“Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία” και η “η Τουρκία δεν πρέπει να απομακρυνθεί από τη Δύση”, είναι δύο απόψεις και ταυτόχρονα δικαιολογίες για την εξαιρετικά χαλαρή αντίδραση που υπάρχει έναντι του καθεστώτος της Άγκυρας.
Όσο ο καιρός περνά αυτή η άποψη μοιάζει να μην είναι ρεαλιστική. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η Τουρκία του Ερντογάν θέλει να διατηρήσει τη σχέση της με τον δυτικό κόσμο. Ο Max Boot, σε ανάλυσή του για το CFR Expert γράφει ότι “η τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία είναι το τελευταίο παράδειγμα της περιφρόνησης της χώρας για τις αξίες του ΝΑΤΟ. Ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι γι ‘αυτό”.
Σύμφωνα με την ανάλυση η Τουρκία δεν είναι πλέον ένας αξιόπιστος σύμμαχος. Ο Ερντογάν σύμφωνα με όσα γράφει “έχει καταστρέψει τα τελευταία απομεινάρια της τουρκικής δημοκρατίας, απομακρύνοντας τους κοσμικούς, φιλοδυτικούς στρατιωτικούς και διανοούμενους. Ο Ερντογάν έχει γίνει ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και έχει καταγράψει κοινή αιτία με τζιχαντιστές στη Συρία. Αρνείται να συμμορφωθεί με τις κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν και έχει προσεγγίσει τη Ρωσία. Η απόφαση της Τουρκίας να αγοράσει S-400 οδήγησε το Πεντάγωνο τον Ιούλιο να αποβάλλει την Τουρκία από το πρόγραμμα F-35. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ευθυγραμμισμένα με τον Ερντογάν έχουν εκτοξεύσει αντι-αμερικανική προπαγάνδα, κατηγορώντας τις ΗΠΑ για την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 και την παροχή ασύλου στον Fethullah Gulen.
Τώρα, η τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία έχει προκαλέσει επιδείνωση των σχέσεων με βολές πυροβολικού κοντά σε θέσεις στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και τουρκικές “συμμαχικές συμμορίες” να διαπράττουν φρικαλεότητες εναντίον των Κούρδων συμμάχων των ΗΠΑ”.
Αφού αναφέρεται στις απειλές του Τραμπ κατά της Τουρκίας και στη συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ , ο Max Boot σημειώνει:
“Αν η Τουρκία ζητούσε σήμερα την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, δεν θα έβρισκε ανοιχτή την πόρτα. Το Σχέδιο Δράσης για τη Συμμετοχή του ΝΑΤΟ “απαιτεί από τους υποψήφιους να έχουν σταθερά δημοκρατικά συστήματα, να επιδιώκουν την ειρηνική διευθέτηση των εδαφικών και εθνοτικών διαφορών, να έχουν καλές σχέσεις με τους γείτονές τους, να επιδεικνύουν δέσμευση στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα, να εγκαθιδρύουν δημοκρατικό και πολιτικό έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεών τους , και να έχουν ενστερνιστεί την οικονομία της αγοράς. Η Τουρκία έχει μόνο το τελευταίο αλλά δεν πληροί κανένα από τα άλλα κριτήρια. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ δεν διαθέτει κανένα μηχανισμό για την εκδίωξη ενός μέλους.
Ακόμη και αν η Τουρκία παραμείνει στο ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα μέλη της συμμαχίας πρέπει να εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση ότι η Τουρκία είναι ένας αξιόπιστος εταίρος. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την Τουρκία ως “φρενήρη σύμμαχο”, να υιοθετήσουν τον όρο που έχει εφαρμοστεί για το Πακιστάν, έναν άλλο παράδοξο σύμμαχο των ΗΠΑ. Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν θέματα για τα οποία η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον μπορούν να συνεργαστούν, αλλά τα τουρκικά συμφέροντα έχουν αποκλίνει ριζικά από αυτά των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος του CFR Richard N. Haass υποστηρίζει ότι, λόγω αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες «πρέπει να αποσύρουν όλα τα πυρηνικά όπλα, να μειώσουν την εξάρτηση από τις βάσεις της Τουρκίας και να περιορίσουν την ανταλλαγή πληροφοριών και τις πωλήσεις όπλων».
Στην ανάλυση γίνεται λόγος για αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιντσιρλίκ και τα πυρηνικά όπλα που είναι αποθηκευμένα εκεί να μεταφερθούν σε πιο αξιόπιστες χώρες του ΝΑΤΟ.
“Ήρθε η ώρα να γίνουμε ρεαλιστές στην ανάλυση για την Τουρκία αντί να υποθέτουμε ότι οι σχέσεις μπορούν να παραμείνουν όπως ήταν ήταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου – που τελείωσε πριν από είκοσι οκτώ χρόνια”, καταλήγει η ανάλυση.
Πηγή: Militaire