Ήταν μία από τις παλαιότερες και «εμβληματικές» προεκλογικές διακηρύξεις του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), η οποία φαίνεται να υλοποιείται, εκτός απροόπτου:
Aπό τον Ιανουάριο του 2023 ένα νέο «επίδομα του πολίτη» (ή «εισόδημα του πολίτη») θα αντικαταστήσει τα κοινωνικά επιδόματα της «νομοθεσίας Hartz», που είχε καθιερώσει το 2004 ο προηγούμενος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Την Πέμπτη το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε σχετικό νομοσχέδιο. Απομένει όμως η έγκριση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου (της αποκαλούμενης και Άνω Βουλής), που συνεδριάζει εκτάκτως για τον σκοπό αυτό στις 14 Νοεμβρίου.
Περισσότερα χρήματα, φιλική εξυπηρέτηση
Εκ πρώτης όψεως δεν αλλάζουν πολλά. Οι άνεργοι θα λαμβάνουν κοινωνικό επίδομα 502 ευρώ μηνιαίως, ενώ μέχρι σήμερα εισέπρατταν 449 ευρώ.
Κι όμως, το νέο «επίδομα του πολίτη» σηματοδοτεί μία ολόκληρη αλλαγή φιλοσοφίας στην αντιμετώπιση των οικονομικά ασθενέστερων.
Με το επίδομα «Hartz IV» που ισχύει σήμερα, οι δικαιούχοι βρίσκονται υπό συνεχή και εξονυχιστικό έλεγχο από το κράτος.
Αν, για παράδειγμα, ο αρμόδιος υπάλληλος κρίνει ότι μένουν σε μεγάλο και ακριβό σπίτι, υποχρεώνονται να μετακομίσουν σε μικρότερο, προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν το επίδομα.
Εάν αρνηθούν μία δουλειά ή επανεκπαίδευση που τους προτείνει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εργασίας (ο αντίστοιχος ΟΑΕΔ), θεωρώντας ότι δεν είναι κατάλληλη γι αυτούς, υφίστανται περικοπή έως 30% στο ούτως ή άλλως πενιχρό βοήθημα.
Μετά από μία δεύτερη άρνηση η μείωση φτάνει το 60% ή ακόμη και το 100%, κάτι που η γερμανική δικαιοσύνη κρίνει πλέον αντισυνταγματικό.
«Αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με εμπιστοσύνη, θεωρούμε ότι είναι καλύτερο να έχουν χρόνο για αναζήτηση εργασίας αντί να κουράζονται με ερωτήσεις για το πόσο μεγάλο είναι το σπίτι τους», έλεγε το 2019 η τότε πρόεδρος του SPD Αντρέα Νάλες.
Η ίδια όμως δεν πρόλαβε να υλοποιήσει τις υποσχέσεις για αλλαγές στην κοινωνική νομοθεσία.
Τώρα ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς δρομολογεί τις διαδικασίες. «Χρειαζόμαστε μία μεταρρύθμιση εκ βάθρων, με λιγότερη γραφειοκρατία», ξεκαθαρίζει ο υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ.
Η νέα νομοθεσία ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση, προβλέποντας κίνητρα για όσους συνεργάζονται και όχι κυρώσεις για όσους δεν συμμορφώνονται.
Για παράδειγμα, όποιος αποδέχεται μία επαγγελματική επανεκπαίδευση, θα ανταμείβεται με εφάπαξ αύξηση του επιδόματος κατά 75 ευρώ.
Ανατρεπεται η πολιτική Σρέντερ
Όλα αυτά ανατρέπουν εν μέρει την πολιτική που είχε εγκαινιάσει το 2004 ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η «νομοθεσία Hartz», που πήρε το όνομά της από σχετικές εισηγήσεις ενός πρώην μάνατζερ της Volkswagen, του Πέτερ Χαρτς, αποτελούσε κύριο άξονα της εκσυγχρονιστικής ατζέντας του Σρέντερ («Agenda 2010») με στόχο τη μείωση της ανεργίας, αλλά και των κοινωνικών δαπανών.
Μεταξύ άλλων ο Σρέντερ ενοποίησε τα κοινωνικά επιδόματα της εποχής και το ταμείο ανεργίας σε ένα ενιαίο συμβολικό επίδομα, το Hartz IV.
Την ίδια στιγμή απέρριπτε εισηγήσεις για την καθιέρωση κατώτατου μισθού, ακολουθώντας την προσέγγιση του τότε υπουργού Οικονομίας Βόλφγκανγκ Κλέμεντ ότι «πρόκειται για υπόθεση των κοινωνικών εταίρων».
Αποτέλεσμα: πολλοί εργαζόμενοι χωρίς ιδιαίτερα επαγγελματικά προσόντα εγκλωβίστηκαν σε έναν φαύλο κύκλο μισθών πείνας (όταν εργάζονταν) και χαμηλών επιδομάτων (όταν έμεναν άνεργοι), χωρίς προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.
Σε πολιτικό επίπεδο το SPD πλήρωσε βαρύ αντίτιμο, καθώς δεκάδες χιλιάδες μέλη αποχώρησαν και ορκίστηκαν να μην ξαναψηφίσουν τους Σοσιαλδημοκράτες.
Πολλά ειρωνικά σχόλια ακούστηκαν την εποχή εκείνη για τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον «σύντροφο που συγχρωτίζεται με τα αφεντικά» («Der Genosse der Bosse»).
Στις εκλογές του 2002 ο Σρέντερ κατάφερε ωστόσο να επανεκλεγεί καθώς, πρώτον, διεμβόλισε τους ψηφοφόρους της Αριστεράς με την αντίθεσή του στην αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση στο Ιράκ, και, δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις της Agenda 2010 δεν είχαν ακόμη τεθεί σε ισχύ.
Αλλά το 2005 οι ψηφοφόροι τιμώρησαν το SPD, δίνοντας τη νίκη στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και την Άνγκελα Μέρκελ.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2012, o Σρέντερ επέμενε ότι η εκσυγχρονιστική του ατζέντα ήταν επιτυχής.
«Έχουμε δύο εκατομμύρια ανέργους λιγότερους από το 2005», έλεγε. «Γνωρίζω ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν οδυνηρές στην αρχή, αλλά αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, άξιζαν τον κόπο».
Αλλά και πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν σήμερα ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ ήταν ευεργετικές, αν μη τι άλλο για τους μακροοικονομικούς δείκτες, σε μία εποχή που οι Financial Times αποκαλούσαν τη Γερμανία «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης».
Αντιδράσεις από την αντιπολίτευση
Μπορεί βέβαια η Μπούντεσταγκ, η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας, να έχει εγκρίνει το νέο «κοινωνικό επίδομα», αλλά η καθιέρωσή του δεν είναι ακόμη αυτονόητη.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης απειλούν να μπλοκάρουν το νομοσχέδιο στην Άνω Βουλή. Ο Βαυαρός πρωθυπουργός και επικεφαλής των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) Μάρκους Ζέντερ ξεκαθαρίζει από τώρα ότι θα το καταψηφίσει.
Ο επικεφαλής της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς προτείνει να αυξηθούν τα επιδόματα, αλλά να διατηρηθεί, κατά τα λοιπά, η «νομοθεσία Hartz», κάτι που δεν δέχεται η κυβέρνηση Σολτς.
Όσο για το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), ακολουθεί μία εντελώς δική του λογική: προτείνει να υποχρεώνονται σε «κοινωφελή εργασία» όσοι μένουν άνεργοι και εισπράττουν επιδόματα για περισσότερους από έξι μήνες.
Πηγη: Deutsche Welle