Από τις αρχές του 2023, οι επιβάτες στο Τέρμιναλ 1 του αεροδρομίου Φιουμιτσίνο της Ρώμης έχουν έναν λόγο λιγότερο να αγχώνονται για το αν θα προλάβουν την πτήση τους, καθώς ξοδεύουν ελάχιστο χρόνο στον έλεγχο των χειραποσκευών.
Το σύγχρονο σύστημα σκάνερ C3 standard Explosive Detection System επιτρέπει στο προσωπικό ασφαλείας να ελέγχει το περιεχόμενο των χειραποσκευών- και κυρίως τα υγρά και τις ηλεκτρονικές συσκευές– χωρίς περιορισμό στην ποσότητα και χωρίς οι επιβάτες να χρειάζεται να τα βγάλουν από τις τσάντες τους και να τα τοποθετήσουν στον ιμάντα του σκάνερ.
«Τα νέα μηχανήματα, τα οποία χρησιμοποιούν σαρωτές ακτίνων Χ, είναι ικανά να παράγουν τρισδιάστατες ογκομετρικές εικόνες υψηλής ανάλυσης με αυτόματη ανίχνευση δυνητικά επικίνδυνων ουσιών» ανέφερε η σχετική ανακοίνωση της διοίκησης του Φιουμιτσίνο.
Το νέο σύστημα πέρασε από δοκιμαστική περίοδο στο αεροδρόμιο της Ρώμης, εγκαινιάστηκε καταρχάς για τους τακτικούς επιβάτες και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα σημεία ελέγχου. Οι επιβάτες περνούν χωρίς να αδειάζουν τις χειραποσκευές τους, ελαχιστοποιώντας τον χρόνο αναμονής και βοηθώντας το αεροδρόμιο να ανταποκριθεί στην υψηλή κίνηση του φετινού καλοκαιριού. Επίσης μπορούν να έχουν στην καμπίνα του αεροσκάφους υγρά άνω των 100 ml.
Όμως, από την 1η Σεπτεμβρίου, το σύστημα αυτό θα καταργηθεί.
Στην απόφαση κατέληξε η Ευρ. Επιτροπή, μετά από τεχνική έκθεση που συμπεραίνει ότι το λογισμικό των νέων σκάνερ «δεν μπορεί να εγγυηθεί την αξιοπιστία του για δοχεία με περιεχόμενο υγρών άνω των 330 ml.»
Με βάση αυτή την έκθεση, η Ε. Επιτροπή επιβάλλει, από την 1η Σεπτεμβρίου, αλλαγή στον Κανονισμό της ΕΕ για την Ασφάλεια των Αερομεταφορών, απαγορεύοντας ουσιαστικά την χρήση των σαρωτών νέας γενιάς στα αεροδρόμια της ΕΕ, καθώς και της Ισλανδίας, της Ελβετίας, του Λιχτενστάιν και της Νορβηγίας.
Κόντρα με το Συμβούλιο Αεροδρομίων Ευρώπης
Η απόφαση της Κομισιόν πρoκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το Διεθνές Συμβούλιο Αεροδρομίων Ευρώπης (ACI Europe), που εκπροσωπεί πάνω από 500 αεροδρόμια σε 46 ευρωπαϊκές χώρες. Τα νέας γενιάς σκάνερ έχουν ήδη εγκατασταθεί σε αρκετά αεροδρόμια της Ευρώπης σε Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Σουηδία, Λιθουανία και Μάλτα.
Κοστίζουν οκτώ φορές περισσότερο από τα συμβατικά σκάνερ με ακτίνες Χ και το κόστος συντήρησής τους είναι τέσσερις φορές υψηλότερο.
Τώρα, όμως, τα αεροδρόμια πρέπει να τα αποσύρουν, «μέχρι νεωτέρας».
«Ο νέος κανονισμός σημαίνει ότι τα αεροδρόμια που έχουν ήδη επενδύσει σε σαρωτές C3 για να βελτιώσουν την εμπειρία των επιβατών και τη λειτουργική τους αποδοτικότητα τιμωρούνται σε μεγάλο βαθμό» αναφέρει η ανακοίνωση του ACI Europe. «Επίσης θα οδηγήσει σε σημαντική επιχειρησιακή επιβάρυνση, ο μετριασμός της οποίας θα απαιτήσει την ανάπτυξη πρόσθετου προσωπικού και την αναδιαμόρφωση των σημείων ελέγχου ασφαλείας, όπου αυτό είναι εφικτό» συμπληρώνει.
Η Κομισιόν έχει δηλώσει ότι η απόσυρση των σκάνερ C3 είναι προσωρινή, ωστόσο δεν έχει δοθεί συγεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την επιστροφή τους.
«Η ασφάλεια είναι αδιαπραγμάτευτη, βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων για τα αεροδρόμια της Ευρώπης» δήλωσε ο Olivier Jankovec, γενικός διευθυντής της ACI EUROPE. «Ως εκ τούτου, όλα τα αεροδρόμια θα συμμορφωθούν πλήρως με τον νέο κανονισμό.
Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι τα αεροδρόμια που υιοθέτησαν από νωρίς τη νέα αυτή τεχνολογία υφίστανται βαρύτατες κυρώσεις τόσο σε λειτουργικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Είχαν λάβει την απόφαση να επενδύσουν και να εγκαταστήσουν σαρωτές C3 καλόπιστα, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι η ΕΕ είχε δώσει το πράσινο φως για τον εξοπλισμό αυτό χωρίς κανένα περιορισμό.»
Το όριο των 100 ml στα υγρά στις καμπίνες των αεροσκαφών εισήχθη για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2006, αφού η Μητροπολιτική Αστυνομία απέτρεψε τρομοκρατικό σχέδιο για την κατάρριψη τουλάχιστον επτά υπερατλαντικών πτήσεων με τη χρήση υγρών εκρηκτικών κρυμμένων σε μπουκάλια αναψυκτικών των 500 ml.