστημονικό ορθολογισμό. Εί-ναι πλέον καιρός να επαναπροσδιορίσουμε σε βάθος την υπεύθυνη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον.
Μία άλλη ανθρωπολογική θεώρηση, η οποία δεν περιορίζεται στα στεγανά της συμβατικής ηθικής και του ορθολογισμού, θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν διαφορετικό πολιτισμό και ένα άλλο ήθος στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον.
Για την Εκκλησία και τη θεολογία Της η ενασχόληση με το φυσικό περιβάλλον δεν είναι πολυτέλεια. Το πρόβλημα της προστασίας του φυσι-κού περιβάλλοντος δεν είναι άσχετο με την περιπέτεια της ελευθερίας και της ευθύνης του ανθρώπου έναντι του Θεού, του κόσμου και της ιστορίας.
Ο άνθρωπος εξ αρχής κατέστη υπεύθυνος για τη ζωή και την πο-ρεία του υλικού κόσμου, ο οποίος του προσφέρθηκε όχι για να τον εξαν-τλήσει παντοιοτρόπως, αλλά για να τον φροντίζει και να τον προστατεύει διαρκώς. Η κτίση εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον άνθρωπο. Μόνον ο άν-θρωπος, ως εικόνα του Θεού στον κόσμο, αποτελεί το κυρίαρχο και ελεύ-θερο πρόσωπο της υλικής δημιουργίας. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο, αλλά και μικρόκοσμος μπορεί να ανακεφαλαιώσει και να ανυψώσει τη ζωή του κόσμου πάνω από τη φθορά και την καταστροφή του.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση, η περί δημιουργίας και ζωής του κό-σμου αντίληψη της Εκκλησίας συνδέεται με τη Θεία Ευχαριστία ως μία ε-παναλαμβανόμενη πράξη «υπέρ της του κόσμου ζωής». Μέχρι τα έσχατα της Βασιλείας του Θεού, η ευχαριστιακή πράξη της αναφοράς του κόσμου στον Θεό είναι η μόνη δυνατότητα του ανθρώπου να προγεύεται εντός της ιστορίας το εσχατολογικό αυτό γεγονός και να αντιπαλεύει διαρκώς τη φθορά και τον θάνατο, προσδοκώντας την εν Χριστώ ανάσταση.
Παράλληλα, η ευχαριστιακή χρήση του κόσμου και της ζωής ανα-δεικνύει και την προσωπική σχέση του ανθρώπου με την κτίση. Η ευχαρι-στιακή θεώρηση του κόσμου και της ζωής μπορεί να αναδείξει τη σημασία που εμπεριέχει πλέον ως κοινωνικό ήθος για την αντιμετώπιση του οικο-λογικού προβλήματος. Για να καταστεί αυτό δυνατό, χρειάζεται να πα-ρουσιαστεί όχι μόνο η ιδιάζουσα θεώρηση του κόσμου και της δημιουρ-γίας, η οποία ενυπάρχει στην Ορθόδοξη λειτουργική και ασκητική ζωή, αλλά να μεταφερθεί και να επικαιροποιηθεί εμπνευσμένα το νόημά της στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Το νόημα αυτό της Ευχαριστίας ενέχει μία βαθύτατη ερμηνεία της ιστορίας και των προβλημάτων του κόσμου και του ανθρώπου, η οποία δεν πρέπει απλώς να εγκλωβίζεται σε μία τελετουργική πράξη, αλλά να επεκτείνεται στην καθημερινή ζωή και να διαμορφώνει έμπρακτα ένα ευ-χαριστιακό, προσωπικό και κοινωνικό ήθος και όχι απλώς ένα σύστημα α-τομικών κανόνων συμπεριφοράς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θεολογία και η πράξη της Εκκλησίας ως «ευχαριστία μετά την Ευχαριστία» μπορεί να εμ-πνεύσει έναν άλλο πολιτισμό και μία άλλη στάση ζωής, που θα σέβεται έμπρακτα το φυσικό περιβάλλον.
Για να γίνει αυτό δυνατό η Εκκλησία μας εδώ και αρκετά χρόνια, ύ-στερα και από τις εμπνευσμένες πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παροτρύνει τον γόνιμο διάλογο της θεολογίας με τις επιστήμες, την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ηθική, και συνάμα προκαλεί συνέρ-γειες με τις οικολογικές οργανώσεις και την κοινωνία των πολιτών στον δημόσιο χώρο.
Το οικολογικό πρόβλημα χρειάζεται να αντιμετωπιστεί πολυπαρα-γοντικά και με τη συνεργασία όλων, σε τοπικό και οικουμενικό πλαίσιο. Η Εκκλησία και η θεολογία Της δεν μπορεί να αντικαταστήσει το έργο της ε-πιστήμης, της πολιτικής, της φιλοσοφίας, της ηθικής η των οικολογικών οργανώσεων, αλλά μπορεί να συνεργαστεί, να εμπνεύσει και να νοηματο-δοτήσει έναν άλλο πολιτισμό στο κοινό έργο της προστασίας και βιωσιμό-τητας του περιβάλλοντος.
Ας μη μείνουμε στα λόγια, ας προχωρήσουμε επιτέλους σε έργα με σκοπό την προστασία και την αειφορία του περιβάλλοντος «για να ζήσει ο κόσμος».