Από το Βερολίνο έως το Τόκιο, οι φόβοι για μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών

 
sss

Πηγή Φωτογραφίας: Reuters, file

Ενημερώθηκε: 24/03/25 - 17:00

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση τουλάχιστον συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: η διάδοση των πυρηνικών όπλων ήταν επιζήμια για όλους.

Όπως αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι Financial Times, εν μέσω ανησυχιών για την κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών σε όλο τον κόσμο, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 συνομιλίες που οδήγησαν στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT), μια συμφωνία μεταξύ υπερδυνάμεων που διατηρεί μέχρι σήμερα τον αριθμό των κρατών με πυρηνικά όπλα σε μονοψήφιο αριθμό.

Ο περιορισμός αυτός βασίστηκε στην επέκταση της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ, που είχε σκοπό να πείσει τους συμμάχους ότι δεν χρειάζονται να αποκτήσουν οι ίδιοι πυρηνικά όπλα.

Ο εκλιπών Βρετανός υπουργός Ντένις Χίλι είχε σχολιάσει σαρκαστικά ότι η πυρηνική πολιτική των ΗΠΑ ήταν «μόνο 5% αξιόπιστη σε ό,τι αφορά την αποτροπή των Ρώσων, αλλά 95% καθησυχαστική για τους Ευρωπαίους».

Τώρα, υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή η διαβεβαίωση μοιάζει πιο αδύναμη από ποτέ.

Η στροφή του Αμερικανού προέδρου προς τη Μόσχα και η περιφρόνησή του προς το ΝΑΤΟ έχουν οδηγήσει παλιούς συμμάχους, από το Βερολίνο και τη Βαρσοβία μέχρι τη Σεούλ και το Τόκιο, να εξετάσουν το κάποτε αδιανόητο: πώς να προετοιμαστούν για μια πιθανή απόσυρση της αμερικανικής πυρηνικής ασπίδας.

«Η συναίνεση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για τη μη διάδοση των πυρηνικών φθίνει πραγματικά», δήλωσε ο Άνκιτ Πάντα του Carnegie Endowment και συγγραφέας του The New Nuclear Age. «Το φαινόμενο Τραμπ έχει ενισχύσει τις φωνές στα κράτη-συμμάχους των ΗΠΑ που εκτιμούν πλέον ότι τα πυρηνικά όπλα αποτελούν τη μόνη λύση στο πρόβλημα της αμερικανικής αναξιοπιστίας».

Σύμφωνα με τη συμφωνία για τη μη διάδοση των πυρηνικών, NPT, ο αριθμός των επίσημων πυρηνικών κρατών έχει περιοριστεί στις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Ινδία, το Ισραήλ και το Πακιστάν, που δεν έχουν υπογράψει τη συνθήκη, έχουν επίσης αναπτύξει πυρηνικά όπλα, ενώ η Βόρεια Κορέα είναι η μόνη χώρα που αποχώρησε από τη NPT.

Η επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία έχει πυροδοτήσει συζητήσεις σε ολόκληρη τη δυτική συμμαχία. Οι αναλυτές φοβούνται ότι αν η NPT καταρρεύσει, εν μέρει λόγω της απόσυρσης των αμερικανικών εγγυήσεων, ο αριθμός των κρατών που αναπτύσσουν πυρηνικά μπορεί να φτάσει τα 15-25 όπως είχε προβλέψει ο Κένεντι, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο ενός καταστροφικού πυρηνικού πολέμου.

Ο Λόρενς Φρίντμαν, ένας από τους κορυφαίους μελετητές της πυρηνικής στρατηγικής, σημείωσε ότι το δίλημμα για τους συμμάχους είναι παλιό.

Το γαλλικό πυρηνικό πρόγραμμα αναπτύχθηκε επειδή ο Σαρλ ντε Γκολ θεωρούσε τις ΗΠΑ αναξιόπιστες. Η Κίνα, μετά τη ρήξη της με τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1960, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα για τη Μόσχα.

Αλλά όταν στο παρελθόν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αμφισβήτησαν την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον, εξέτασαν τις εναλλακτικές και συνειδητοποίησαν ότι η ανάπτυξη δικών τους πυρηνικών όπλων ήταν «δύσκολη, ακριβή και γίνονταν στόχος».

