Αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία αρμόδια για την ιατρική έρευνα ανακοίνωσε μεγάλη περικοπή της χρηματοδότησής της σε πανεπιστήμια και κέντρα έρευνας, απόφαση που επέκριναν έντονα η επιστημονική και η πανεπιστημιακή κοινότητα.
Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health, NIH) γνωστοποίησαν την Παρασκευή πως βάζουν πλαφόν 15% στην κάλυψη του «έμμεσου κόστους» που συνδέεται με την έρευνα, πολύ κάτω από «το 60% και πλέον που χρεώνουν κάποια ινστιτούτα σήμερα».
«Αυτή η αλλαγή θα επιτρέψει θα εξοικονομηθούν πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως», πρόσθεσε η υπηρεσία μέσω X.
«Τα κεφάλαια που βρίσκονται στο στόχαστρο χρησιμοποιούνται για να χρηματοδοτούνται απόλυτα απαραίτητα εργαλεία, εγκαταστάσεις και προσωπικό που κάνουν την έρευνα εφικτή, τόνισε το Σάββατο εκπρόσωπος του περίβλεπτου πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, φέρνοντας ως παράδειγμα «υπολογιστές στους οποίους αποθηκεύονται κλινικά δεδομένα».
«Είμαστε βαθιά ανήσυχοι για τις δυνητικές συνέπειες όσον αφορά την επιστημονική και ιατρική έρευνα στις ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Η ξαφνική μείωση των κεφαλαίων ενδέχεται να πλήξει την έρευνα σε διάφορα πεδία, για παράδειγμα για τον καρκίνο ή νευροεκφυλιστικές παθήσεις, προειδοποίησαν επιστήμονες.
Με τις μειώσεις αυτές είναι σίγουρο ότι «θα παραλύσει η έρευνα και η καινοτομία», κατήγγειλε ο Ματ Όουενς, πρόεδρος του COGR, φορέα εκπροσώπησης ινστιτούτων έρευνας και πανεπιστημιακών ιατρικών κέντρων.
«Οι ανταγωνιστές της Αμερικής χαίρονται γι’ αυτό το τραύμα που προκάλεσε η ίδια στον εαυτό της», συνέχισε, καλώντας την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ να επανεξετάσει την απόφασή της «προτού υποστούν τις συνέπειες οι Αμερικανοί».
Ο Τζέφρι Φλάιερ, άλλοτε πρύτανης της σχολής ιατρικής του Χάρβαρντ, εκτίμησε μέσω X πως η απόφαση αυτή δεν έχει σκοπό να «βελτιωθεί η διαδικασία, αλλά να χτυπηθούν θεσμοί, ερευνητές και η βιοϊατρική έρευνα».
Θα «προκαλέσει χάος και θα βλάψει την βιοϊατρική έρευνα και τους ερευνητές», προειδοποίησε, καθώς επιστήμονες εκφράζουν τις τελευταίες εβδομάδες ανησυχία για την έλλειψη διαφάνειας των ομοσπονδιακών αρχών, ειδικά επειδή απέκλεισαν την πρόσβαση σε σημαντικά επιδημιολογικά δεδομένα στους ιστότοπούς τους.
Ο Λευκός Οίκος υπερασπίστηκε το μέτρο, επικαλούμενος την ασυμμετρία των δημόσιων και των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων.
«Στην πλειονότητά τους, τα ιδιωτικά ιδρύματα που επιχορηγούν την έρευνα χρηματοδοτούν έμμεσα κόστη σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από αυτό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τα πανεπιστήμια αποδέχονται οικειοθελώς τις επιχορηγήσεις αυτές», τόνισε σε ανακοίνωσή του.
Ο Ίλον Μασκ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, στον οποίο ανατέθηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ η δραστική περικοπή δημοσίων δαπανών, εξήρε το μέτρο, που θα πλήξει κυρίως μεγάλα πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ, το Γέιλ και το Τζονς Χόπκινς, τα οποία εμφορούνται από υπερβολικά προοδευτική ιδεολογία για τα γούστα της αμερικανικής δεξιάς.