Το 2003 οι ρωσικές αρχές εισήγαγαν τσιπ ηλεκτρονικών υπολογιστών από τη Δύση που εμπίπτουν στις κυρώσεις που η ίδια έχει επιβάλει , η αξία των οποίων υπερβαίνει τα 502 εκατομμύρια δολάρια, γράφει ο ανεξάρτητος ιστότοπος ερευνητικής δημοσιογραφίας Verstka.
Οι δημοσιογράφοι του Verstka χρησιμοποίησαν στην έρευνα τους διαβαθμισμένα στατιστικά στοιχεία των τελωνειακών αρχών για να υπολογίσουν το σύνολο των ειδών που εισήχθησαν από την Ρωσία τους πρώτους έξι μήνες του 2023. Ο κατάλογος περιλαμβάνει προϊόντα διπλής χρήσης που χρησιμοποιούνται τόσο στην αμυντική βιομηχανία όσο και στον εν γένει βιομηχανικό τομέα.
Ο Verstka ισχυρίζεται ότι τα τσιπ διπλής χρήσης, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή πυραύλων, συνεχίζουν να εισρέουν στη Ρωσία χωρίς κανένα εμπόδιο. Τους τελευταίους έξι μήνες, οι ρωσικές αρχές προέβησαν σε εκτελωνισμό προϊόντων από τις ακόλουθες αμερικανικές εταιρείες: Analog Devices Inc. (άνω των 98 εκατ. δολαρίων), Xilinx (άνω των 75 εκατ. δολαρίων), Microchip Technology (άνω των 42 εκατ. δολαρίων και Texas Instruments (όχι λιγότερο από 38 εκατ. δολάρια), καθώς και προϊόντων αξίας άνω των 28 εκατ. δολαρίων από την Infineon, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή ημιαγωγών της Γερμανίας.
Η Ρωσία εισήγαγε επίσης προϊόντα της Marvell αξίας άνω των 11 εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και προϊόντα της Cypress Semiconductor (άνω των 3,8 εκατομμυρίων δολαρίων) και της Atmel (άνω των 2,7 εκατομμυρίων δολαρίων).
Οι βασικοί κόμβοι επανεξαγωγής είναι η Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, η Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι πρώην σοβιετικές χώρες - Καζακστάν, Κιργιστάν, Αρμενία και Ουζμπεκιστάν - διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, ενώ η Ιταλία, η Γερμανία και η Εσθονία παρέχουν εξαγωγές απευθείας από την ΕΕ.
«Η έρευνα μας έδειξε, ότι στην Ρωσία μπορείς να εισάγεις πρακτικά ότι μπορείς να φανταστείς, από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, από τσιπ διπλής χρήσης μέχρι κινητήρες για αεροσκάφη Airbus. Στα σχήματα, μέσω τρίτων χωρών συμμετέχουν δυτικές εταιρείες, ενώ οι ρωσικές αρχές παρακάμπτουν με επιτυχία τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυρώσεις», συμπεραίνει ο ιστότοπος Verstka.