«Στο τέλος, το αποδέχθηκαν», είπε ο Φρίντμαν. «Αυτή ήταν η στάση τους στο παρελθόν. Το πρόβλημα είναι ότι, με την τρέχουσα κρίση να είναι τόσο σοβαρή, δεν είναι σίγουροι αν μπορούν να κάνουν το ίδιο αυτή τη φορά».

Γερμανία

Ο Φρίντριχ Μερτς, ο υποψήφιος καγκελάριος της Γερμανίας, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης πρέπει πλέον να εξετάσει «κατά πόσο η πυρηνική κοινή χρήση ή τουλάχιστον η πυρηνική ασφάλεια από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία θα μπορούσε επίσης να ισχύει για εμάς».

Αυτή η δήλωση, από μόνη της ιστορική, έχει πυροδοτήσει μια πρωτοφανή δημόσια συζήτηση, στην οποία ορισμένοι αναλυτές έχουν φτάσει στο σημείο να θέτουν δημόσια το ερώτημα αν η Γερμανία —μια χώρα της οποίας η μεταπολεμική εικόνα έχει χτιστεί πάνω στην προώθηση της ειρήνης στην Ευρώπη και στον κόσμο— θα πρέπει να επιδιώξει να αποκτήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα.

Η Γερμανία φιλοξενεί αμερικανικά πυρηνικά όπλα από το 1983. Σήμερα, περίπου 20 πυρηνικές βόμβες B61 των ΗΠΑ βρίσκονται στη βάση Büchel, περίπου 100 χιλιόμετρα νότια της Κολωνίας.

Γερμανοί αξιωματούχοι τονίζουν ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι σκοπεύουν να αποσύρουν αυτήν την πυρηνική ασπίδα. Ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους έχει χαρακτηρίσει τη συζήτηση ως μια «κλιμάκωση στη συζήτηση που δεν χρειαζόμαστε».

Ωστόσο, σε ιδιωτικές συνομιλίες, καθώς έχουν υποστεί σοκ από την ταχύτητα των εξελίξεων από τότε που ανέλαβε ο Τραμπ, ορισμένοι αξιωματούχοι άρχισαν να αναρωτιούνται αν η Γερμανία θα έπρεπε να εξετάσει το ενδεχόμενο να αποκτήσει τα δικά της πυρηνικά όπλα.

Ο Μερτς επέμεινε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι ένα τέτοιο σενάριο δεν θα συμβεί, επισημαίνοντας ότι δύο διεθνείς συνθήκες το απαγορεύουν.

Ο Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ, πρώην Γερμανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι οποιαδήποτε πραγματική πρόταση για το ενδεχόμενο να γίνει η Γερμανία πυρηνική δύναμη θα προκαλούσε μια «καταιγίδα αντιδράσεων άνευ προηγουμένου από τη Μόσχα, από το δεξιό, αντιαγερμανικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη στην Πολωνία και από άλλους γείτονες».

Πρόσθεσε: «Θα διακινδυνεύαμε να χάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της εμπιστοσύνης που καταφέραμε να οικοδομήσουμε τις τελευταίες πέντε ή έξι δεκαετίες μετά την καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου».

Ωστόσο, ο Τόρστεν Μπέννερ, επικεφαλής του ινστιτούτου Global Public Policy Institute στο Βερολίνο, είναι ένας από τους ειδικούς των think tanks που έχουν προτείνει ότι η χώρα θα πρέπει τουλάχιστον «να επενδύσει στη διατήρηση μιας πυρηνικής ετοιμότητας», μια κίνηση που θα σήμαινε τη δημιουργία της υποδομής για την κατασκευή πυρηνικού όπλου εάν αυτό καταστεί αναγκαίο, χωρίς όμως να το κατασκευάσει άμεσα.

Η συζήτηση αυτή, είπε, προκλήθηκε από ανησυχίες σχετικά με το πολιτικό μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, ιδιαίτερα αν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τις γαλλικές εκλογές του 2027. «Τόσο η άκρα αριστερά όσο και η άκρα δεξιά στη Γαλλία διέπονται από αντι-γερμανικά αισθήματα και υπάρχει ο κίνδυνος να μην τηρήσουν μια συμφωνία πυρηνικής κοινής χρήσης», είπε ο Μπέννερ. «Και τότε τι;»

Πολωνία

Η συζήτηση στην Πολωνία έχει προχωρήσει ακόμη πιο γρήγορα, με τον πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ να γίνεται αυτόν τον μήνα ο πρώτος ηγέτης της χώρας που έθεσε το ζήτημα της απόκτησης πυρηνικών όπλων ή τουλάχιστον της σύναψης συμφωνίας κοινής χρήσης πυρηνικών με τη Γαλλία.

