Προβληματίζει τους διπλωμάτες και τους αναλυτές στην Ουάσιγκτον η «επίθεση φιλίας» των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ελλάδα και την Κύπρο.
Αναρωτήθηκαν αν πρόκειται για μία αναλαμπή ή για πραγματική αλλαγή στάσης σε ότι αφορά τα στρατηγικά τους συμφέροντα αλλά και στο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν η Αθήνα και η Λευκωσία στο γεωπολιτικό πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου, από κοινού με το Ισραήλ, με το οποίο διατηρούν στενότατη σχέση συνεργασίας.
Αρκετοί άνθρωποι στην Ελλάδα και την Κύπρο, που εντοπίζονται κυρίως στην αριστερά, βγάζουν στην κυριολεξία «σπυριά», με τη σκέψη και μόνο ότι οι δύο χώρες «δένονται» όλο και περισσότερο στο αμερικανικό άρμα.
Ως πολίτες που έχουν ανδρωθεί σε ένα χώρο που πιστεύει ότι η Αμερική είναι μία ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, που έχει στην πλάτη της υποστήριξη σε απολυταρχικά και αντιδημοκρατικα καθεστώτα, και έχει αναμειχθεί στα πραξικοπήματα στην Ελλάδα και την Κύπρο, δικαιολογούνται να ανησυχούν.
Αλλά, από την κατάρρευση του σοβιετικού «οικοδομήματος», που ήταν και αυτό δικτατορικό και απάνθρωπο, τα πράγματα έχουν αλλάξει και έχουν ισοπεδωθεί οι ιδεολογίες.
Πολιτικοί που τους θεωρούσαμε αριστερούς, βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο με τους «ιμπεριαλιστές», προωθώντας τα ίδια συμφέροντα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι μέλη του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκαν με τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς και υποστήριξαν με πάθος το φιλοτουρκικό και ρατσιστικό σχέδιο Ανάν; Ένα σχέδιο που εκπόνησε η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Μπους και του Τσέινι…
Η Ελλάδα είναι, έτσι κι αλλιώς, μέλος του ΝΑΤΟ και η Κύπρος έχει ένα δυτικόφιλο πρόεδρο, ο οποίος την ίδια στιγμή διατηρεί και προσωπικές σχέσεις με Ρώσους και Κινέζους αξιωματούχους. Άρα περπατά σε τεντωμένο σχοινί και μέχρι τώρα τα καταφέρνει.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι τους οποίους οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και τη Λευκωσία θα μπορούσαν να επικαλεστούν για να συμμετέχουν σε μία συμμαχία στη Μεσόγειο υπό την Ουάσιγκτον. Με πιο βασικό, που θα ικανοποιήσει το σύνολο του Ελληνισμού, την αμερικανική προστασία της Ελλάδας και της Κύπρου από την τουρκική επιθετικότητα, που διακατέχεται από εθνικο-ισλαμικό χαρακτήρα, αποτελώντας ένα εκρηκτικό μείγμα μεγατόνων.
Δεν έχω κάποιο στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι βρισκόμαστε κοντά στην ανάπτυξη μίας νέας στρατηγικής συμμαχίας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας 3+1. Για τους μη γνωρίζοντες πρόκειται για την προσθήκη και των Ηνωμένων Πολιτειών στη τριμερή συνεργασία του Ισραήλ, της Ελλάδας και της Κύπρου. Η σκέψη πηγάζει από την εξαιρετική συνεργασία του Εβραϊκού Λόμπι με τις ελληνικές οργανώσεις που δρουν στην Ουάσιγκτον.
Θα συμφωνήσω με όσους στην αμερικανική πρωτεύουσα υποστηρίζουν ότι η Αμερική δεν είναι έτοιμη ακόμα να αποδεχθεί ότι η Τουρκία χάθηκε για τη Δύση. Αλλά πληροφορούμαστε ότι έγιναν «εναλλακτικοί σχεδιασμοί» για να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αυτό, που είναι πιθανό.
Σοβαρές χώρες, όπως οι ΗΠΑ -έστω και υπό την προεδρία του κ. Τραμπ- σχεδιάζουν για να δύνανται να αντιμετωπίσουν όλα τα ενδεχόμενα. Πρόκειται για τα σενάρια που εκπονεί το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας σε συνεργασία με όλες τις υπηρεσίες και τα αρμόδια υπουργεία..
