Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να αποκαλεί «φίλο» τον Σι Τζινπίνγκ, αλλά δεν είχε αφήσει περιθώρια παρερμηνείας για τις διαθέσεις και προθέσεις του έναντι της Κίνας. Τη θεωρεί τον μεγαλύτερο και πιο απειλητικό αντίπαλο των ΗΠΑ.
Δεν άργησε να εξαπολύσει λοιπόν έναν εμπορικό πόλεμο εναντίον της. Αυτό ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο, όπως και οι επιπτώσεις που προκαλούν δασμοί και αντίποινα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές τους. Αυτό που δεν έχει συζητηθεί ιδιαίτερα είναι το πώς επηρεάζεται ο υπόλοιπος κόσμος.
Ήδη ο αντίκτυπος γίνεται αισθητός σε ασιατικές χώρες και χώρες της Λατινικής Αμερικής και είναι άκρως οδυνηρός. Πολλοί προειδοποιούν για συνέπειες και στην Ευρώπη. Και τούτο γιατί όταν οι Αμερικανοί μπλοκάρουν τις κινεζικές εισαγωγές, αυτές πρέπει να κατευθυνθούν και να απορροφηθούν αλλού. Αυτό μεταφράζεται σε ένα κύμα φθηνών προϊόντων προς οικονομίες που βλέπουν τα δικά τους εργοστάσια να βάζουν λουκέτο.
Το Bloomberg παρουσιάζει το παράδειγμα της Σουρακάρτα στην Ινδονησία. Η πρώην βασιλική πρωτεύουσα στο νησί της Ιάβας, γνωστή εδώ και καιρό για την παραγωγή περίτεχνων υφασμάτων, είχε κάποτε δεκάδες ακμάζοντα εργοστάσια ενδυμάτων. Αυτά μένουν σήμερα άδεια, πίσω από κλειδωμένες πύλες.
Ο 53χρονος Χαριγιάντο επιρρίπτει την ευθύνη για τα «λουκέτα» στις φθηνές εισαγωγές από την Κίνα. Είναι ένας από τους περίπου 1.500 υπαλλήλους που τέθηκαν σε αναστολή σε μια εταιρεία ένδυσης πέρυσι. Και τώρα ηγείται ενός νομικού αγώνα για την καταβολή των καθυστερούμενων μισθών και των αποζημιώσεων από την εταιρεία, η οποία βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια και επιδιώκει να πουλήσει περιουσιακά της στοιχεία.
«Ανησυχώ ότι η Κίνα μπορεί να πιέσει την κυβέρνηση να αποδεχθεί την τρέχουσα κατάσταση», λέει ο Χαριγιάντο στο Bloomberg. «Αν μια εταιρεία καταρρεύσει, δεν επηρεάζει μόνο τους εργαζομένους της. Επηρεάζει κάθε μέρος της κοινότητας», προσθέτει.
Το νέο «σοκ της Κίνας»
Η μεγαλύτερη οικονομία της Νοτιοανατολικής Ασίας έχασε περίπου 250.000 θέσεις εργασίας στον κλωστοϋφαντουργικό και ενδυματολογικό τομέα τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την Ένωση Παραγωγών Ινών και Νημάτων της Ινδονησίας, η οποία εκτιμά ότι άλλες 500.000 θέσεις εργασίας κινδυνεύουν μέσα στο 2025. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα έχουν χαθεί 1 στις 4 θέσεις εργασίας. Αυτή η ταχύτητα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το «σοκ της Κίνας» που εξάλειψε έως και 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ από το 1999 έως το 2011, όπως παρατηρεί το Bloomberg.
«Aυτό είναι το σοκ της Κίνας 2.0 ή ακόμα και 3.0», λέει ο Γκόρντον Χάνσον, καθηγητής πολιτικής αστικών περιοχών στη Σχολή Διακυβέρνησης Κένεντι του Χάρβαρντ και ένας από τους συγγραφείς της ερευνητικής εργασίας που επινόησε τον όρο. «Η Κίνα έχει αυτή την τεράστια παραγωγική ικανότητα, και τα προϊόντα πρέπει να πάνε κάπου».