Ο πολιτικός του αντίπαλος, πρόεδρος Αντρέι Ντούντα, απάντησε δηλώνοντας στους Financial Times ότι θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές στην Πολωνία, μια κίνηση που η Μόσχα θα θεωρούσε πρόκληση και στην οποία η Ουάσινγκτον εδώ και καιρό αντιστέκεται.

«Ξαφνικά ακούγονται πολλές απόψεις και διαφορετικές θέσεις για το τι πρέπει να γίνει, αλλά όλες δείχνουν ότι η Πολωνία πιστεύει σε μια πιο ισχυρή πυρηνική αποτροπή έναντι της Ρωσίας», δήλωσε ο Μάρτσιν Ίντζικ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της PGZ, της πολωνικής κρατικής αμυντικής βιομηχανίας.

Το κατά πόσο η Πολωνία έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει τις θέσεις του Ντούντα ή του Τουσκ είναι ένα άλλο ζήτημα. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, δήλωσε επίσης στο Fox News ότι θα τον εξέπληττε εάν ο Τραμπ συμφωνούσε να μεταφέρει αμερικανικά όπλα στην Πολωνία.

Και ενώ η Πολωνία φιλοξενούσε κάποτε πυρηνικές κεφαλές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά για λογαριασμό της Μόσχας και όχι της Ουάσινγκτον, δεν είχε ποτέ πυρηνικό εργοστάσιο. Παρότι έχει δεσμευτεί να κατασκευάσει ένα μέσα στην επόμενη δεκαετία, της λείπουν η υποδομή και η τεχνογνωσία που διαθέτουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Ντούντα υποστηρίζει ότι η Πολωνία θα χρειαζόταν «δεκαετίες» για να αναπτύξει τα δικά της πυρηνικά όπλα. Αυτή η άποψη είναι γενικά αποδεκτή από αναλυτές και στελέχη της βιομηχανίας. Ο Γιανους Ονίσκιεβιτς, πρώην υπουργός Άμυνας της Πολωνίας, χαρακτήρισε την πρόταση του Τουσκ «αρκετά υποθετική και όχι για την παρούσα κατάσταση».

«Για εμάς, η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από το μηδέν είναι πολύ δαπανηρή και δεν έχουμε αρκετό χρόνο για να το κάνουμε», δήλωσε ο Ίντζικ από την PGZ. «Αλλά αν μπορούμε να γίνουμε μέρος μιας νέας ευρωπαϊκής ομάδας και ενός πυρηνικού έργου, φυσικά θέλουμε να συμμετέχουμε».

Νότια Κορέα

Η αμείωτη πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας, η αυξανόμενη σχέση της Πιονγκγιάνγκ με τη Μόσχα και η πιθανή επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία έχουν εντείνει τις ανησυχίες στη Νότια Κορέα για την ασφάλειά της.

«Η υποστήριξη για την απόκτηση πυρηνικών όπλων από τη Νότια Κορέα διευρύνεται και εδραιώνεται», δήλωσε ο Σανγκσίν Λι, ερευνητής στο κρατικό Ινστιτούτο Κορεατικής Ενοποίησης (Korea Institute for National Unification).

Αν και κανένα από τα δύο κυρίαρχα κόμματα δεν έχει προωθήσει επίσημα ένα τέτοιο βήμα, ηγετικές φυσιογνωμίες και των δύο πλευρών έχουν ταχθεί υπέρ της επιδίωξης μιας «πυρηνικής ετοιμότητας», ώστε η Σεούλ να μπορεί να αποκτήσει ή να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Ο Ό Σε-χουν, συντηρητικός δήμαρχος της Σεούλ και πιθανός υποψήφιος για την προεδρία, ζήτησε νωρίτερα αυτόν τον μήνα από τις ΗΠΑ να επιτρέψουν στη Νότια Κορέα να αποκτήσει απόθεμα πυρηνικών υλικών αντίστοιχο με αυτό της Ιαπωνίας, δίνοντάς της έτσι το καθεστώς «πυρηνικού ορίου».