Όταν ερευνούσαμε τα έγγραφα του πρώην υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσιγκερ, ανακαλύψαμε αρκετά από αυτά τα σενάρια και τις οδηγίες που αφορούσαν την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία και αποκτήσαμε μία καλή ιδέα για τον τρόπο σκέψης της Αμερικής, ειδικά για την κατοχική δύναμη και πως τότε είχε αναδειχθεί σε «ακρογωνιαίο λίθο» της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή.
Δυστυχώς για την Ελλάδα και την Κύπρο, η Τουρκία βρίσκει πάντα τον τρόπο να παραμένει χρήσιμη για τις ΗΠΑ. Και η λέξη χρήσιμη δεν σημαίνει αναγκαστικά και υποταγμένη στην υπερδύναμη. Το παιγνίδι του «ζεστού»-«κρύου», ο συνδυασμός του «καλού» και του «κακού» συμμάχου δεν είναι μία πολιτική που ανακάλυψε ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εκμεταλλεύεται με εξαιρετικό τρόπο τη συνταγή, διότι γνωρίζει καλά τους Αμερικανούς. Πρόκειται για υλοποίηση της τουρκικής πολιτικής από τη δεκαετία του ’70, όταν ο Χένρι Κίσιγκερ ανέλαβε την «εκπαίδευση» της τουρκικής διπλωματίας.
Θεωρώ ότι υπάρχει μία καλή ευκαιρία για τη διπλωματία της Ελλάδας και της Κύπρου να προωθήσει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του Ελληνισμού. Όχι να μιμηθούν τη βρώμικη τουρκική πολιτική, που στο επίκεντρο της είναι ο εκβιασμός, αλλά να αναδείξουν με πειστικότητα και με αποδείξεις τη στρατηγική σημασία των δύο χωρών. Ταυτόχρονα, για να ενταχθείς αναφανδόν σε ένα στρατόπεδο, πρέπει να εθνικά οφέλη να είναι καλυμμένα στο απόλυτο 100% και σε περίοδο ειρήνης, αλλά περισσότερο σε περίοδο πολέμου.
Είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα ζήσουν και άλλα «επεισόδια» και άλλες «κρίσεις» με τον Ταγίπ Ερντογάν και το ισλαμικό καθεστώς που έχει δημιουργήσει γύρω του. Η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση, λόγω του προέδρου Τραμπ, του έδωσε το δικαίωμα να κερδίζει τις κρίσεις, εκτός μίας περίπτωσης, που ωφελούσε τον πρόεδρο εκλογικά και υπηρετούσε το χριστιανικό ακροατήριο του.
Η υπόθεση της απελευθέρωσης του πάστορα Μπράνσον είναι μνημείο πολιτικού και διπλωματικού οπορτουνισμού. Ο κ. Τραμπ έφτασε στο σημείο να επιβάλει μία εκ των ανώτατων τιμωριών που χρησιμοποιεί η Αμερική, το οικονομικό εμπάργκο, και ο Ερντογάν εξυπηρέτησε τον Αμερικανό πρόεδρο, αφού εξασφάλισε «ασυλία» για τους S-400.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου ο Δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν έχει πιθανότητες να αναδειχθεί νικητής. Αν συμβεί αυτό, αναμένεται να υπάρξει αλλαγή στις σχέσεις με την Τουρκία, ξεκινώντας από τα προσφιλή, για τους Αμερικανούς, θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο κ. Μπάιντεν σίγουρα θα σηκώσει το τηλέφωνο και θα ζητήσει από τον Ερντογάν να σταματήσει τις προκλήσεις του. Το ερώτημα είναι αν θα σηκώσει και τα μαχητικά από τα αεροπλανοφόρα. Αμφιβάλλω…
Πάντως, ο κ. Τραμπ αποφάσισε να δράσει εναντίον της Κίνας για τα θέματα της ΑΟΖ στη Νότια Θάλασσα. Πρόκειται για υπόθεση ίδια με αυτή των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο. Για να γνωρίζουμε και να ξέρουμε τι λέμε…
Πηγή: