Πρόκειται για μία ακόμη κόκκινη γραμμή την οποία τελικά οι Δυτικοί ενδέχεται να περάσουν, όπως και άλλες στο παρελθόν: η Ουκρανία ζητεί από τους συμμάχους της να της επιτρέψουν να πλήξει στόχους στο ρωσικό έδαφος με τα όπλα που της παρέχουν και οι απαντήσεις που λαμβάνει ποικίλουν.
Το θέμα αυτό διχάζει βαθιά τους υποστηρικτές του Κιέβου, με αποτέλεσμα ακόμη και αξιωματούχοι μίας χώρας να δίνουν κάποιες φορές αντιφατικές απαντήσεις.
«Παρατηρούμε ότι στο δυτικό στρατόπεδο δεν υπάρχει ομοφωνία αναφορικά με το θέμα», δήλωσε χθες Τρίτη ο Ντμίτρι Πεσκόφ εκπρόσωπος του Κρεμλίνου μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο Izvestia.
Επέκρινε εξάλλου «τα καμένα κεφάλια των Δυτικών που κάνουν προκλητικές, εντελώς ανεύθυνες δηλώσεις» απαντώντας σε «αυτούς που αναρωτιούνται αν είναι απαραίτητο να οξύνουμε την κλιμάκωση».
Πλήγματα σε Ντονμπάς και Κριμαία
Το ΝΑΤΟ πιέζει τις δυτικές χώρες να άρουν τους περιορισμούς «που δένουν τα χέρια των Ουκρανών πίσω από την πλάτη τους», όπως δήλωσε ο γενικός του γραμματέας Γενς Στόλτενμπεργκ.
Όμως οι δυτικές κυβερνήσεις παραμένουν διχασμένες, με τις πιο επιφυλακτικές – κυρίως της Γερμανίας και της Ιταλίας—να τονίζουν τον κίνδυνο κλιμάκωσης και εξάπλωσης της σύγκρουσης την ώρα μάλιστα που ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προειδοποιεί για τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Η ιστορία ωστόσο έχει δείξει ότι ποτέ μια χώρα που έχει βοηθήσει στρατιωτικά μια άλλη σε κάποια σύγκρουση δεν ενεπλάκη σε αυτή, σημειώνει ο στρατιωτικός ιστορικός Μισέλ Γκογιά.
Εξάλλου δυτικά όπλα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί εναντίον των προσαρτημένων από τη Ρωσία ουκρανικών περιοχών του Ντονμπάς και της Κριμαίας. Και η Μόσχα πρόσφατα κατηγόρησε το Κίεβο για μια επίθεση με γαλλικές τηλεκατευθυνόμενες βόμβες Hammer και αμερικανικούς πυραύλους κατά ραντάρ HARM στη ρωσική περιφέρεια Μπέλγκοροντ.
Η Μόσχα «είχε δηλώσει ότι η Κριμαία (σ.σ. την οποία προσάρτησε το 2014) δεν μπορεί να πληγεί. Οι Ουκρανοί την έπληξαν με αμερικανικά όπλα και τίποτα δεν συνέβη», υπογραμμίζει ο Γάλλος πρώην συνταγματάρχης.
Ουκρανική αγανάκτηση
Το διακύβευμα για το Κίεβο είναι θεμελιώδες την ώρα που η ρωσική επίθεση στη βόρεια Ουκρανία απειλεί το Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Ο ουκρανικός στρατός διαθέτει λιγότερους στρατιώτες και πυρομαχικά από τον αντίπαλό του. Όμως μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη αυτή με σύγχρονα όπλα που θα του προσφέρουν ακρίβεια και μεγάλο βεληνεκές.
Το Κίεβο «παραπονιέται ότι οι περιορισμοί των συμμάχων ενισχύουν την ικανότητα των Ρώσων να αποκτήσουν στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό πλεονέκτημα», εξηγεί ο Βρετανός στρατηγός εν αποστρατεία Τζέιμς Έβεραρντ, πρώην αναπληρωτής διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.