Οι δηλώσεις του Ό έγιναν λίγο μετά την τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών, Τσο Ταε-γιουλ, στο κοινοβούλιο, όπου ανέφερε ότι η απόκτηση πυρηνικών όπλων «δεν αποκλείεται». «Πρέπει να προετοιμαστούμε για όλα τα πιθανά σενάρια», σημείωσε.

Η Νότια Κορέα διαθέτει ήδη την υψηλότερη πυκνότητα πολιτικών πυρηνικών αντιδραστήρων στον κόσμο. «Η Κορέα έχει τη βασική τεχνολογία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων και ήδη έχει αποκτήσει κάποια εμπειρία στην παραγωγή μικρών ποσοτήτων πλουτωνίου και ουρανίου», δήλωσε ο Σου Κιουν-ριουλ, ομότιμος καθηγητής πυρηνικής μηχανικής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ.

«Διαθέτει την τεχνολογία για να κατασκευάσει ακατέργαστες πυρηνικές βόμβες, παρόμοιες με αυτές που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, μέσα σε τρεις μήνες».

Ο Λι Τσουν-γκέουν, ερευνητής στο Ινστιτούτο Αξιολόγησης και Σχεδιασμού Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κορέας, σημείωσε ότι, πέρα από την απόκτηση επαρκούς πυρηνικού υλικού, η Νότια Κορέα χρειάζεται επίσης να κατασκευάσει έναν μηχανισμό ανάφλεξης και πυρηνικές κεφαλές, καθώς και να πραγματοποιήσει δοκιμές.

«Αν κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κινητοποιήσει όλους τους εθνικούς πόρους της, μπορεί να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα σε περίπου δύο χρόνια», δήλωσε ο Λι.

Αν και η Νότια Κορέα έχει απόθεμα πυρηνικού υλικού για δύο έως τρία χρόνια, η προμήθειά του πιθανότατα θα διακοπεί αν αποσυρθεί από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT). Η εξαγωγική οικονομία της χώρας επίσης θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες λόγω πιθανών κυρώσεων.

Ωστόσο, ο Σου από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ υποστήριξε ότι η προεδρία Τραμπ προσφέρει στη Νότια Κορέα μια «σπάνια ευκαιρία να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων».

«Οι Νοτιοκορεάτες θα πρέπει τελικά να επιλέξουν ανάμεσα στο να υποταχθούν στη Βόρεια Κορέα ή να αντέξουν τις διεθνείς κυρώσεις κατασκευάζοντας τα δικά τους πυρηνικά όπλα, γιατί ο πυρηνικός αφοπλισμός της Βόρειας Κορέας μοιάζει αδύνατος», δήλωσε ο Σου.

Ιαπωνία

Η μοναδική θέση της Ιαπωνίας ως η μόνη χώρα που υπήρξε θύμα ατομικού πολέμου έχει καταστήσει το ζήτημα της απόκτησης πυρηνικών όπλων ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό ταμπού στη μεταπολεμική της ιστορία.

Την ίδια στιγμή, εδώ και καιρό διεξάγεται ένας σιωπηλός διάλογος σε ορισμένους κύκλους, ο οποίος έχει εξελιχθεί καθώς η Βόρεια Κορέα έγινε πυρηνική δύναμη, η Κίνα έγινε πιο ισχυρή στρατιωτικά και ο Τραμπ έθεσε υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ.

Ένας υψηλόβαθμος Ιάπωνας αξιωματούχος ανέφερε ότι ανέκαθεν υπήρχε συζήτηση για το θέμα μεταξύ μιας μικρής ομάδας των πιο σκληροπυρηνικών πολιτικών. «Ο κύκλος των συμμετεχόντων ενδέχεται τώρα να διευρύνεται.»

Η Ιαπωνία ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT), αλλά η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας και η λειτουργία ενός εργοστασίου εμπλουτισμού από τη δεκαετία του 1990 της έχουν προσφέρει ένα σημαντικό απόθεμα υλικού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.

