Στις 6 Αυγούστου 1945, πραγματοποιήθηκε η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας παγκοσμίως από τους Αμερικανούς εναντίον της ιαπωνικής πόλεως της Χιροσίμα. Τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945 ακολούθησε και η για δεύτερη φορά χρήση ατομικής βόμβας εναντίον μιας άλλης ιαπωνικής πόλεως, του Ναγκασάκι.
Η χρήση των δύο αυτών ατομικών βομβών, συνέτεινε καθοριστικώς στην σχεδόν άμεση, στις 15 Αυγούστου 1945, άνευ όρων παράδοση της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού Ωκεανού, μετά το προηγηθέν αντίστοιχο πέρας του Β’ΠΠ στην Ευρώπη, στις 8/9 Μαΐου 1945.
Στις 26 Ιουλίου 1945, οι ηγέτες των Συμμάχων συνήλθαν στο Πότσνταμ της Γερμανίας, όπου εξέδωσαν την ομώνυμη Διακήρυξη, στην οποία ζητούσαν την άνευ όρων παράδοση της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Η Διακήρυξη του Πότσνταμ θεωρήθηκε τελεσίγραφο καθώς ανέφερε ότι αν η Ιαπωνία αρνιόταν να παραδοθεί, οι Σύμμαχοι θα επιτίθονταν στην ιαπωνική ηπειρωτική χώρα, προκαλώντας «την αναπόφευκτη και πλήρη καταστροφή του ιαπωνικού στρατού, ο οποίος δεν θα μπορούσε να αποφύγει την πλήρη καταστροφή». Ωστόσο, ο όρος «ατομική βόμβα» δεν αναφέρθηκε στο δελτίο και, επομένως, οι Ιάπωνες δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα αντιμετώπιζαν αν έδιναν αρνητική απάντηση και έτσι η απάντησή τους ήταν αρνητική. (wikipidia.org)
Οι ρίψεις των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι πραγματοποιήθηκαν με προσωπική απόφαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν, ο οποίος είχε στα χέρια του μυστική έκθεση του Μικτού Επιτελείου των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, που υπολόγιζε τη συνέχιση του πολέμου στα εδάφη της Μητροπολιτικής Ιαπωνίας πως θα διαρκέσει ακόμα ένα χρόνο με πιθανές απώλειες των αμερικανών της τάξεως του ενός εκατομμυρίου στρατιωτών. Είχε προηγηθεί η εκατόμβη των θυσιών για την κατάληψη της Οκινάβα, όπου οι μεν Ιάπωνες πολέμησαν μέχρις ενός, καθώς ελάχιστοι παραδόθηκαν, σε συνδυασμό με την χρήση σε τακτικό επίπεδο των πιλότων αυτοκτονίας καμικάζε. Τα στοιχεία αυτά ήταν τα πιο σημαντικά βάσει των οποίων οι Αμερικανοί στρατιωτικοί είχαν υπολογίσει τις προαναφερθείσες πολύ σημαντικές απώλειες για τυχόν συνέχιση του πολέμου στο Μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας.
Ωστόσο, για να πραγματοποιηθούν οι ατομικοί βομβαρδισμοί, ο επικεφαλής της USAAF Στρατηγός Σπατζ, ζήτησε έγγραφη διαταγή της πολιτικής ηγεσίας «αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές». Βεβαίως όταν βομβαρδίστηκε ανηλεώς η Δρέσδη για 24 ώρες από τους Βρετανούς και Αμερικανούς, με αποτέλεσμα περισσότερους από 180.000 νεκρούς αμάχους, καθώς η ιστορική Δρέσδη δεν ήταν στρατιωτικός στόχος, ούτε ζητήθηκε αλλά ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε «γραπτή εντολή» από πλευράς Προέδρου. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Πραγματικώς, η διαταγή στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές των Υπουργών Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλ και Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον, με την τελική απόφαση, συμφώνως με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, να λαμβάνεται από τον ίδιο τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπερ και εγένετο βεβαίως με το σκεπτικό που προελέχθη.
Μεταπολεμικώς, υποστηρίχτηκε από αρκετούς, εντός και εκτός ΗΠΑ, ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν ουσιαστικώς μία επίδειξη δυνάμεως από τις ΗΠΑ κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση, η οποία – τότε – δεν διέθετε ούτε μία ατομική βόμβα, ούτε και είχε προχωρήσει την τεχνολογία κατασκευής της, αλλά και τα δύο εξυπηρετούσαν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την πολιτική των ΗΠΑ.