Οι δασμοί του Τραμπ
Η αποδυνάμωση των τοπικών οικονομιών στην καρδιά της Αμερικής βοήθησε στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ ως πολιτικής δύναμης. Επιδιώκοντας να εξισορροπήσει το εμπόριο ΗΠΑ-Κίνας και να επαναφέρει τις βιομηχανικές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στην Κίνα κατά την πρώτη του θητεία, οι οποίοι διατηρήθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Οι Κινέζοι κατασκευαστές που αποκλείστηκαν από την αμερικανική αγορά έπρεπε να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές, ενώ ορισμένοι μετέφεραν την παραγωγή τους σε άλλες χώρες για να αποφύγουν τους δασμούς.
Η ανάγκη για εξαγωγές έγινε ακόμη πιο πιεστική όταν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έλαβε μέτρα το 2020 για να μειώσει τη φούσκα των ακινήτων στην Κίνα. Στη συνέχεια, αύξησε τις επενδύσεις στη μεταποίηση για να ενισχύσει την οικονομία, ανεβάζοντας το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας σε ιστορικό υψηλό, λίγο κάτω από το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2024.
Ενώ η κυβέρνηση Σι έχει δηλώσει την πρόθεσή της να στραφεί περισσότερο προς την κατανάλωση, οι ισχυρές εξαγωγές θα εξακολουθήσουν να είναι απαραίτητες για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου ανάπτυξης περίπου 5% φέτος.
Η Ινδονησία δεν είναι η μόνη που αισθάνεται τον πόνο. Και η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί: Ο Τραμπ ήδη αύξησε κατά 20% τους δασμούς σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές και έχει απειλήσει να τους αυξήσει ακόμη περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι οι Κινέζοι εξαγωγείς, οι πιο ανταγωνιστικοί στον κόσμο, αναζητούν νέες αγορές, με κίνδυνο να πλημμυρίσουν τις αναδυόμενες αγορές με ακόμα περισσότερα προϊόντα.
Η διεθνής αντίδραση
Ορισμένες χώρες προσπαθούν να προστατεύσουν τις δικές τους βιομηχανίες. Ο πρόεδρος του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ, δήλωσε ότι η χώρα της θα επανεξετάσει τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, συνδέοντας την αυξανόμενη βία σε ορισμένες περιοχές με τη μαζική απώλεια θέσεων εργασίας στη βιομηχανία υποδημάτων και κλωστοϋφαντουργίας. Το Μεξικό έχει ήδη αυξήσει τους δασμούς σε ορισμένα κινεζικά προϊόντα έως και 35%.
Στην Ταϊλάνδη, ο επικεφαλής του Εμπορικού Επιμελητηρίου προειδοποίησε ότι η κατάσταση είναι “πολύ κρίσιμη” και ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η χώρα επέκτεινε έναν φόρο προστιθέμενης αξίας 7% σε εισαγόμενα αγαθά χαμηλής αξίας για να μετριάσει τον αντίκτυπο από το κινεζικό e-tailer Temu. Αντίστοιχα, η Ινδία έχει λάβει μέτρα όπως έρευνες αντιντάμπινγκ σε διάφορα κινεζικά προϊόντα, ενώ το Βιετνάμ διέταξε την αναστολή λειτουργίας των Temu και Shein στη χώρα.
Η στάση της Κίνας
Ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών, Ουάνγκ Γι, σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, υποστήριξε ότι η Κίνα παραμένει «κινητήρας οικονομικής ανάπτυξης» και ότι θα συνεχίσει να ανοίγει την αγορά της στις γειτονικές χώρες.
Παρ’ όλες τις αυξανόμενες πιέσεις, οι αναδυόμενες αγορές βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Από τη μία, θέλουν να προστατεύσουν τις δικές τους βιομηχανίες. Από την άλλη, η Κίνα είναι συχνά ο μεγαλύτερος εμπορικός τους εταίρος και κύριος επενδυτής σε υποδομές. Αυτό καθιστά τη διαχείριση των οικονομικών και γεωπολιτικών ισορροπιών πιο κρίσιμη από ποτέ.