Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος συμμετέσχε σε διαδικτυακή εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημόσιου Δικαίου (EPLO) με θέμα: «Η πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας δεν είναι εσωτερικό ζήτημα της Τουρκίας. Είναι μείζον ζήτημα κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου».
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Ιδιαίτερα αρνητικές εντυπώσεις δημιούργησε ο ισχυρισμός ιδίως ορισμένων ηγετών Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας -και, κυρίως, ορισμένων ηγετών Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σύμφωνα με τον οποίο η πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας, ως Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ναι μεν «προκαλεί απογοήτευση», πλην όμως είναι, εν τέλει, «εσωτερικό ζήτημα» της Τουρκίας!
Α. Μια τέτοια θέση είναι εξαιρετικά απογοητευτική όχι μόνον ως προς το πώς σημαντικοί ηγέτες Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας -κατ’ εξοχήν δε ηγέτες Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν την πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας, ως εμβληματικού συμβόλου του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού, συγκεκριμένα δε ενός εκ των τριών πυλώνων του, εκείνου της Χριστιανοσύνης, μέσω των οικουμενικών αρχών και αξιών που απορρέουν από την Χριστιανική Διδασκαλία. Είναι εξίσου απογοητευτική και ως προς το μέγεθος της άγνοιας, ή ακόμη και της περιφρόνησης, βασικών κανόνων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αναφορικά με την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς εν συνόλω, ιδίως δε των κανόνων που αφορούν την αρμοδιότητα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών -και συγκεκριμένα της UNESCO- σχετικά με το καθεστώς ανακήρυξης και διαρκούς προστασίας των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Β. Η μόνη και αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ότι η πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας, δια της προκλητικώς αυθαίρετης μετατροπής της σε «τέμενος-τζαμί», κατ’ ουδένα τρόπο συνιστά «εσωτερικό ζήτημα» της Τουρκίας, όπως ατυχέστατα -και μάλλον λόγω ασυγχώρητης άγνοιας, διότι κάθε άλλη εκδοχή εγείρει σοβαρότατα ζητήματα Διεθνούς και Ευρωπαϊκής πολιτικής ως προς την παρατηρούμενη απαράδεκτη ανοχή της κατά συρροήν κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Τουρκίας- ισχυρίσθηκαν, κατά τα προλεχθέντα, και ορισμένοι ηγέτες, σε Διεθνές και Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όλως αντιθέτως, συνιστά ζήτημα νέας κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και, επιπλέον, ευθεία προσβολή βασικών αρχών και αξιών του Πολιτισμού εν γένει, κυρίως δε του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Ειδικότερα, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε «τέμενος-τζαμί» -ύστερα μάλιστα από δεκαετίες σεβασμού της ως Μουσείου τόσο μετά την απόφαση της ίδιας της Τουρκίας το 1934 όσο και, κυρίως, μετά την αναγνώρισή της από την UNESCO, κατ’ αίτημα της Τουρκίας, σε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το 1985- πραγματοποιήθηκε με τρόπο που συνιστά ωμή και προκλητική παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Συγκεκριμένα δε των διατάξεων των άρθρων 8 επ. της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς της UNESCO, αφού η κατά τ’ ανωτέρω μετατροπή πραγματοποιήθηκε από τις τουρκικές αρχές χωρίς άδεια -αλλά ούτε καν απλή ειδοποίηση- της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Γ. Αυτοθρόως, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε «τέμενος-τζαμί» συνιστά, υπό τις συνθήκες αυτές, ωμή και προκλητική παραβίαση και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, λόγω του ότι η Σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς της UNESCO είναι αναπόσπαστο τμήμα του Κεκτημένου τούτου. Επόμενο, λοιπόν, είναι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε «τέμενος-τζαμί» και η αυθαίρετη πλήρης αποδυνάμωση του καθεστώτος της, ως Μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ν’ αντιμετωπισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι βεβαίως ως «εσωτερικό ζήτημα» της Τουρκίας. Αλλά, όλως αντιθέτως, ως μείζον ζήτημα κατάφωρης παραβίασης και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, η οποία πρέπει να έχει καθοριστικές αρνητικές επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας αλλά και για τις εν γένει σχέσεις της με όλους τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς. Τούτο σημαίνει, προδήλως, ότι δεν αρκούν «δηλώσεις απογοήτευσης», αλλά είναι ανάγκη άμεσης κινητοποίησης για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στην Τουρκία, κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Δ. Πέραν τούτων, ο τρόπος με τον οποίο συντελέσθηκε η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε «τέμενος-τζαμί» -άρα ο τρόπος κατάργησης στην πράξη του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας ως Μουσείου, εντεταγμένου στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO- συνιστά πραγματική πολιτισμική της βεβήλωση εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία πλήττει ευθέως τον Πολιτισμό εν γένει, ιδίως δε τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. Και τούτο διότι, λόγω της ως άνω προκλητικώς αυθαίρετης μετατροπής, επιχειρείται, εκ μέρους της Τουρκίας, η εξαφάνιση των θεμελιωδών Χριστιανικών ριζών του Ναού της Αγίας Σοφίας, γεγονός το οποίο έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με τις βασικές αρχές και αξίες του πυλώνα εκείνου του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που εδράζεται στην Χριστιανική Διδασκαλία. Το μεγαλύτερο όμως πολιτισμικό πρόβλημα, που εγείρει αυτή η συμπεριφορά της Τουρκίας, συνίσταται στο ότι αποδεικνύει, δίχως καν να θέλει να το συγκαλύψει, ότι υποτάσσει το Διεθνές Δίκαιο, το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και τις Παγκόσμιες πολιτισμικές αρχές και αξίες στις επιταγές ενός «σκοτεινού» σουνιτικού φονταμενταλισμού, ο οποίος μάλιστα ουδεμία σχέση έχει με τις αρχές και τις αξίες του αυθεντικού Ισλάμ. Μια τέτοια συμπεριφορά, της οποίας «αρχιτέκτονας» είναι αποκλειστικώς ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, «τορπιλίζει», καταλυτικώς, τον Διάλογο των Πολιτισμών -και, επέκεινα, την δημιουργική πολιτισμική συνύπαρξη παγκοσμίως, άρα και την ειρηνική συνύπαρξη Λαών και Κρατών γενικότερα- αποκαλύπτοντας τις προθέσεις του να θυσιάσει την όποια μεταρρυθμιστική δημοκρατική πρόοδο της Τουρκίας στον βωμό μικροκομματικών εκλογικών σκοπιμοτήτων και επικίνδυνων «σουλτανικών φαντασιώσεων». «Φαντασιώσεων», οι οποίες φέρνουν στο φως τάσεις «νοσταλγίας» απεχθών περιόδων του παρελθόντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των νεότουρκων, που αποπνέουν βαρβαρότητα και στυγνή περιφρόνηση της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».