Καθώς η ρωσική επίθεση οργανώνεται από την άλλη πλευρά των συνόρων η Μόσχα μετακινεί τα στρατεύματά της, διαθέτει συστοιχίες πυροβόλων, απογειώνει τα αεροπλάνα της σε ασφαλείς συνθήκες.
Το Κίεβο στοχοθετεί εδώ και καιρό τις πίσω γραμμές του μετώπου, εκτιμά ο Ιβάν Κλιζ του Διεθνούς Κέντρου για την Άμυνα και την Ασφάλεια με έδρα στην Εσθονία. Πλήγματα «απαραίτητα για να εξαντληθούν οι εχθρικές δυνάμεις, να διαταραχθεί ο ανεφοδιασμός και η επιμελητειακή αλυσίδα (…) όπως και η διοίκηση».
Όμως το ερώτημα είναι «αν αυτά τα πλήγματα θα μπορούσαν να εξαπολυθούν στο εσωτερικό της Ρωσίας», προσθέτει.
Δυτικές επιφυλάξεις
Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία η Δύση εμφανίστηκε διστακτική να προσφέρει στο Κίεβο πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, βαριά άρματα μάχης και μαχητικά αεροσκάφη.
Κάθε φορά το Κίεβο ζητεί κάτι και αρχικά οι Δυτικοί αρνούνται. Η Ουκρανία επικρίνει κάποιες κυβερνήσεις, οι οποίες τελικά υποχωρούν. Στο μεταξύ έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος.
«Αναδρομικά μπορούμε να πούμε ότι, αν είχαν υποχωρήσει εξ αρχής, θα ήταν πιο αποτελεσματικό», επισημαίνει ο Μισέλ Γκογιά υπογραμμίζοντας ότι «το διεθνές δίκαιο επιτρέπει στη χώρα που δέχεται επίθεση να πλήξει τη χώρα που της επιτίθεται με την προϋπόθεση ότι σέβεται το ανθρωπιστικό δίκαιο».
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς για τα θέματα αυτά δεν αποφασίζει το ΝΑΤΟ, αλλά κάθε χώρα ξεχωριστά μέσω διμερών συμφωνιών. «Αυτό δημιουργεί ένα ετερόκλιτο σύνολο ελευθεριών και περιορισμών που είναι δύσκολο να ερμηνευθούν», εκτιμά ο στρατηγός Έβεραρντ.
Επόμενο στάδιο: η αποστολή στρατιωτών
Το επόμενο ζήτημα, το οποίο έχει ήδη τεθεί, αφορά την αποστολή στην Ουκρανία Δυτικών στρατιωτών. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν άνοιξε τη συζήτηση στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν αρνήθηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο.
Αρχικά η πρότασή του έγινε δεκτή ψυχρά, όμως γρήγορα κάποιες χώρες – κυρίως η Τσεχία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής—φάνηκε να είναι ανοικτές. Κάποιοι παρατηρητές θεωρούν ότι πλέον το ζήτημα δεν είναι αν αλλά πότε θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία Δυτικοί στρατιώτες.
«Αφού έσπασε το ταμπού ο πρόεδρος Μακρόν (…) πολλοί σύμμαχοι πλέον αναφέρονται στο ενδεχόμενο μιας μορφής παρουσίας επί του πεδίου» για τεχνική υποστήριξη των Ουκρανών ή για την εκπαίδευσή τους.
Αν και κάποιοι Ευρωπαίοι απορρίπτουν την ιδέα, πολλοί παρατηρητές ζητούν να διατηρηθεί η στρατηγική αμφιβολία, που συνίσταται στο να αποκρύπτει κανείς από τον εχθρό του τι δεν είναι διατεθειμένος να πράξει.
«Το να αποκλείεται δημοσίως η παρουσία δυτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία δεν έχει νόημα (…) Ακόμη και το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του Κρεμλίνου», εκτιμά ο Κιρ Τζιλς του Chatham House.