Η τεράστια, προηγμένη βιομηχανική βάση της Ιαπωνίας και η ηγετική της θέση σε πολλούς τομείς εξειδικευμένης μηχανικής σημαίνουν, σύμφωνα με ειδικούς του αμερικανικού στρατού, ότι η φυσική κατασκευή ενός όπλου θα ήταν απόλυτα εφικτή, πιθανώς μέσα σε λίγους μήνες από τη στιγμή που θα δινόταν η πολιτική έγκριση.

Η πιο πρόσφατη αναφορά της Ιαπωνίας έδειξε ότι στα τέλη του 2023 η χώρα διέθετε περίπου 8,6 τόνους πλουτωνίου στο εσωτερικό της, αρκετό, θεωρητικά, για την παραγωγή αρκετών χιλιάδων βομβών. Το γεγονός αυτό δεν έχει περάσει απαρατήρητο από την Κίνα, η οποία στο παρελθόν έχει χρησιμοποιήσει τα κρατικά της μέσα ενημέρωσης για να αμφισβητήσει την κατοχή τόσο μεγάλου αποθέματος από την Ιαπωνία.

Ωστόσο, η ψυχολογική και πολιτική απόσταση που θα έπρεπε να διανυθεί ώστε να εξεταστεί σοβαρά μια τέτοια κίνηση είναι, ακόμη και σήμερα, τεράστια. Στο Άρθρο 9 του Συντάγματός της, γνωστό ως «ρήτρα ειρήνης», ο ιαπωνικός λαός «αποκηρύσσει για πάντα τον πόλεμο ως κυριαρχικό δικαίωμα του έθνους». Παρόλο που επανερμηνεία αυτής της ρήτρας επέτρεψε στην Ιαπωνία να αναπτύξει και να διατηρήσει σημαντικές συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις, η πολυπλοκότητα ενός πυρηνικού αποτρεπτικού μηχανισμού παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα.

«Προς το παρόν, ολόκληρη η στρατηγική βασίζεται στην εξασφάλιση της διαβεβαίωσης από τις ΗΠΑ ότι η Ιαπωνία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την πυρηνική τους ομπρέλα», δήλωσε ο Στίβεν Νάγκι, καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών στο International Christian University του Τόκιο. «Το Σχέδιο Α είναι να αγκαλιάσουμε τις ΗΠΑ. Το Σχέδιο Β είναι να τις αγκαλιάσουμε πιο σφιχτά, και ούτω καθεξής. Το Σχέδιο Ζ, σε αυτή τη φάση, είναι η απόκτηση πυρηνικών όπλων.»

Ο Νάγκι πρόσθεσε ότι οποιαδήποτε σημαντική εξέλιξη στη συζήτηση για τα πυρηνικά θα αποκάλυπτε επίσης την ακραία έλλειψη στρατηγικών αναλυτών στην Ιαπωνία για το θέμα. Η μακροχρόνια εξάρτηση από τις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο μια μικρή δεξαμενή Ιαπώνων ειδικών που θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν την ιαπωνική κυβέρνηση σχετικά με τη χρήση πυρηνικών όπλων.

Αυτό είναι κρίσιμο, σημείωσε ο Νάγκι, λόγω των σαφών διαφορών μεταξύ του τρόπου με τον οποίο οι ΗΠΑ έχουν διαμορφώσει τη στρατηγική της πυρηνικής αποτροπής και του τρόπου με τον οποίο η Ιαπωνία θα έπρεπε να αναπτύξει τη δική της.

Η Ιαπωνία, τόνισε, θα λάβει προειδοποίηση περίπου πέντε λεπτών πριν σε περίπτωση επίθεσης από τη Βόρεια Κορέα ή την Κίνα, σε αντίθεση με τα 30 λεπτά προειδοποίησης που θα είχε η ηπειρωτική Αμερική αν δεχόταν επίθεση.

Οι ΗΠΑ ως έθνος θα επιβίωναν από μια επίθεση σε μία ή δύο πόλεις· η Ιαπωνία, όμως, θα καταστρεφόταν πλήρως ως κράτος εάν το Τόκιο και η Οσάκα εξαφανίζονταν.

Το ταμπού στην Ιαπωνία παραμένει ισχυρό όχι μόνο λόγω του παρελθόντος, είπε, αλλά επειδή τα ζητήματα της πυρηνικής στρατηγικής είναι εντελώς διαφορετικής φύσης και θέτουν εξαιρετικά δύσκολα ερωτήματα για το έθνος.

Πηγή: skai.gr

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