Στις 08:15' της 6 Αυγούστου 1945, στη Χιροσίμα, μία βιομηχανική πόλη της Νοτιοδυτικής Ιαπωνίας, με πληθυσμό 344.000 κατοίκους, γίνεται από τους Αμερικανούς, η πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων με τη ρίψη του «Μικρού Αγοριού» (“Little Boy”), όπως ήταν η κωδική ονομασία της πρώτης ατομικής βόμβας εμπλουτισμένης με Ουράνιο-235, από ένα τετρακινητήριο βομβαρδιστικό αεροσκάφος Β-29 της Αεροπορίας του Αμερικανικού Στρατού (USAAF), καθώς – ως γνωστόν – τότε η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ δεν αποτελούσε ξεχωριστό Κλάδο των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, με κυβερνήτη του τον νεαρό Συνταγματάρχη Πωλ Τίμπετς. Η βόμβα ήταν προγραμματισμένη να εκραγεί σε ύψος 600 μέτρων από το έδαφος, πάνω από το προγραμματισμένο «σημείο Μηδέν»! Το αεροσκάφος Β-29, που έριξε την πρώτη ατομική βόμβα, ονομαζόταν “Enola Gay”, που ήταν το όνομα της…μητέρας του νεαρού κυβερνήτη του!
Οι συνέπειες από τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα ήταν πρωτοφανείς και ολέθριες. Σε ακτίνα 10 περίπου τετρ. χιλιομέτρων θα σκοτωθούν άμεσα περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι, άμαχοι, δεκάδες χιλιάδες θα τραυματιστούν ενώ θα καταστραφούν ή θα υποστούν ζημίες πάνω από 80.000 κτίρια, το σύνολο δηλαδή των κτιρίων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα πεθάνουν από τις συνέπειες της ραδιενέργειας (το 1950 ο αριθμός των νεκρών υπολογίζεται στις 200.000) ενώ για δεκαετίες θα γεννιούνται παιδιά με αναπηρίες και προβλήματα υγείας.
Αμέσως μετά τη ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας, οι Αμερικανοί θα στείλουν τελεσίγραφο στους Ιάπωνες, για την άνευ όρων παράδοσή τους, οι οποίοι θα το απορρίψουν!
Τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, θα ακολουθήσει η ρίψη νέας ατομικής βόμβας σε μία δεύτερη ιαπωνική πόλη, το Ναγκασάκι, που είχε ως αποτέλεσμα 35.000 άμεσα νεκρούς. Στην πόλη αυτή ρίχτηκε άλλου τύπου ατομική βόμβα, που χρησιμοποιούσε ως σχάσιμο υλικό το πλουτώνιο και είχε λάβει την κωδική ονομασία «Ο Χοντρός» (“Fat Man”) από το διαφορετικό σχήμα της. Κατά μία τραγική ειρωνεία της τύχης το Ναγκασάκι ήταν η αναπληρωματική επιλογή του δεύτερου αρχικού στόχου, που ήταν η πόλη Κοκούρα, στο νησί Κιουσού, η οποία όμως ήταν καλυμμένη από πυκνή ομίχλη. Το βομβαρδιστικό Β-29, που μετέφερε την ατομική βόμβα “Fat Boy”, με κυβερνήτη τον Ταγματάρχη Σουίνι, πραγματοποίησε τρεις διαδοχικές διελεύσεις πάνω από την πόλη Κοκούρα, χωρίς όμως να μπορέσει να δει την πόλη από την ομίχλη, οπότε και πέταξε προς τον «αναπληρωματικό» στόχο, το Ναγκασάκι!
Τη φορά αυτή η βόμβα ήταν ρυθμισμένη να εκραγεί σε ύψος 500 μέτρων από το έδαφος, στο «Σημείο Μηδέν». Η έκρηξη ήταν σφοδρότερη από την πρώτη, λόγω της γεωγραφικής θέσεως και τοπογραφίας του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της όμως στο έδαφος ήταν ωστόσο λιγότερο καταστροφικά από τα αντίστοιχα της Χιροσίμα, εξαιτίας μιας σειράς λόφων που περιέβαλαν σαν στεφάνιο την πόλη. Το γεγονός αυτό μείωσε τις συνέπειες του ωστικού κύματος, που «διοχετεύθηκε» προς τα πάνω, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα παραλίγο να διαλύσει το Β-29 του Σουίνι, που με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να προσγειωθεί στην αεροπορική βάση της Οκινάβα, που ήταν το αεροδρόμιο ανάγκης της αποστολής. Οι συνέπειες της ραδιενέργειας και της βόμβας στο Ναγκασάκι ήταν εξίσου θανατηφόρες με αυτές της Χιροσίμα, καθώς οι άμεσοι νεκροί από το βομβαρδισμό ανήλθαν σε 40.000 άτομα. Το 1950, ο συνολικός – ως τότε – αριθμός των θυμάτων και στις δύο πόλεις είχε ανέλθει στα 200.000 άτομα!
Το 1949, η Χιροσίμα θα ανακηρυχθεί «Διεθνές Ιερό Ειρήνης», το δε πλησιέστερο στο σημείο ρίψεως της βόμβας κτίριο που παρέμεινε όρθιο, καθώς είχε σκελετό από μπετόν-αρμέ κάτι σπάνιο για την Ιαπωνία της εποχής αυτής, ο επονομαζόμενος «θόλος Γκενμπάκου» ή «θόλος της Ατομικής βόμβας», θα ανακηρυχθεί «Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς» από την ΟΥΝΕΣΚΟ.